Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εις μνήμην. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εις μνήμην. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

Ο ύπνος της λογικής, του Γιάννη Ψυχοπαίδη: για την τυραννία της συνήθειας αλλά και της εξουσίας και της ανθρώπινης μωρίας

Μέσα στον ζόφο των ημερών, στην τοξικότητα των "νόμιμων" παρακολουθήσεων από τον Μεγάλο Αδελφό την κυβέρνηση, στην πολιτισμική φτώχεια ανάκατη με διαφθορά και διαπλοκή όπου οι βιαστές παιδιών εισπράττουν συμπάθεια και οι καλλιτέχνες κυνήγι αν εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους κι όπου οι δημόσιοι χώροι δεν είναι ελεύθεροι (και ούτε δημόσιους τους θέλουν εξάλλου, βλέπε Στρέφη, Εξάρχεια, αλλά και Φιλοπάππου κ.α.) και όποιοι διαφωνούν δέχονται δακρυγόνα και ξύλο, στον πολλαπλασιασμό των γυναικοκτονιών και των περιστατικών βίας σε μια κοινωνία που δεν μαθαίνει πώς να ζει με δημοκρατία και αξιοπρέπεια, στην απαξία της ανθρώπινης ζωής όταν πεντάχρονο κοριτσάκι πεθαίνει από τσίμπημα σκορπιού μα περνάει στα ψιλά γιατί ήταν προσφυγάκι εγκλωβισμένο στη νησίδα του Έβρου κι όταν άγνωστος αριθμός προσφύγων μεταναστών πνίγονται στο Αιγαίο μα η επίσημη ενημέρωση ασχολείται με τους λίγους που σώθηκαν μη και πιστωθούν στους Τούρκους που επίσης τους διεκδικούν (καλοί κι αυτοί!), όταν καίγεται η Δαδιά αλλά συγγενής του πρωθυπουργού είναι μπλεγμένη με εταιρεία που θέλει να «αναπτύξει» επενδύοντας εκεί μέσα και όταν μπλε και πράσινοι κάδοι αδειάζουν στο ίδιο απορριμματοφόρο κι όταν ο πολιτισμός της καθημερινότητας έχει άγνωστες λέξεις γι' αυτό και ο κύριος από το αυτοκίνητο πετά το μπουκάλι του νερού αφού το ήπιε όλο (τι να το κάνει δηλαδή;) και το νεαρό ζευγάρι στην παραλία φεύγει γρήγορα (και δεν επιστρέφει να φέρει σακουλάκι όπως μου είπε όταν ρώτησα πού πάνε) αφού το σκυλί τους αφόδευσε με περισσή ικανοποίηση πάνω στην άμμο και στο χωριό παρκάρουν όπου νάναι δίπλα στο καφενείο που πίνουν τον καφέ τους και το διαθέσιμο πάρκινγκ παραμένει αδειανό, κι όταν στα χωριά της δυτικής Κρήτης αντηχούν καλάσνικοφ  μα κανείς δεν τ' ακούει, όταν στο νέο αρχαιολογικό μουσείο Χανίων αυτό που διαφημίζεται από επίσημα χείλη είναι όχι έστω η πτέρυγα (ας πούμε τιμής ένεκεν) αλλά η συλλογή Κωνσταντίνου, Μαρίκας και Κυριάκου Μητσοτάκη (που με «συγκίνηση» εγκαινίασε ο τελευταίος!) κι όταν τόσα πολλά μαζεμένα στην πατρίδα την καημένη, ένα κείμενο ποταμός του σπουδαίου Γιάννη Ψυχοπαίδη ήρθε να ταράξει τα νερά της απέχθειας που νιώθω και πάει να γίνει απάθεια, συνήθεια, κανόνας, κανονικότητα! 

Πιάνοντας το νήμα από τον πίνακα του Γκόγια «Μονομαχία με ραβδιά»*, ο Ψυχοπαίδης γράφει στη μνήμη του Ηλία Νικολακόπουλου (τι πιο ταιριαστό για τον άλλο ωραίο άνθρωπο που έφυγε ξαφνικά και πάνω που ο λόγος του θα ήταν ένας χρήσιμος μπούσουλας για την ερμηνεία των πραγμάτων...). Γράφει για όλους και για όλα, για αυτούς «που προβάλλουν ένα χυδαίο είδος καλοταϊσμένης βαρβαρότητας μέσα από μια ανεξέλεγκτη και ασύδοτη εξουσία», αλλά και για «την καταβύθιση και τον εγκλωβισμό στον ιδιωτικό μικρόκοσμο, το ιδιωτικό συμφέρον σε βάρος του κοινού καλού, την αδιαφορία και την αποξένωση απέναντι στη συλλογική ευθύνη του ατόμου μπροστά στην Ιστορία». Κι απέναντι στον σκοταδισμό και τη βαρβαρότητα, ο Ψυχοπαίδης, ερμηνεύοντας τον Γκόγια,  μας δείχνει το δρόμο: αφύπνιση συνειδήσεων, μαχητικότητα, ανθρώπινη αλληλεγγύη

Ας μου επιτραπεί να παραθέσω αυτούσιο το κείμενο του ομότιμου καθηγητή Ζωγραφικής ΑΣΚΤ Γιάννη Ψυχοπαίδη που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών του περασμένου Σαββατοκύριακου (6/8/2022) στο πολύ καλό ένθετο Νησίδες (#508, διαθέσιμο εδώ: https://www.efsyn.gr/nisides/354684_o-ypnos-tis-logikis), χωρίς άλλη δική μου φλυαρία:

Σ’ ένα άδειο, πένθιμο και γκρίζο τοπίο, έξω από κάθε κοινωνικό πλαίσιο και μακριά από κάθε ανθρώπινη παρουσία, δύο άνδρες παλεύουν μόνοι σ’ ένα βάρβαρο παιχνίδι φυσικής εξόντωσης μέχρι θανάτου. Ματωμένοι, χωρίς οίκτο, χτυπούν με τα ρόπαλα ο ένας τον άλλον, χωμένοι μέχρι τα γόνατα σ’ ένα έλος, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι κάθε χτύπημα βυθίζει και τους δύο ακόμα βαθύτερα μέσα στην άμμο και τους οδηγεί στον κοινό τους χαμό.

Η νίκη του ενός είναι θάνατος και για τους δύο. Η φυσική τους αλληλο-εξόντωση είναι ζήτημα χρόνου. Το έδαφος –το κοινό τους στήριγμα– θα καταπιεί και τους δύο.

Πρόκειται για ένα σημαντικό εικαστικό έργο υψηλού συμβολικού μεγέθους του Φραντσίσκο Γκόγια, το «Duelo a garrotazos», ζωγραφισμένο από τον Γκόγια μέσα στον Ισπανο-γαλλικό Πόλεμο το 1821, προς το τέλος του βίου του, τα χρόνια που ξεσπάει και η Ελληνική Επανάσταση.

Παράλληλα με τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα για την ανεξαρτησία, στην άλλη άκρη της Ευρώπης μαίνονται οι μάχες των ανταρτών κατά των Γάλλων, ενώ οι εμφύλιες συρράξεις, η βία και η τρομοκρατία σαρώνουν την Ισπανία.

Στο έργο αυτό δεν απεικονίζονται τα δεινά του πολέμου αλλά μάλλον οι παράπλευρες απώλειες από τα δεινά της ειρήνης.

Διακόσια χρόνια πριν από την εποχή μας, με αφορμή ένα βάρβαρο έθιμο, ο Γκόγια, ο μεγάλος στοχαστής των εικόνων, ο δραματικός οραματιστής του πραγματικού, αποτυπώνει καλλιτεχνικά μια σκοτεινή αλληγορία, μια εικαστική παραβολή για την κοινωνία και τους ανθρώπους του καιρού του. Σε μια αποκαλυπτική αντιστοιχία με το σήμερα ο Γκόγια, με μία εικόνα εκτός του τόπου και εκτός του χρόνου, κάνει ένα διαχρονικό σχόλιο για την καθολική ανθρώπινη συνθήκη.

Αυτός, ο χρονικογράφος των σκοτεινών ανθρώπινων ενστίκτων, τόσο βαθιά μέτοχος, εκφραστής και διαμορφωτής του αιώνα του, και όχι μόνο, είναι αυτός που με μοναδική διορατική δύναμη διαπερνά και υπερβαίνει τον τόπο και τον χρόνο, καταγράφει τα δεινά του παρόντος και οραματίζεται τη φρίκη, τους εφιάλτες και την αχαλίνωτη βαρβαρότητα ενός ζοφερού μέλλοντος.

Ο Γκόγια στη «Μονομαχία», μέσα απ’ αυτόν τον εικαστικό υπαινιγμό, καταγγέλλει με νηφάλιο πάθος την καταβύθιση και τον εγκλωβισμό στον ιδιωτικό μικρόκοσμο, το ιδιωτικό συμφέρον σε βάρος του κοινού καλού, την αδιαφορία και την αποξένωση του κόσμου της εποχής του αλλά και της δικής μας απέναντι στη συλλογική ευθύνη του ατόμου μπροστά στην Ιστορία.

Καταγγέλλει την εγωιστική τυφλότητα μπρος στην κοινωνική τραγωδία αλλά και την εγκληματική άγνοια ενός εγωπαθούς ατομικισμού που οδηγεί μοιραία το σύνολο της κοινωνίας στον ίδιο κοινό σκουπιδότοπο.

Το βάρβαρο έθιμο με τα ρόπαλα μεταμορφώνεται εδώ σε μια πικρή υπόμνηση της ανθρώπινης ιδιοτέλειας, σε σύμβολο καταστροφής κάθε κοινωνικής συνοχής. Η σκηνή αυτή με τους δύο μονομάχους σε μια αμείλικτη ανθρωποφαγία βάζει διαχρονικά και κυρίως τη σημερινή κοινωνία της νεοφιλελεύθερης επικυριαρχίας της αγοράς μπροστά στον καθρέφτη της. Και αυτό που αντικρίζει είναι το κυνικό πρόσωπο μιας φυσικής και ηθικής αποσύνθεσης.

Ζώντας στη σύγχρονη κοινωνία –που δεν υπάρχει κατά το δόγμα, αλλά υπάρχουν μόνο ξεχωριστοί άνθρωποι–, απέναντι σ’ αυτούς που πάνε να συσκοτίσουν τη μνήμη πλαστογραφώντας την Ιστορία, που εκπαιδεύουν τους πολίτες με το ψεύδος, την υποκρισία και τον ανορθολογισμό, απέναντι σ’ αυτούς που διαστρεβλώνουν τις λέξεις και τις χρησιμοποιούν για να εκφράσουν το αντίθετο της αρχικής σημασίας τους, απέναντι σ’ αυτούς που δωροδοκούν και εξαγοράζουν τις συνειδήσεις, απέναντι σ’ αυτούς που προβάλλουν ένα χυδαίο είδος καλοταϊσμένης βαρβαρότητας μέσα από μια ανεξέλεγκτη και ασύδοτη εξουσία, το μόνο αντίδοτο της θλίψης και της ηττοπάθειας είναι η ανθρώπινη αλληλεγγύη και η μαχόμενη προσδοκία για κάτι καλύτερο και δικαιότερο.

Η εξουσία, που επιβάλλεται στο όνομα της δύναμης και του πλούτου της, εξευτελίζει αυτούς που την ασκούν, αλλά και εκείνους πάνω στους οποίους ασκείται, υποθάλπει την πολιτική απάθεια και την απόσυρση και χειραγωγεί με ανορθολογικές παραμυθίες τους ευάλωτους, τους αδαείς, τους κοινωνικά αδύνατους.

Ανάμεσα σε μια ναρκισσιστική ενδοσκόπηση του εγωπαθούς εαυτού και τη θλιβερή ψευδαίσθηση της ατομικής επιβίωσης, η κοινωνία μας βιώνει τους μικρούς και τους μεγάλους πολέμους, τις παγκόσμιες απειλές και τις τοπικές μάχες, φοβισμένη, ανταγωνιστική, ανασφαλής και τυφλωμένη. Οπως στους «τυφλωμένους» δύο μονομάχους του Γκόγια, που, πολεμώντας με την εγωιστική τυφλότητα της άγνοιάς τους, δεν συνειδητοποιούν τα καταστροφικά δεινά του εμφύλιου διχασμού, φανατισμένα υποχείρια κάποιων που έχουν κάθε λόγο να τους κρατούν σε αυτο-τύφλωση και αλληλο-εξόντωση. Ολοι εναντίον όλων.

Και γύρω τους και γύρω μας «διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα», όπως λέει ο ποιητής.

Διαβαίνουν και θερίζουν τους μοιραίους φυγάδες, τους ασθενείς και οδοιπόρους, τους προσφεύγοντες, που αναζητούν μάταια την ουτοπία μιας άλλης ζωής, αυτούς, που στις θάλασσες της κάποτε ποιητικής νοσταλγίας και τώρα στις ακρογιαλιές των λυγμών, τους «επαναπατρίζουν» στους βυθούς των πελάγων ή στις άγνωστες πια πατρίδες τους που ο λεγόμενος δυτικός τρόπος ζωής έχει καταστρέψει.

«Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε να αντικρίσετε τον ήλιο! Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε να αντικρίσετε τον άνθρωπο!» (Σεφέρης)

Και μαζί με τον έξω και ο μέσα πόλεμος μιας ανάλγητης εξουσίας και ενός απολίτιστου πολιτισμού που παλεύει να καταστείλει και να πειθαρχήσει ποινικοποιώντας την ελεύθερη έκφραση, να τιμωρήσει κάθε αντισυμβατική φωνή, να στιγματίσει τα Πανεπιστήμια σαν οίκους ανομίας, να στερήσει τους νέους από ένα μέλλον γόνιμο, σύγχρονο και δημιουργικό, στο πλαίσιο μιας ελεύθερης, ερευνητικής γνώσης και κριτικής πανεπιστημιακής σκέψης.

Κατάργηση πανεπιστημιακών Σχολών και Τμημάτων, κατάργηση κοινωνιολογικών μαθημάτων και μαθημάτων τέχνης και πολιτισμού στη μέση εκπαίδευση, προς όφελος των ιδιωτικών κολεγίων, χιλιάδες νέοι εκτός Πανεπιστημίων. Τα ξερονήσια της παιδείας, οι νέοι Παρθενώνες.

Η πολιτική και πολιτιστική αυτή ύβρις, υποστηριζόμενη από τη μοναδική βαρβαρότητα της πανεπιστημιακής αστυνομίας, βάζει και την τελευταία επιτάφια πλάκα στο σώμα της παιδείας.

Σ’ ένα τοπίο πνευματικής και υλικής φτωχοποίησης –όπως το άδειο, γκρίζο και πένθιμο τοπίο του Γκόγια– οι «νέοι ορίζοντες» στην παιδεία όπως και στην υγεία, την εργασία, τον πολιτισμό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι κλειστοί ορίζοντες των συμφερόντων της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ενώ το κράτος έχει μεταβληθεί σ’ ένα απέραντο εργοτάξιο ιδιωτικών εξορύξεων του δημόσιου πλούτου.

Και η τέχνη σήμερα; Γράφει ο Οσκαρ Ουάιλντ ήδη τον 19ο αιώνα: «Η τέχνη εκφράζει την πιο έντονη διάθεση ατομικότητας που ο κόσμος έχει ποτέ γνωρίσει. Είναι μια δύναμη επικίνδυνη και διαβρωτική. Γιατί εκείνο που θέλει ν’ αλλάξει και να ταρακουνήσει είναι η μονοτονία της μορφής, η σκλαβιά στην τυφλή υπακοή στην παράδοση, η τυραννία της συνήθειας».

Αυτή την τυραννία της συνήθειας αλλά και της εξουσίας καθώς και την τυραννία της ανθρώπινης μωρίας καταγγέλλει με τον μεγαλειώδη δικό του τρόπο και ο Γκόγια, αυτός ο παθιασμένος υπηρέτης του παράλογου αλλά και της λογικής, αυτός ο τραγικός χλευαστής της ανθρώπινης μικρότητας, αλλά και ο μεγάλος ηθικός αυτουργός μιας μεγάλης, μαχόμενης ουμανιστικής τέχνης.

Ο Γκόγια μάς φανερώνει αυτά που μας κρύβει, η αλήθεια πάντα βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια. Αφύπνιση συνειδήσεων, μαχητικότητα, ανθρώπινη αλληλεγγύη είναι τα μηνύματα της μεγάλης οραματικής τέχνης του στις ρημαγμένες χώρες του σύγχρονου κόσμου.

Ετσι και σήμερα, η τέχνη, μαζί ατομική και συλλογική, αναζητά συνομιλητές, γιατί χάρη σ’ αυτούς και μέσω αυτών υπάρχει, για να διαμαρτυρηθεί και να αγανακτήσει, μαζί μ’ αυτούς. Για να μοιραστεί μαζί τους την αγωνιστική της δύναμη, να πολεμήσει ενάντια στο τσιμέντωμα των μυαλών, των ιδεολογιών, του περιβάλλοντος, ενάντια στο τσιμέντωμα των δικαιωμάτων, της δημοκρατικής παιδείας, ενάντια στο τσιμέντωμα των ιερών αρχαιολογικών τόπων και ενάντια στην αποδυνάμωση και διάλυση της δημοκρατικής δεξαμενής γνώσης που είναι τα δημόσια πνευματικά ιδρύματα.

Η τέχνη καλείται να αντισταθεί στη λεηλασία του δημόσιου χώρου και, μακριά από κάθε νομιμόφρονα σιωπή, να εκφράσει δυνατά την ενότητα μπροστά στον διχασμό, διεκδικώντας ένα ευρύτερο δημοκρατικό ήθος σ’ ένα κράτος δικαίου. Θα ’ταν καλό να θυμηθούμε ότι ο Γκόγια πρωτοεξέθεσε και πουλούσε τις σειρές με τα χαρακτικά του (Καπρίτσια) σ’ ένα κατάστημα ηδύποτων και αρωμάτων στη Μαδρίτη, στην οδό Απογοητεύσεων.

Μόνο απογοήτευση δεν μεταδίδουν αυτά τα σπουδαία έργα. Αντίθετα, μέχρι σήμερα, που περισσεύει η πίκρα και η απογοήτευση, μεταφέρουν μέσα από τον σαρκασμό, την οδύνη και τη σάτιρα το σπάνιο άρωμά τους, τη βαθιά πίστη στις μεγάλες αξίες της ανθρώπινης ζωής και τη φωνή της αντίστασης σε κάθε μορφή βαρβαρότητας και σκοταδισμού, φωνή αντίστασης στα κάθε λογής τέρατα που γεννά ο ύπνος της λογικής.

-------------------------------------------------------------------------------

* Πρόκειται για το έργο του Γκόγια με τίτλο στα αγγλικά "Duel with Cudgels" ή "Fight to the Death with Clubs" που βρίσκεται στο Μουσείο του Πράδο στη Μαδρίτη. Στη σχετική σελίδα του μουσείου (https://www.museodelprado.es/en/the-collection/art-work/duel-with-cudgels-or-fight-to-the-death-with-clubs/2f2f2e12-ed09-45dd-805d-f38162c5beaf) υπάρχουν χρήσιμες πληροφορίες για το έργο και συνολικά για τον καλλιτέχνη.

 

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

Τα σκολειά χτίστε, στον τόπο απάνου όχι πολέμων κάστρα και τα βιβλία σαν τα τραγούδια να είναι!

Με τη φλόγα που ψαίνει και που πλάθει,
με της καρδιάς τη φλόγα, με του Λόγου
τη δύναμη, ξεσκέπαστα, καθάρια,
και με τα χέρια, και με τα μαχαίρια,
τον τόπο πάρτε.


Κάτου σημάδια που έμπηξε το ψέμα!
Τα ταξίματα φέρτε στης Αλήθειας
της ιερής το βωμό και τα σφαχτάρια.
Στον τόπο απάνου όχι πολέμων κάστρα
·

τα σκολειά χτίστε!


Λιτά χτίστε τα, απλόχωρα, μεγάλα,
γερά θεμελιωμένα, από της χώρας
ακάθαρτης, πoλύβοης, αρρωστιάρας
μακριά μακριά τ' ανήλιαγα σοκάκια,
τα σκολειά χτίστε!


Και τα πορτοπαράθυρα των τοίχων
περίσσια ανοίχτε, νάρχεται ο κυρ Ήλιος,
διαφεντευτής, να χύνεται, να φεύγει,
ονειρεμένο πίσω του αργοσέρνοντας
το φεγγάρι.


Γιομίζοντάς τα να τα ζωντανεύουν
μαϊστράλια και βοριάδες και μελτέμια
με τους κελαϊδισμούς και με τους μόσκους
·
κι ο δάσκαλος, ποιητής και τα βιβλία
να είναι σαν κρίνα.


Του τραγουδιού τη γλώσσα αντιλαλώντας,
και τα βιβλία σαν τα τραγούδια να είναι!
Στη γη της ομορφιάς, αρματωμένη
την Επιστήμη, η Ομορφιά, χαρά της!
αρχή σοφίας!


Τα σκολειά χτίστε, υψώστε τα πλατάνια
για το δροσό στης ρεματιάς τη χάρη,
για τον καρπό σπάρτε τα αμπέλια, ας είναι
τ' αγαθά τους αγνά κρασιά, και ας είναι
γούρμα σταφύλια,
λογής, κεχριμπαρένια, άλικα, μαύρα.


Όπου απλωσιά, όπου ψήλωμα, όπου υγεία,
στα πέλαα ν' αγναντεύουν τα καράβια
και τους αϊτούς να λαχταράν και τ' άστρα
στα ουράνια πλάτια.


Και βαθιούς τράφους γύρω γύρω σκάφτε
και πύργους πολεμόχαρους υψώστε
και βαρδιατόρους βάλτε να κρατάνε
μακριά μακριά τον ψεύτη και τον πλάνο
της Ρωμιοσύνης.


Ξόβεργα και καρφιά κρατά και πάει
και πιάνει και καρφώνει και σκοτώνει
·
του φτερωτού πιο απ' όλα κυνηγάρης,
αρχίζοντας από τις πεταλούδες,
φτάνει στη Σκέψη. 

 

Το παραπάνω ποίημα με τίτλο «Τα σκολειά χτίστε!» είναι του Κωστή Παλαμά και περιέχονται στη συλλογή του «Η Πολιτεία και η Μοναξιά» (η αντιγραφή έγινε από τον ιστότοπο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας). Ο ποιητής έφυγε σαν σήμερα, 27 Φλεβάρη του 1943, μέσα στη μαύρη καταχνιά της γερμανικής κατοχής.  

Ο σπουδαίος ελληνιστής και φιλέλληνας Έντμουντ Κίλι (που έφυγε πριν από λίγες ημέρες) αφιερώνει δυο σελίδες για την κηδεία του ποιητή στο βιβλίο του με τίτλο «Αναπλάθοντας τον παράδεισο: το ελληνικό ταξίδι 1937-1947» (έχω την παλιότερη έκδοση του Εξάντα 1999 σελ. 270-271, υπάρχει και νεότερη  του 2019 από τον Πατάκη). Αναφερόμενος στα γεγονότα στη διάρκεια της τελετής και ειδικότερα στον «Κολοσσό», όπως ονομάζει τον Κατσίμπαλη, που ήταν από τους επικεφαλής της νεκρικής πομπής, μεταφέρει και την εκδοχή που τρία χρόνια αργότερα αφηγήθηκε ο Λόρενς Ντάρελ στον Χένρι Μίλερ. Σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, ο Κατσίμπαλης, αφού έβρισε τον εκπρόσωπο της γερμανικής πρεσβείας που είχε πάει να καταθέσει στεφάνι, «άρχισε μετά να ψέλνει τον εθνικό ύμνο, ο οποίος, όπως ο ίδιος επισήμανε, απαγορευόταν επί ποινή θανάτου». Κι ενώ στην πρώτη στροφή δεν τον συνόδευε ούτε ένας κι εκείνος έτρεμε σύγκορμος και οι Γερμανοί κοίταζαν ολόγυρα αγριεμένοι, και η γυναίκα του προσπαθούσε να του κλείσει το στόμα και η Ιωάννα Τσάτσου τον τραβούσε από το μανίκι να σταματήσει, 

«ξαφνικά τον ύμνο έπιασε κι ένας χοντρός Κερκυραίος φίλος που του έκανε ντουέτο με τη βαθιά φωνή του, βοηθώντας τον να τελειώσει τη δεύτερη στροφή. Και μετά, εξιστορούσε ο Κατσίμπαλης, "σα να είχες γυρίσει ένα διακόπτη", έπιασε και ο κόσμος βροντοφωνάζοντας τον ύμνο "με τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι στα πρόσωπά μας"».

 

 
Στη μνήμη του ποιητή, το τεύχος Ιαν. - Φεβρ. 1976 του περιοδικού Γράμματα κυκλοφόρησε με μια ανθολόγηση του έργου του με τίτλο «Παλαμική ανθολογία 1886 - 1940» (έχω σημειώσει ημερομηνία απόκτησης 2-6-1977). Στην εισαγωγή του ο διευθυντής του περιοδικού Φ. Ηλιάδης παραθέτει ένα απόσπασμα από κείμενο του Αιμίλιου Χουρμούζιου σχετικά με τη συμβολή του Παλαμά, του μεγάλου Άγνωστου των ελληνικών γραμμάτων όπως τον χαρακτήριζε, ενώ αναφέρεται και  στην τρίτομη μελέτη του Χουρμούζιου με τίτλο «Ο Παλαμάς και η εποχή του». Ανάμεσα στα ποιήματα που ανθολογούνται είναι και ορισμένες μεταφράσεις του Παλαμά, και είναι αξιοσημείωτο ν' αναφέρουμε ότι έχει αφήσει και μεταφράσεις ποιημάτων του Ουγκώ, του Ρίλκε, του Βερλέν κ.ά., όπως η παρακάτω στροφή από ποίημα του Βερλέν:

Χωρίς πατρίδα, χωρίς να ΄χω βασιλιά,
κι ακόμα δίχως να είμαι παλικάρι,
πήγα στον πόλεμο για να πεθάνω· αλλά
κι ο θάνατος δε μούκαμε τη χάρη.
 
Και πάλι για τον ποιητή, δυο λόγια για την εικόνα (αντιγραμμένη από τον ιστότοπο των Ατενίστας με τα γλυπτά της Αθήνας). Πρόκειται για τον αδριάντα του ποιητή που βρίσκεται έξω από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Στήθηκε αρχές Μαρτίου του 1975. Αυτό καταλαβαίνουμε διαβάζοντας το ημερολόγιο του πρωτοετή τότε φοιτητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννη Κόκκωνα. Κείνη τη μέρα ο Γιάννης, όπως γράφει στο ημερολόγιό του, 8 του Μάρτη 1975, στις 11 το πρωί παρακολούθησε το πρώτο αντιμάθημα ψυχολογίας:
 
[...] Σαν πρώτο βήμα καλά πήγαμε. Πηγαίνοντας στη λέσχη για Αγγλικά είδα ένα άγαλμα που ασπροβόλαγε στη γωνία Ασκληπιού και Ακαδημίας, πάνω στο γρασίδι. Είναι ένα καινούργιο, του Παλαμά. Τώρα κατάλαβα γιατί στολίσανε με σημαίες τις κολώνες. Είχε γίνει η τελετή της αποκάλυψης. Κατά τις 6.30 ήμουνα στα Ιλίσια [...]
 
Πράγματι, η τελετή έγινε στις 6 Μαρτίου, όπως επιβεβαιώνει ο επιμελητής του ημερολογίου Κώστας Κατσάπης, στο πρωτότυπο στη σύλληψη αλλά και πολύ ενδιαφέρον βιβλίο «Λέξεις της φωτιάς: νεανική ριζοσπαστικοποίηση και ημερολογιακή γραφή την αυγή της μεταπολίτευσης» (Μωβ Σκίουρος, 2020), ο οποίος με βάση τις ημερολογιακές καταγραφές του νεαρού τότε φοιτητή αναζητεί τα γεγονότα, τα επιβεβαιώνει από τις πηγές της εποχής και τα περιγράφει (σίγουρα αξίζει μια ξεχωριστή ανάρτηση και θα το κάνω).
  
Για τον Κωστή Παλαμά έχω ξαναγράψει. Σ' αυτό το ποίημα, με την χαρακτηριστική παλαμική γλώσσα, στέκω στους δυο στίχους όπου εκφράζει την αγωνία του, τον ουμανισμό του, την πίστη του ότι χρειαζόμαστε σχολεία και όχι πολέμους:

Στον τόπο απάνου όχι πολέμων κάστρα.

Τα σκολειά χτίστε! 

Πόσο πάντα επίκαιρος!

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Χαίρε κεχαριτωμένη υπόσχεση του ανέλπιστου: Εις μνήμην Κικής Δημουλά και Λάκη Σάντα

   

[...] Χαίρε συνέπεια λουλουδιών

προς την τακτήν επιστροφή σας

χαίρε συνέπεια του ανεπίστρεπτου

τήρησες κατά γράμμα τους νεκρούς.

Χαίρε του σκοταδιού το σφιχταγκάλιασμα

που δέχεσαι το δικαιολογημένο

έχει να σε δει πρν τη γέννησή σου.

Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία

χαίρε κεχαριτωμένη υπόσχεση του ανέλπιστου

πως βλέμμα σου θα ξεθαρρέψει πάλι κάποτε\να ξανοιχτεί προς έντρομο δικό μου.

Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία

- της μνήμης το «ελευθέρας» να πηγαίνει

όποτε θέλει να τα βλέπει

αυγή χαμένης μέρας.


Όσο για σένα κόσμε

που καταδέχεσαι να ζεις

όσο έχει την ανάγκη σου η τύχη

για να καρπούνται τα δεινά την εύφορη αντοχή σου,

που εξευτελίζεσαι να ζεις

για να σου πει μια καλησπέρα το πολύ

κατά τον διάπλου

ένα εγγαστρίμυθα ολόγιομο φεγγάρι

τι να σου πω

χαίρε κι εσύ.


Σαν σήμερα πριν από δυο χρόνια έφυγε η Κική Δημουλά, η ποιήτρια που κέντησε τον ποιητικό λόγο με στολίδια καθημερινών πραγμάτων, που ύμνησε τη λήθη για να παραμένει ζωντανή η μνήμη, η γυναίκα που θα ήθελε

«κάπως αλλιώς ν' αγαπιούνται τα πράγματα». *
 
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το ποίημα Χαίρε ποτέ της ομώνυμης συλλογής της ποιήτριας (Στιγμή, 1991).**

Ο κολοφώνας της έκδοσης «Χαίρε ποτέ», Στιγμή 1991

Κι από την άλλη, σαν σήμερα πριν από 100 ακριβώς χρόνια γεννήθηκε ένας άλλος ωραίος άνθρωπος, ο Λάκης Σάντας, εκείνος που μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, στις 30 Μαίου του 1941, λίγο μετά τη Μάχη της Κρήτης,
νεαρά παιδιά στα 19 τους χρόνια, κατέβασαν από τον βράχο της Ακρόπολης τη γερμανική σημαία με τη σβάστικα των ναζί κατακτητών. 
 
«Είμαστε αποφασισμένοι ότι εάν μας ανακάλυπταν θα πέφταμε από την Ακρόπολη να σκοτωθούμε. Δεν διστάσαμε στιγμή για αυτό. Πάνω στον Ιερό Βράχο αισθανθήκαμε την Ιστορία μας και το καθήκον του Αγώνα για τα Ιερά της Πατρίδας μας», είχε πει σε συνέντευξή του σε εφημερίδα της Λευκάδας, του γενέθλιου τόπου. 
 
Τα είχε γράψει και στο βιβλίο του «Μια νύχτα στην Ακρόπολη» (Βιβλιόραμα, 2010). Τάχε διηγηθεί μαζί με τον Μανώλη Γλέζο στον Φρέντυ Γερμανό σε μια ιστορικής αξίας συζήτηση το 1982 στην ΕΡΤ (https://archive.ert.gr/73796/).

Ήταν ένα τέταρτο φεγγάρι, έτσι Μανώλη;

Το 2009, σε συνέντευξή του στο Έψιλον της Ελευθεροτυπίας ο Λάκης Σάντας έλεγε:
 
«Εμείς είμαστε δρακογενιά. Κοιμηθήκαμε πάνω στο χιόνι κι ανάμεσα στα σκίνα, δεχτήκαμε ιατρικές επεμβάσεις χωρίς αναισθητικό, ζήσαμε στα ξερονήσια και τις φυλακές, μάθαμε εν ολίγοις ν’ αντέχουμε».
 
Χαίρε Λάκη Σάντα, χαίρε κι εσύ Κική Δημουλά!

.......................................................................................................................

* Ο στίχος είναι από την ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά «Άνω Τελεία».

** Νιώθω την ανάγκη να σημειώσω λίγα για τις πληροφορίες έκδοσης του βιβλίου. Το εξώφυλλο είναι έργο του σπουδαίου ζωγράφου μας Σωτήρη Σόρογγα, ενώ, όπως διαβάζουμε στον κολοφώνα, το αντίτυπο που έχω στη βιβλιοθήκη μου (αγορασμένο, όπως έχω σημειώσει στη σελίδα του τίτλου, στις 10 Φεβρουαρίου 1993) έχει αριθμό έκδοσης 77 και είναι η δεύτερη ανατύπωση (εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1988) που έγινε τον Μάιο 1991 σε δυο χιλιάδες αντίτυπα στο λιθογραφείο Ζαχαρόπουλος-Σιταράς. Οι εκδόσεις Στιγμή μας δίνουν πάντα όμορφες και ιδιαίτερες ποιοτικά, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την αισθητική, εκδόσεις, όπου την τυπογραφική επιμέλεια έχει ο επίσης σπουδαίος Αιμίλιος Καλιακάτσος.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

Λαέ της Λιλιπούπολης, αποχαιρετούμε τη Μαριανίνα Κριεζή

 


Λαέ της Λιλιπούπολης, σήκωσε πια παντιέρα,
με το Χαρχούδα δήμαρχο δε βλέπεις άσπρη μέρα.
Κι αν ήσουνα Χαρχουδικός, καιρός να μετανιώσεις,
γίνε Δυστροποπιγκικός, αν θέλεις να προκόψεις.

Εβγάλαν οι Χαρχουδικοί δήμαρχο το Χαρχούδα
και τη ζωή μας κυβερνά μια αρκουδοπεταλούδα.
Όμως στις άλλες εκλογές η ρόδα θα γυρίσει
κι όλη η Λιλιπούπολη εμένα θα ψηφίσει.

Το τραγούδησαν τα παιδιά μας, μαζί κι εμείς, το τραγουδούν τα εγγόνια μας, πάλι κι εμείς μαζί. Αποχαιρετούμε την σπουδαία, την εμβληματική Μαριανίνα Κριεζή με νοσταλγία, με γλύκα, μ' ευγνωμοσύνη γιατί έκανε τον κόσμο των παιδιών, τον κόσμο μας, καλύτερο. Αξίζει να σκύψει κανείς στους στίχους των τραγουδιών.
 
 
Κοιτάζοντας τον δίσκο LP της EMI που έχω στο σπίτι με τα μέρη «Η κλειδωμένη τουαλέτα - Το πετρωμένο δάσος - Ρόζα Ροζαλία - Το ροζ χρώμα», στέκομαι στους συντελεστές, γιατί η Λιλιπούπολη ήταν μια συλλογική δουλειά σπουδαίων ανθρώπων. Εκτός από τη Μαριανίνα Κριεζή που έγραψε τους στίχους των τραγουδιών, τα κείμενα του έργου έγραψε η ίδια μαζί με τις Αννα Παναγιωτοπούλου και Ρεγγίνα Καπετανάκη. 
Η μουσική είναι από τους Νίκο Κυπουργό, Λένα Πλάτωνος, Νίκο Χριστοδούλου, Δημήτρη Μαραγκόπουλο. 
Διεύθυνση ορχήστρας από Μάνο Χατζηδάκι και Βύρωνα Φιδετζή. 
Τραγουδούν Νίκος Τσιλούλης, Σταμάτης Φασουλής, Λάμπρος Τσάγκας, Σπύρος Σακκάς, Λένα Πλάτωνος και Σαββίνα Γιαννάτου, ενώ σε έκτακτη συμμετοχή ακούγεται η Λιζέτα Νικολάου. 
Έπαιξαν οι ηθοποιοί: Βασίλης Μπουγιουκλής (Χαρχούδας), Νίκος Τσιλούνης (Μπρίνης – Δρ. Δρακατόρ), Ράνια Οικονομίδου (Πιπινέζα), Αννα Παναγιωτοπούλου (Χιονάτη), Λευτέρης Βογιατζής (Πρίγκιπας του Παραμυθιού), Πέπη Οικονομοπούλου (Οφη – Σόφη), Θοδωρής Μπογιατζής (Δυστροπόπιγγας), Δημήτρης Χρυσομάλλης (Κουκουτούζ), Λάμπρος Τσάγκας (Παπαγάλος – Γλυκόσαυρος), Σταμάτης Φασουλής (Μπιξ - Μπιξ), Μίρκα Παπακωνσταντίνου (Μπομπίλα).

Αχ Ρόζα, Ρόζα Ροζαλία
πάμε μαζί στη συναυλία,
ν’ ανθίσει μ’ όλα τα βιολιά
μια ροζ μεγάλη βυσσινιά
στο πρώτο μας φιλί. 

Συμπτωματικά, σε πρόσφατη παρουσίαση για ψηφιακές βιβλιοθήκες κτλ, παρουσιάζοντας την εφαρμογή "Ευτέρπη" της Βιβλιοθήκης του Μεγάρου Μουσικής έδωσα ως δείγμα το τραγούδι "Μες στο μουσείο" σε μουσική Νίκου Κυπουργού:

μες το μουσείο
μες το μουσείο
μια μέρα μπήκα με φόρα κι εγώ
μη με τραβάτε, μη μου κολλάτε
απ' το μουσείο δε θέλω να βγω...

ηχητικό

 
Ανάμεσα στα τραγούδια της Λιλιπούπολης ήταν και  «το τσιφτετέλι της γρίππης» που το τραγούδησε η Σαββίνα Γιαννάτου:
 
Είμαι μία Ασιατική γρίπη
έρχομαι απ’ την ανατολή,
ταξιδεύοντας μέρα και νύχτα
πάνω σ’ ένα μαγικό χαλί.

Μια πενικιλίνη προτιμάω (έλα έλα)
δυο κινίνα δίκταμο ζεστό
κι αν σας βρίσκεται καμιά ασπιρίνη,
θα την πάρω σας ευχαριστώ.

Είμαι μία Ασιατική γρίπη
πάω πίσω στην ανατολή,
με αξέχαστες εντυπώσεις
από την πανέμορφή σας Λιλιπούπολη.
 
Δεν ξεχνάμε πως η Λιλιπούπολη ήταν ραδιοφωνική εκπομπή του Τρίτου προγράμματος την περίοδο 1976-1980, όταν διευθυντής ήταν ο Μάνος Χατζηδάκις.
 
Κι επίσης, δεν ξεχνάμε πως η Μαριανίνα Κριεζή έγραψε στίχους για πολλά τραγούδια που συνέθεσαν ο Λάκης Παπαδόπουλος, η Δήμητρα Γαλάνη, η Αρλέτα, ο Τάκης Μουσαφίρης και πολλοί άλλοι.
 
Τώρα που πας κι εσύ στη Λιλιπούπολη 
χαιρέτησέ μου το δήμαρχο Χαρχούδα,
την Πιπινέζα, τον Δυστροπόπιγγα 
και τον δόκτωρα Δρακατόρ.
 
Κι αν δεις τον Άσπρο Μπέμπαντα 
πες του πως δεν τον ξέχασα, 
μα όπως πάντα τον θυμάμαι 
όσα χρόνια κι αν περνάνε. 
 
Τώρα που πας κι εσύ στη Λιλιπούπολη 
χαιρέτησέ μου τον Μπρίνη, την Μπομπίλα, 
την Όφη - Σόφη, το Γλυκόσαυρο, τον Μπιξ-Μπιξ 
και τον Κουκουτούζ. 
 
 Κι αν δεις τον Άσπρο Μπέμπαντα 
πες του πως δεν τον ξέχασα, 
μα όπως πάντα τον θυμάμαι 
όσα χρόνια κι αν περνάνε.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

Σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι

 Δώσε φωνή στη νύχτα, αναφωνεί ο ποιητής, όπου ψυχές κυκλώνουν αυτό το δείπνο

[...] μα κι άλλες
παλιές ψυχές αρίθμητες, μα κι άλλες
πολλές ψυχές τη νύχτα όπου γεμίζουν
-τι τώρα είναι πιότεροι οι νεκροί κι απ’ όλους
της γης τους ζωντανούς-,που από τη ζέστα
της σιωπηλής καρδιάς μας τραβηγμένες,
καθώς οι πεταλούδες απ’ τις φλόγες
τραβιώνται των κεριών, να ξεκινάνε
τις νιώθω από παντού, κι αφήσετέ τις
να φτάσουνε ως εδώ ,ν’ απλοχερίσουν
αόρατες σε τούτο το τραπέζι
του Πλούτωνα,σ’ αυτόν τον πυργωμένο
νεκρόδειπνον, ω φίλοι αφήσετέ τις
να ρθούν εδώ σ' εμάς, να γίνουμ’ ένα . . .

(από τον Ελληνικό Νεκρόδειπνο του Άγγελου Σικελιανού)*


[...] και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.

Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.

Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή
που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων. [...]

(Τάσος Λειβαδίτης, από τη Συμφωνία αρ. 1)

.............................................. 


* αντέγραψα το απόσπασμα από τον τόμο αφιέρωμα στον Άγγελο Δεληβοριά με τίτλο "Άγγελος Δεληβορριάς. Το διαρκές παρόν του πολιτισμού" (Βιβλιοθήκη Μουσείου Μπενάκη, 2020), περιέχεται στην ομιλία του Νίκου Ξυδάκη.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη γη

Ζητώ μιαν άλλη αριθμητική όπου /να μπορούν να αθροίζονται τα /μήλα, οι βροχές, και το χαμόγελο
μιαν άλλη ανατομία που να /περιγράφει όχι μόνο τα χέρια αλλά /τα φτερά της ψυχής και τα /μάτια του ονείρου

Και μιαν οικονομία που να /υπολογίζει μαζί με τα ομόλογα /τα δάκρυα, το στεναγμό και την απόγνωση ,
όπου στα βιβλιάρια να προβλέπονται /όχι μόνο κωδικοί αναλήψεων αλλά /και κωδικοί καταθέσεων
των δειλινών, των Χριστουγέννων και των χτύπων της καρδιάς*

Τα παραπάνω λόγια νιώθω πως είναι όλη η κοσμοθεωρία του Τάσου Κουράκη. Ήταν ποιητής, γιατρός, καθηγητής Πανεπιστημίου, βουλευτής Σύριζα για χρόνια και πάντα ενεργός πολίτης. Έφυγε σήμερα το πρωί. Πόσο θα λείψει εκείνη η φωνή και η φιγούρα όλο ευγένεια, όλο πολιτισμό  μαζί με μαχητικότητα και συνέπεια σ' αυτά που πίστευε στην καλύτερή τους έκφραση.

Μόλις χθες έφυγε και ο Μεσσήνιος και Αγιοπαρασκευιώτης Παναγιώτης Γιαννόπουλος, άλλος ένας ενεργός πολίτης. Με συγκίνηση αντιγράφω το κείμενο που ανάρτησε η οικογένειά του:

Στον τόπο της ελιάς. Στις ακτές του Νέστορα. Στην πατρίδα του Μαϊστρου. Στα χώματα της ευφορίας. Στην άμμο των ανάγλυφων πατημασιών. Στους Γιαννέικους λόφους. Στο Λούρο και στο Ντιβάρι. Στη σκιά των κάστρων και του Μοναστηρίου της Παναϊτσας. Στα ποτάμια των καλαμιών και των νερόφιδων. Στην σιωπή του κοιμητηρίου των απόντων προσώπων και των παρόντων ελλειμμάτων. Στων φίλων την ανοιχτή αγκαλιά. Στον ήχο των ποτηριών που ηχοσμιγοφιλιούνται Στη μικρή και μόνη ΣΟΥ πατρίδα. Στη Γιάλοβα, σε έστειλε η μοίρα εκεί απρόσμενα το ξημέρωμα, αφήνοντας πίσω ένα δυσαναπλήρωτο κενό.

 

Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι, είπε ο ποιητής

Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη γη.
Σταματάνε για λίγο, στέκονται ο ένας
αντίκρυ στον άλλο, μιλούν μεταξύ τους.
Έπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σαν πέτρες που βλέπονται...**

 Ας είναι η μνήμη τους ζωντανή και η συμπαράσταση βάλσαμο για τους δικούς τους.

 ----------------------------------------------------------------

* Το ποίημα υπάρχει αναρτημένο στην κεντρική σελίδα του ιστότοπου του Τάσου Κουράκη.

** Από το ποίημα "Οι μικροί γαλαξίες" του Νικηφόρου Βρεττάκου.

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

Άνοιξε τα χέρια, πάτησε στις μύτες των ποδιών, πάτησε στον αέρα, η Ελένη



(Από μακριά κιόλας φαινόταν η φθορά — ασοβάντιστοι τοίχοι, πεσμένοι· ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα· τα κάγκελα του μπαλκονιού σκουριασμένα. Μια κουρτίνα σάλευε έξω απ’ το παράθυρο του πάνω πατώματος, κιτρινισμένη, κουρελιασμένη στο κάτω μέρος. Όταν πλησίασε, —δισταχτικός πάντα,— η ίδια εγκατάλειψη στον κήπο: θρασεμένα φυτά, σαρκώδη φύλλα, ακλάδευτα δέντρα· τα σπάνια λουλούδια πνιγμένα στις τσουκνίδες· τα σιντριβάνια χωρίς νερό, μουχλιασμένα· στα ωραία αγάλματα λειχήνες. Μια σαύρα ακινητούσε ανάμεσα στο στήθος μιας νεαρής Αφροδίτης, ζεσταμένη απ’ τις τελευταίες ακτίνες του ηλιογέρματος. Πόσα χρόνια πριν. Ήταν πολύ νέος τότε· — είκοσι δύο; εικοσιτριώ; Κι εκείνη; Ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις, — ήταν τόσο το φέγγος που ανάδινε, —σε τύφλωνε· σε διαπερνούσε·— δεν ήξερες πια τί ήταν, αν ήταν, αν ήσουν. Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Άκουσε απέξω το κουδούνισμα, πολύ μοναχικό, μέσα σ’ ένα γνωστό του χώρο, άγνωστα τώρα διαρρυθμισμένο, με άγνωστες διακλαδώσεις, σε σκοτεινά χρώματα. Αργούσαν ν’ ανοίξουν. Κάποιος έσκυψε απ’ το πάνω παράθυρο. Δεν ήταν αυτή. Μια υπηρέτρια, — πολύ νέα. Σα να γέλασε. Έφυγε απ’ το παράθυρο. Αργούσαν πάλι. Ύστερα βήματα στη μέσα σκάλα. Ξεκλείδωσαν την πόρτα. Ανέβηκε. Μια μυρωδιά από σκόνη, σάπιους καρπούς, στεγνή σαπουνάδα, ούρα. Από δω. Κρεβατοκάμαρα. Ντουλάπα. Μετάλλινος καθρέφτης. Δυο σαραβαλιασμένες σκαλιστές πολυθρόνες. Τσίγκινο τραπεζάκι με φλιτζάνια του καφέ κι αποτσίγαρα. Κι εκείνη; Όχι, όχι, — δεν είναι δυνατόν. Γριά — γριά — εκατό, διακόσω χρονώ. Πριν από πέντε ακόμη χρόνια — Όχι, όχι, Το σεντόνι τρύπιο. Εκεί, ασάλευτη· καθιστή στο κρεβάτι· καμπουριασμένη. Μόνο τα μάτια της —— ακόμη πιο μεγάλα, αυταρχικά, διεισδυτικά, άδεια).
 

Ναι, ναι, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω
να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι·
σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες —κάτι θέλουν να πουν,— ανοησίες. Η μια τους
έχει βγει κιόλας έξω απ’ το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,
να φύγει πάνω απ’ τα δέντρα, —ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει
ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού— μα το σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες τις γωνιές του
και μαζί του κι εγώ, παρότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη
απ’ τους νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου· κι αυτή μου η αντίσταση,
ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου — ο δεσμός μου
με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα· — είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι
ολόσωμη απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα που φοράω στο δείχτη. 

................................................................................
 
Οι νεκροί πια δε μας πονούν, — κι είναι παράξενο — δεν είναι;—
όχι για κείνους τόσο, όσο για μας, — αυτή η ουδέτερη οικειότητά τους
μ’ έναν χώρο που τους έχει αρνηθεί και που αυτοί δε συνεισφέρουν
στα έξοδα της συντήρησής του είτε στην έγνοια της φθοράς του,
αυτοί, συντελεσμένοι κι αμετάβλητοι, μόνον σαν κάπως πιο μεγάλοι.

Αυτό ’ναι κάποτε που μας ξενίζει — η υπερτροφία του αμετάβλητου
κι η σιωπηλή τους αυτάρκεια — όχι αγέρωχη, διόλου· δεν πασχίζουν
να σου επιβάλλουν την ανάμνησή τους, να σου είναι αρεστοί...
 
...................................................................................

Κι εκείνη η σκηνή, πάνω στα τείχη της Τροίας, — να αναλήφθηκα τάχα στ' αλήθεια
αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου — ; Καμιά φορά δοκιμάζω και τώρα,
εδώ πλαγιασμένη στο κρεβάτι, ν’ ανοίξω τα χέρια, να πατήσω
στις μύτες των ποδιών — να πατήσω στον αέρα, — το τρίτο λουλούδι —


(Σώπασε. Έγειρε το κεφάλι πίσω. Ίσως κοιμήθηκε. Ο άλλος σηκώθηκε. Δεν είπε καληνύχτα. Είχε πια σκοτεινιάσει. Καθώς βγήκε στο διάδρομο, ένιωσε τις δούλες, κολλημένες στον τοίχο, να κρυφακούν. Δε σάλεψαν διόλου. Κατέβηκε τη μέσα σκάλα σα να κατέβαινε σ’ ένα βαθύ πηγάδι, έχοντας την αίσθηση πως δε θα ’βρισκε την πόρτα της εξόδου — καμιά πόρτα. Τα δάχτυλά του, συσπασμένα, έψαχναν κιόλας για το πόμολο. Φαντάστηκε μάλιστα πως τα χέρια του ήταν δυο πουλιά που ασθμαίναν από έλλειψη αέρα, ενώ ταυτόχρονα ήξερε πως τούτη η εικόνα δεν ήταν παρά η έκφραση αυτοσυμπάθειας που αντιπαραθέτουμε συνήθως σ’ έναν αόριστο φόβο. Άξαφνα ακούστηκαν φωνές επάνω. Ανάψανε τα ηλεκτρικά στη σκάλα, στο διάδρομο, στα δωμάτια. Ανέβηκε πάλι. Ήταν βέβαιος τώρα. Η γυναίκα καθιστή στο κρεβάτι, με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο τσίγκινο τραπεζάκι, με το μάγουλο στην παλάμη. Οι υπηρέτριες έμπαιναν, έβγαιναν, θορυβούσαν. Κάποιος τηλεφωνούσε στο διάδρομο. Κατάφτασαν κι οι γειτόνισσες. «Αχ, αχ», κάναν, και κάτι κρύβαν κάτω απ’ τα φουστάνια τους. Και πάλι το τηλέφωνο. Ανέβαιναν κιόλας οι αστυφύλακες. Διώξαν τις δούλες και τις γειτόνισσες. Εκείνες πρόφτασαν κι αρπάξαν τα κλουβιά με το καναρίνια, κάτι γλάστρες μ’ εξωτικά φυτά, ένα τρανζίστορ, κάποια ηλεκτρική θερμάστρα. Η μια κρατούσε ένα μεγάλο χρυσό κάδρο. Βάλαν τη νεκρή σ’ ένα φορείο. Ο επικεφαλής σφράγισε το σπίτι —«ώς να βρεθούν οι κληρονόμοι», είπε,— αν και ήξερε πως κληρονόμοι δεν υπάρχουν. Θα ’μενε έτσι σφραγισμένο το σπίτι σαράντα μέρες, κι ύστερα τα υπάρχοντά του —όσα γλιτώσαν— θα βγαίνανε στον πλειστηριασμό προς όφελος του δημοσίου. "Για το Νεκροτομείο", είπε στον οδηγό. Το σκεπασμένο αυτοκίνητο ξεμάκρυνε. Μεμιάς εξαφανίστηκαν όλα. Απόλυτη σιωπή. Αυτός μόνος. Στράφηκε και κοίταξε. Είχε βγει το φεγγάρι. Φωτίζονταν αχνά τα αγάλματα του κήπου — τα αγάλματά της, μόνα, δίπλα στα δέντρα, έξω απ’ το σφραγισμένο σπίτι. Κι ένα ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι. Πού θα πήγαινε τώρα;)


ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, ΣΑΜΟΣ, Μάιος – Αύγουστος 1970
 

Γιάννη Ρίτσου, "Ελένη", απόσπασμα. 

Ο ποιητής το γραψε μετά τον θάνατο της αδελφής του Νίνας. Κυκλοφόρησε αρχικά το 1972 από τον Κέδρο με το χαρακτικό της Βάσως Κατράκη στο εξώφυλλο. Στη συνέχεια περιλήφθηκε στη συλλογή Τέταρτη Διάσταση. (Περισσότερα εδώ).

Αντί άλλων λέξεων, αντιγράφω το παραπάνω στη μνήμη της Ελένης που έφυγε το απόγευμα˙ πλαγιασμένη στο κρεβάτι, άνοιξε τα χέρια, πάτησε στις μύτες των ποδιών, πάτησε στον αέρα˙ που θα πήγε τώρα;

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Οι πεθαμένοι δε θυμούνται...

 



 Θα σας πω - οι πεθαμένοι δε θυμούνται,

κάθονται πλαγιασμένοι σε σκοτεινές σειρές μέσα στη μνήμη μας

σ' ένα ψηλό σανιδένιο πατάρι˙ - λιγάκι αν δεν προσέξεις

λιγάκι να σκοντάψεις, μπορεί και να πέσουν τα μακριά καδρόνια

ολόγυρά σου, να σου φράξουν το δρόμο, να σε φράξουν˙

όμως κ' οι ίδιοι οι πεθαμένοι προσέχουν - το νιώθεις

απ' την ακινησία τους που δεν είναι ακαμψία

.............................................................................................................................

 

Σημείωση

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το ποίημα «Ο τελευταίος και ο πρώτος του Λίντιτσε» του Γιάννη Ρίτσου. Το Λίντιτσε είναι το μαρτυρικό χωριό  της Τσεχίας όπου το καλοκαίρι του 1942 οι Ναζί εξόντωσαν 82 παιδιά (είχα γράψει εδώ: https://katerinatoraki.blogspot.com/2019/07/82-1942.html). Ο ποιητής επισκέφθηκε το χωριό σε ένα ταξίδι του στην Τσεχία το 1960 και επιστρέφοντας έγραψε με τον τρόπο του σ' ένα μακροσκελές ποίημα αυτά που ένιωσε.

Το ποίημα δημοσιεύτηκε ολόκληρο στην Επιθεώρηση Τέχνης, στο τεύχος 78 τον Ιούνιο του 1961. Οι εικόνες που δημοσιεύονται εδώ είναι η πρώτη και η τελευταία σελίδα του ποιήματος από την Επιθεώρηση Τέχνης .(Σημειώνεται ότι όλα τα τεύχη του περιοδικού έχουν ψηφιοποιηθεί από τα ΑΣΚΙ και είναι ελεύθερα προσβάσιμα από όλους).

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Εύη Κακατσάκη, ένας δύσκολος αποχαιρετισμός

Εύη Κακατσάκη
 

Ήταν 30 Σεπτέμβρη του 2014. Ήταν Τρίτη και όπως κάθε δεκαπέντε μέρες, είχαμε την προγραμματισμένη συνάντηση στα γραφεία του Συλλόγου, με ανοιχτή συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου και συζήτηση των μελών για θέματα που απασχολούσαν το Σύλλογο και το χωριό. Το χωριό είναι το Νίππος Αποκορώνου στα Χανιά και η συνεδρίαση ήταν του Συλλόγου Γυναικών "Περβολίτσια". Έτυχε να είμαι ακόμη κι εγώ εκεί, οπότε δεν θα έχανα τη συνάντηση, όχι μόνο γιατί μου άρεσε να βρίσκομαι με τις άλλες χωριανές, να κουβεντιάζουμε και να δοκιμάζουμε τις λιχουδιές που καθεμιά έφερνε για κέρασμα, μα και για ένα παραπάνω λόγο: γιατί η Εύη είχε γενέθλια. Η Εύη ήταν φίλη μου καλή, δεν μπορούσα να μην της πάω ένα λουλούδι. Αγαπούσε τόσο τα λουλούδια, η αυλή του σπιτιού της ήταν όλη μια πολύχρωμη, ευωδιαστή ομορφιά. Η Εύη Packeu-Κακατσάκη  ήταν η ιδρύτρια και πρόεδρος του Συλλόγου, ήταν η εμπνεύστρια των πολλών δράσεών του, ήταν η εμπνεύστρια συγκρότησης της Βιβλιοθήκης του Συλλόγου στην οποία έχουν συγκεντρωθεί περίπου 3000 βιβλία, κυρίως Λογοτεχνίας, Λαογραφίας και Ιστορίας, πολύ ενδιαφέροντα, ιδιαίτερης (και ιστορικής) αξίας και πολλά εκτός εμπορίου πλέον.

Η Sue είναι μόνιμη κάτοικος του Νίππους και καλή φίλη του χωριού

Όπως κάθε χρόνο στις 30 Σεπτέμβρη, έκανα και φέτος το τηλεφώνημα για τις ευχές μια και δεν ήμουν στο χωριό. Έκλεινε τα 75. Είχαμε μιλήσει την περασμένη Πέμπτη. Πού να φανταζόμουν ότι αυτή τη φορά ο γιος της ο Δάφνις θα σήκωνε το ακουστικό για να μου πει ότι η Εύη εκείνο το πρωί είχε φύγει για πάντα. Απίστευτο, αβάσταχτο. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά της, είχε τρεις γιους, κι εκείνοι την αγαπούσαν πολύ και την είχαν έγνοια, λαχταρούσε τα εγγόνια της στη Γαλλία, τα έβλεπε βέβαια πολύ συχνά στο Skype, στενοχωριόταν που δεν κατάφερε να τα δει λόγω κορονοϊού την τελευταία φορά που πήγε Γαλλία.  Ήθελε του χρόνου να βάλει κήπο νωρίτερα, ο κορονοϊός και η πολύμηνη απουσία στη Γαλλία δεν της επέτρεψαν να προγραμματίσει καλά τα κηπευτικά της φέτος. Του χρόνου όμως θα τα κανόνιζε αλλιώς... Έτσι μου 'λεγε. Πού τα ντοματίνια που μου 'δινε για τον Αντώνη τον εγγονό μου που αγαπούσε πολύ. Πού τα καλούδια που με φόρτωνε κάθε φορά, τα προσεγμένα τραπέζια, το αγουδουρόλαδο που μου ΄μαθε να χρησιμοποιώ για γιατρικό, οι ωραίες συζητήσεις που κάναμε. Στο Ραφιόλι όμως δεν προλάβαμε να πάμε. Δεν πήγαμε και στους Αρμένους για φαγητό, όπως της είχα προτείνει και της άρεσε η ιδέα. Ούτε προλάβαμε ν' ανοίξουμε τις κούτες με τα καινούρια βιβλία που είχε φέρει ο Στρατής για τη Βιβλιοθήκη.

Τόσο ξαφνικά, τόσο αναπάντεχα.

Μια χωριανή μου είπε: "Η Εύη μας ένωσε, ένωσε το χωριό". 

Και γω που δεν γεννήθηκα στο χωριό, έλεγα ότι για μένα το Νίππος, μετά τον πατέρα μου, είναι η Εύη, γιατί μέσα από τη δική της φιλία το γνώρισα καλύτερα και το αγάπησα.

Η Εύη Κακατσάκη, πάνω απ' όλα, δημιούργησε μια εστία πολιτισμού σ' ένα μικρό χωριό, οραματίστηκε να ζωντανέψει τον γενέθλιο τόπο, να φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά, να τους γνωρίσει με την τοπική ιστορία και παράδοση, αλλά και με την ιστορία και την παράδοση άλλων τόπων. Πολυποίκιλο και δύσκολο το έργο της (σ' επόμενη ανάρτηση θ' αναφερθώ εκτενέστερα). 

Είναι δύσκολοι οι αποχαιρετισμοί σε τέτοιους ανθρώπους...

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Γράφω γιατί έχω μνήμη: Λουίς Σεπούλβεδα



[...]
Γι' αυτό γράφω: για μιαν ανάγκη αντίστασης κατά της δυναστείας του μονοδιάστατου, της απάρνησης των αξιών που έχουν εξανθρωπίσει τη ζωή και λέγονται αδελφικότητα, αλληλεγγύη, αίσθημα δικαιοσύνης. Γράφω για ν' αντισταθώ στην απάτη, στη φενάκη ενός κοινωνικού μκοντέλου στο οποίο δεν πιστεύω [...}

Γράφω γιατί πιστεύω στη μάχιμη δύναμη των λέξεων. Δεν ήμουν κι ούτε θα είμαι ποτέ θρήσκος, γιατί τέτοιο θα μίαινε τα ηθικά μου "πιστεύω", αλλά από το χριστιανισμό ασπάζομαι την εξαίσια ρήση "Εν αρχή ην ο λόγος" - μια αλήθεια όχι τόσο θεολογικής τάξεως όσο γραμματικής, γιατί η λέξ είναι όντως μια θεμελιώδης πράξη, και όλα τα πράγματα υπάρχουν από τη στιγμή που ονομάζονται.
[...]
Γράφω από αγάπη για τις λέξεις που αγαπώ, κι απ' τη μανία να λέω τα πράγματα κάτω από ένα πρίσμα ηθικό, κληρονόμημα μιας έντονης κοινωνικής δράσης. Γράφω γιατί έχω μνήμη και την καλλιεργώ γράφοντας για τους δικούς μου, για τους περιθωριακούς κατοίκους των περιθωριακών κόσμων μου, για τις ενσαρκωμένε ςουτοπίες μου, που ηττήθηκαν σε χίλιες μάχες και εξακολουθούν να προετοιμάζονται για τις επόμενες, χωρίς να φοβούνται τις ήττες.

Γράφω γιατί αγαπώ τη γλώσσα μου κι αναγνωρίζω σ' αυτήν τη μοναδική δυνατή πατρίδα, αφού η επικράτειά της δε γνωρίζει όρια, και ο σφυγμός της είναι μια διαρκής πράξη αντίστασης.

Αυτά γράφει Ο Λουίς Σεπούλβεδα στο τελευταίο κεφάλαιο το βιβλίου του "Η τρέλα του Πινοτσέτ" (εκδόσεις Όπερα, 2003, μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη). Πιστός σύντροφος, συνεργάτης και συνοδοιπόρος του Αλιέντε, πίστεψε στην αλλαγή της πατρίδας του της Χιλής, κυνηγήθηκε από το αιμοσταγές καθεστώς του δικτάτορα Πινοτσέτ, έφυγε στην Ισπανία κι έγραφε, έγραφε, έγραφε, γιατί είχε μνήμη και την καλλιεργούσε γράφοντας, γιατί "αφήγηση σημαίνει αντίσταση", όπως του είχε μάθει ο Βραζιλιάνος συγγραφέας Γκιμαράες Ρόσα (João Guimarães Rosa).

Έγραψε πολλά βιβλία, περνούσε τα μηνύματά του με τρόπο ευχάριστο, όχι διδακτικό. Στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα αγαπητός, χαίρομαι κι εγώ που τον γνώρισα, όταν τον Ιούνιο του 2011 μίλησε στο κοινό προσκεκλημένος από το Ινστιτούτο Θερβάντες. 

Είπε πώς δεν θα τον λύγιζε ο κορονοϊός, όπως δεν τον λύγισε ο Πινοσέτ. Δεν τα κατάφερε όμως. Έφυγε σήμερα, όχι πλήρης ημερών, όχι στην ώρα του. Θα ξαναδιαβάσουμε τις λέξεις του να πάρουμε λίγη από την αγάπη του για τη ζωή.


Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ


Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.

Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…

Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.

Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό του τίποτα
με ελάχιστα.



Έφυγε με τα ελάχιστα η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, λίγες μόνο μέρες από την τόσο όμορφη, τόσο γλυκιά εκπομπή που έκανε μαζί της η Φωτεινή Τσαλίκογλου και που, προς τιμήν της, μας παρουσίασε πάλι απόψε η ΕΡΤ2. Έφυγε σήμερα και λες κι ο στίχος του Εμπειρίκου «κι έκαναν τον φόβο του θανάτου, οίστρο της ζωής», που αποτελεί και μότο της σειράς "Το μαγικό των ανθρώπων", γράφτηκε γι' αυτήν. 

Μια τρυφερή στιγμή με τον μικρό Νικόλα στην αγκαλιά της (από την εκπομπή της ΕΡΤ2)

Μίλησε για τον φόβο του θανάτου και για τη ζωή που της λέει ευχαριστώ κι ας μην περιμένει τίποτα απ' αυτήν. Τραγούδησε το Άστα τα μαλλάκια σου και μίλησε για τον έρωτα και την αγάπη. Πήρε στην αγκαλιά της το εγγόνι της, τον μικρό Νικόλα, "δεν έκανα παιδιά", είπε, "απέκτησα όμως εγγόνι". Θα γινόταν η νονά του, θα του έδινε το όνομα Νικόλας, όπως ο δικός της νονός, ο Νίκος Καζαντζάκης. Πάντα αναφερόταν στον Καζαντζάκη, τον αγαπούσε, ήταν αυτός που της άνοιξε τα φτερά να πορευτεί στην ποίηση, αυτός που είπε πως το ωραιότερο ποίημα που είχε διαβάσει ήταν η Μοναξιά, το ποίημα που έγραψε στα δεκαεφτά της η Κατερίνα Αγγελάκη.

Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.


Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.


Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.


Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς
και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου.


Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.


Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;


Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος.
Μια θα ‘ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.
Μόνοι μας.


Και τελειώνοντας η εκπομπή ευχήθηκε: Να 'μαστε καλά.

Είχε γράψει:

Αν τουλάχιστον πίστευα στον Θεό
ο χωρισμός από το σώμα σου
-το σώμα μου-
Θα 'ταν προσωρινός
κι ο θάνατος δε θα 'χε
άλλες συνέπειες.


Η μοναξιά, ο φόβος, η ζωή και ο θάνατος είναι τα νοήματα που βρίσκει κανείς στην ποίησή της. Και όπως γράφει ο Μάνος Στεφανίδης,

"Ο συνειδητός ποιητής –και εν προκειμένω μια ποιήτρια υψηλών δυνατοτήτων όπως είναι η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ -γράφει αποκλειστικά για τον θάνατό του. Αν έχουν εν τω μεταξύ προκύψει θριαμβικοί έρωτες, πτώσεις με μακάρια μέθη, τύρβη ζωών αδαπάνητων, ταξίδια στο πραγματικό ή το ανύπαρκτο, σώματα που καίγονται από μυστικές φωτιές και ιστορίες με πρίγκιπες σε μικροσκοπικούς πλανήτες ή παράξενα ζώα σε κοραλλιογενή νησιά, τόσο το καλύτερο! "

Και αυτά υπάρχουν στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ