Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Πιτσιμπούργκο, της Σώτης Τριανταφύλλου: στάλες αμερικάνικου ονείρου


Φτώχεια, αναδουλειά και αναφαγιά, πόλεμοι, αβεβαιότητες, κι από την άλλη το αμερικάνικο όνειρο, τεράστιες πόλεις, ψηλά χτίρια και σίγουρη δουλειά, κι ας ήταν στα μαυρισμένα τοπία του κάρβουνου και του χάλυβα. Δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, μέσα στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Η ιστορία του Δημοστένη, νιόπαντρου νέου από τη Χίο που φτάνει στο βιομηχανικό και πλούσιο Πίτσμπουργκ να βρεί την τύχη του, και της Ελέγκως, της νεαρής γυναίκας του που περιμένει το εισιτήριο  να πάει κοντά του. Ανταλλάσσουν επιστολές αγάπης και προσμονής. 

Εκείνος, σαν καταφέρει να βρει γραμματικό να του υπαγορεύει τα που θέλει να της πει, περιγράφει τα πράματα και θάματα του νέου κόσμου, τις συνθήκες ζωής και δουλειάς (με προφανή αθωότητα, αλλά και μπόλικο φόβο και ανασφάλεια) και τις οικονομίες που προσπαθεί να μαζέψει για να την καλέσει κοντά του στο Πιτσιμπούργκο, που «είναι πόλις μεγάλη, τέτοια εν έχεις ματαδεί», γράφει στην αγαπημένη του.

Πιτσιμπούργκο, 26 Νοέβρη 1913 

Ελέγκω μου γυναικούλα μου, λίγη απαντοχή ακόμα, σπαρτάρα μου. Φχαριστώ για τον ταβλά, έφτασε τριμμένος αλλά ήτονε μπουκιά και συχώριο. Ο Σπύρος ελωλάθηκε, εγώ σκεφτόμουνα ήμπα του κάμει καλό στο ροχαλητό. Αλλά μπα, τίποτις.

Εψές είχαμε συφορά εδώ στο Πιτσιμπούργκο, κόσμος επνίγηκε μέσα στον υπόνομο! Στους βόθρους! Είναι σκληρή η ζωή στην Αμερική, Ελέγκω μου, το μόνο καλό είναι ότι γνωρίζεις πού και πού κανέναν άνθρωπο της προκοπής, κι ότι όλοι οι αθρώποι είναι διαφορετικοί, εχτός αφ' τους Σλάβους, που 'ναι σαν κι εμάς, πάνω κάτω δηλαδής.  Οι γυναίκες είν' αλλιώτικες, όχι ότι ξενοκοιτάω, Ελέγκω μου, αλλά είν' αλλιώτικες και, ντρέπουμαι που θα το ειπώ, είναι τσαούσες,  κάμνουνε ό,τι κάμνουνε κι οι άντρες. Δουλεύγουνε, μπαίνουνε στ' αυτοκίνητα, οδηγούνε,  ζητούνε μιστά, και τώρα θένε, λένε,  και τον ψήφο. Πριν από χρόνια, μου το 'πε ο Παντελής ο Τιχάκης,  είχανε γίνει επεισόδια στα εργοστάσια, οι γυναίκες την επληρώσανε τη νύφη. Ξύλο με παλούκια, Ελέγκω μου. Εδώ κι εργοστασιάρχες είναι με τους Τούρκους. Βουρδουλιάζουνε. Αλλά μονάχα άμα ζητήσεις αύξηση. Λένε: Έτσι κι απεργήσετε, το ποτάμι θα βαφτεί κόκκινο. Σ', Ελέγκω μου, και λουφαζω. Αχνα δε βγάζω ο έρμος.

[...]

Θα ρθεις και θα με καμαρώνεις. Βασίλισσα θα σ' έχω.  Οι άλλοι Χιώτες, που δουλεύγουνε στα κάρβουνα και στις προβλήτες, θα μας ζηλεύγουνε. Στα κάρβουνα παθαίνουν τα πλεμόνια σου και στις προβλήτες σού σπάει η ραχοκοκαλιά. Σλάβοι, αράπηδες κι Έλληνες είμαστε ένα και το αυτό, Ελέγκω μου,  για να λέμε τη σκάφη σκάφη. Εδώ λένε (μπορεί να 'ναι και φούμαρα) πως στη Νέα Ορλεάνη, άλλη πόλη ετούτη,  νότια, οι Έλληνες είναι πασάδες κι οι Χιώτες έχουν χτίσει εκκλησι καταδική τους, ορθόδοξη.

Ήμπα  βάλανε κάνα τηλέφωνο της προκοπής στη Χώρα; Να ημπορέσω να σε ακούσω;

Ο Δημοστένης σου

Κι εκείνη του γράφει για τις δουλειές στο νησί, που παλεύγει όλη μέρα με το σπίτι και το περβόλι και που του πλέκει ένα χοντρό χράμι να σκεπάζεται στην παγωνιά του Πιτσιμπούργκου, και για την προσμονή της να λάβει το πολυπόθητο εισιτήριο. 

Χίος, 12 Μάη1914

Δημοστένη μου ελπίζω να 'σαι καλά και να μου στείλεις με το άλλο γράμμα το εισιτήριο. Εδώ πλακώνουν ακόμα πρόσφυγες, πολύπαθοι, κουρελήδες, πλακώνουν απ' το ξημέρωμα ίσαμε το δείλι. Παποριές ολάκερες, καΐκια, λένε πως απέναντι, στο Τσεσμέ, γίνονται σφαγές. Η Χώρα γιόμισε άντρες, γυναίκες, ορφανά, έπιπλα, συμπράγκαλα, ένα σωρό παλιοπράματα, όλοι κουρνιάζουν στα καφενεία κάτω αφ' τις τέντες. Βρέχει,  Δημοστένη μου, κι εδώ, όπως στο Πιτσιμπούργκο . Κι έμαθα αφ' την  Κατίγκω πως μαζί με τους πρόσφυγες ήρτανε κι αρρώστιες, εχτός από την ευλογιά τώρα έχομε και μηνιγγίτη. Αφ' τον μηνιγγίτη πεθαίνεις.

[ ...]

Δημοστένη μου, εν αιστάνομαι καλά, μου πονάει το ποκοίλι κι έχω αναφαγιά. Στείλε το εισιτήριο. Η άμια λέει πως είναι μάτιασμα. Γιατί, ήντα έχω για να με  ματιάσουνε; Τίποτις εν έχω. Ε, που έκανα εμετό, μου  'φτιαξε δυόσμο με τσόφλια από λεμόνι. Για να δούμε, θα γιάνω;

Η Ελέγκω σου

Σε λίγες σελίδες η Σώτη Τριανταφύλλου ζωντανεύει την τραγική μοίρα των μεταναστών και των οικογενειών που αφήνουν πίσω τους, μεταφέρει εικόνες από τη ζωή στη βιομηχανική πόλη του αμερικάνικου ονείρου, όπως τις φαντάζονται και όπως τελικά τις βιώνουν οι ήρωες του βιβλίου της, και τελικά οι μετανάστες όπου γης. Πρόκειται για το βιβλίο «Πιτσιμπούργκο» που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2006 στη Χίο και επανακυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Πατάκη. 


Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου το 2006 από τις εκδόσεις Αιγέας της Χίου

Είναι γραμμένο σε μορφή επιστολών που ανταλλάσσουν ο Δημοστένης με την Ελέγκω, σε ιδιωματική γλώσσα και ύφος της Χίου που το κάνει ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο και προσιτό, με την χρήσιμη προσθήκη του γλωσσαρίου στο τέλος του βιβλίου. Το απόλαυσα ως αναγνώστρια, το φαντάζομαι ως ένα θεατρικό έργο για δύο πρόσωπα, που μπορεί να συγκλονίσει και με το περιεχόμενο, κυρίως, αλλά και με το ύφος γραφής.

Μέρος από το γλωσσάρι στο «Πιτσιμπούργκο» (2023)

----------------------------------------------------------------------------------------------------
Σημείωση

Διαβάζοντας το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου για το Πίτσμπουργκ, θυμήθηκα ένα άλλο εξαιρετικό βιβλίο, επίσης για τους  Έλληνες μετανάστες σε βιομηχανική πόλη της Αμερικής. Πρόκειται για το «Δενδρίτες» της Κάλλιας Παπαδάκη που αναφέρεται στο Κάμντεν του Νιου Τζέρσευ. Είχα γράψει εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου