Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Χρατς, της Εύης Γεροκώστα: η ιστορία ενός αγοριού που ονειρευόταν παπούτσια με κορδόνια

 


Από τότε που έμαθε τον εαυτό του, έμαθε να κοιτάζει κάτω.

ΟΧΙ το χώμα.

ΟΧΙ τις πέτρες.

ΟΧΙ τα μυρμήγκια.

Τα ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ των ανθρώπων κοιτούσε.

Δεν τα έπαιρνε τα μάτια του από κει, κι ας του έλεγε η μαμά του πως δεν είναι ευγενικό να καρφώνουμε το βλέμμα μας.

Το αγόρι κοιτούσε τα παπούτσια των ανθρώπων, παρατηρούσε τα κορδόνια τους, με κουδούνια, με  φωτάκια, μεταξωτά, μακριά, κοντά, λογής λογής κορδόνια. Εκείνος φορούσε παπούτσια με χρατς. Φοβόταν ότι δεν θα μάθει ποτέ να δένει κορδόνια. Τον κόμπο πώς να τον κάνει; Κι ο φιόγκος, άπιαστο όνειρο. Κι όλο κοίταζε κάτω, στα παπούτσια των άλλων...

Άραγε, θα μάθει το αγόρι να δένει τα κορδόνια των παπουτσιών του;

Το μυστικό μας αποκαλύπτει η Εύη Γεροκώστα στην όμορφη, τρυφερή, λιτή ιστορία του αγοριού "με τα χρατς, που παλεύει να δέσει τα κορδόνια του και να λύσει τους κόμπους της καρδιάς του..." Αυτά, στο τελευταίο βιβλίο της "Χρατς" (Καλειδοσκόπιο, 2020). Και, βέβαια, να μην παραλείψω την εξαιρετική εικονογράφηση του Κώστα Μαρκόπουλου.Όμορφο δώρο για μικρά παιδιά και μια ευκαιρία κουβέντας για τα συναισθήματα, για τους κόμπους και τους φιόγκους που δένουν το στομάχι και την καρδιά, για τους φόβους και τις αγωνίες, για τις χαρές και τις ομορφιές που παρατηρούμε γύρω μας.


Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

η θήβα μέμφις του γιάννη δούκα: ένα μακρύ αφηγηματικό ποίημα μέσα από τις σιωπές της ευρώπης

 

Θέλοντας να χαρακτηρίσω την τελευταία ποιητική συλλογή του Γιάννη Δούκα "η θήβα μέμφις" (Πόλις, 2020), χωρίς να είμαι ειδική στη θεωρία της λογοτεχνίας ούτε στην ιστορία, παρά μόνο αναγνώστρια και των δύο, ας μου επιτραπεί να δώσω δυο πλευρές της όπως τις αντιλήφθηκα διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντάς την. Είδα ποιητικές αφηγήσεις από τις σιωπές της μικροϊστορίας. Είδα κι ένα συνεχές αφηγηματικό ποίημα, τόσο λόγω της μορφής (το ένα ποίημα ακολουθεί το άλλο χωρίς αλλαγή σελίδας), αλλά κυρίως λόγω του ίδιου του περιεχομένου και του τρόπου ποιητικής παρουσίασης.

Για τις ερμηνείες αυτές, βοήθησε και ο ίδιος ο ποιητής. Στον πρόλογό του εξηγεί ότι με τα ποιήματά του επιχειρεί να δώσει φωνή σε ανθρώπους που έζησαν κι έδρασαν κατά την περίοδο 1914-1945, στα χρόνια δηλαδή που ο Έντσο Τραβέρσο αποκαλεί "ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο". Δίνει φωνή σε ανθρώπους των χρόνων αυτών, μια ευκαιρία που δεν τους δόθηκε όσο ζούσαν. Κάθε ποίημα είναι μια ιστορία, μια ποιητική αφήγηση ή σωστότερα ένα αφηγηματικό ποίημα, από διαφορετικά γεγονότα, "αφορμές" όπως τα ονομάζει, που αφορούν όχι έναν άνθρωπο, αλλά δύο, τρεις, ακόμη και τέσσερις, και που δεν είναι πάντα από την ίδια χρονιά. Τα γεγονότα, οι αφορμές, πέρα από προσωπικές ιστορίες ανθρώπων, μπορεί να είναι  εκθέσεις, θεατρικές παραστάσεις, προβολές ταινιών.

Είναι ιστορίες που μάλλον περνούν απαρατήρητες, που έρχονται από τις σιωπές της ιστορίας, ο ίδιος τις βρίσκει στη Βικιπαίδεια, ένα μέσο που, όπως λέει, "αποτελεί αντικείμενο διαρκούς επεξεργασίας, έργο εν εξελίξει, έργο αδιάκοπα ρευστό". Ο Γιάννης Δούκας παίρνει τις δύο, τρεις, τέσσερις διαφορετικές ιστορίες και φτιάχνει μια νέα δική του, με κανονική ροή, χωρίς σημάδια συγκόλλησης. 

Γράφει στον πρόλογο, επικαλούμενος τον ανθρωπολόγο από την Αϊτή Μισέλ-Ρολφ Τρουιγιό (Michel-Rolph Trouillot, 1949 – 2012):

Οι σιωπές εισέρχονται στη διαδικασία της ιστορικής παραγωγής σε τέσσερις κρίσιμες στιγμές: τη στιγμή της δημιουργίας δεδομένων (δημιουργία των πηγών)· τη στιγμή της συνάθροισης δεδομένων (δημιουργία των αρχείων)· τη στιγμή της ανάκτησης δεδομένων (δημιουργία αφηγήσεων)· και τη στιγμή της αναδρομικής σημασίας (δημιουργία της ιστορίας στον ύστατο βαθμό).

Δεν γνώριζα τον Τρουιγιό, το παραπάνω απόσπασμα όμως μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον, οι σιωπές του νομίζω αντιστοιχούν με κάποιο τρόπο σ' αυτό που λέμε "σιωπές της ιστορίας", κι είναι τόσες οι σιωπές αυτές... (Για τις σιωπές έχει γράψει το βιβλίο "Silencing the Past: Power and the Production of History", Beacon Press 1995, με πολλές επανεκδόσεις έκτοτε, κρίμα που δεν υπάρχει έργο του μεταφρασμένο στη γλώσσα μας). 

Ξεκίνησα να διαβάζω χωρίς βοήθεια, στη συνέχεια ανέτρεξα στις Αφορμές που έχει στο τέλος και ξαναδιάβασα και είδα κομμάτια της ευρωπαϊκής μικροϊστορίας κι ένιωσα σιωπές να ζωντανεύουν, την ίδια την Ευρώπη να ζει και μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων αυτών.

κι ανοίγει

τις πύλες της ανατολής,

σα να 'ναι προμηθέας λακεδαίμων,

το σταθερό του μέτωπο σχεδιάζει,

μια μεσοθάλασσα περίκλειστη

ομόσπονδων ομαίμων τον πνίγει

ο φύλακας ψυχρός σε μια προληπτική

κι ακήρυχτη σκακιέρα


Έδωσε τον τίτλο στις δύο αρχαίες αιγυπτιακές πρωτεύουσες, τη Θήβα και τη Μέμφιδα. Για την επιλογή των τοπωνυμίων αυτών με διττή σημασία, λέει σε συνέντευξή του στην Καθημερινή:

Είναι και η Θήβα της Βοιωτίας, με τη μυθική φόρτιση που φέρει από τον κύκλο των Λαβδακιδών, είναι και το Μέμφις του Τενεσί, ως κοιτίδα της μαύρης μουσικής. Είναι, θα λέγαμε, το σημείο εκείνο στο οποίο συνενώνονται το τρίστρατο του Οιδίποδα με το σταυροδρόμι όπου ο Ρόμπερτ Τζόνσον, κιθαρίστας των μπλουζ, συνάντησε τον διάβολο και του πούλησε την ψυχή του.

Αν ήθελα να δώσω κάποιο συνδετικό στοιχείο του έργου αυτού με την προηγούμενη ποιητική συλλογή του Γιάννη Δούκα "Το Σύνδρομο Σταντάλ", θάλεγα ότι κι εκεί ο ποιητής συνομιλούσε με την ιστορία, με τον τρόπο του, κι έγραφε τις δικές τους ποιητικές ιστορίες. Κι εκεί, όπως και τώρα, καταθέτει μια "προσωπική πινακοθήκη" για να δανειστώ τα δικά του λόγια. Κι αν ήθελα να τον φέρω κοντά με άλλον δημιουργό, στα γρήγορα μου ήρθε ο Κόλεριτζ στη "Μπαλλάντα του γέρου ναυτικού", κι ύστερα πιο κοντά ο Πάουντ που τον μνημονεύει κιόλας, ο Κάμινγκς, ο Σεφέρης, ο Καρούζος ...

Το πρώτο ποίημα έχει τον τίτλο "αιθιοπία ανάβαση" κι αρχίζει έτσι:

το χέρι στη χορδή 

κινείται σβέλτα,

πλασμένο

από την άργιλο

του δέλτα, από διχαλωτούς

εργάτες δρόμους

και τη νομάδα σκόνη τους

 

κρατάει την κιθάρα 

ο κουρδιστής,

στο κοιμητήρι παίζει,

το πνεύμα φιλοδώρημα ζητά

κι εκείνος, ενορίτης του,

ως τη στρυχνίνη σύφιλη θα φτάσει

................

Γράφει στην πρώτη αφορμή:

Ο Ρόμπερτ Τζόνσον εκπληρώνει τη συμφωνία του με τον διάβολο (1938) ...

Δεν συνεχίζω, πραγματικά αξίζει να διαβαστεί, δεν είναι εύκολο ανάγνωσμα, κι εγώ ίσως στραβά να αντιλήφθηκα κάποιες ερμηνείες, πάλι όμως είναι συγκλονιστικός ο τρόπος της ποιητικής γραφής, αλλά και η αποτύπωση της ευρωπαϊκής ιστορίας μέσα από τη μικροϊστορία των ανθρώπων της και από τις σιωπές που ζωντάνεψαν.

Συγκινητική η αφιέρωση στη μνήμη των δύο γιαγιάδων του, της Αριάδνης και της Βαρβάρας, "που έζησαν κατά μήκος αυτού του χρόνου και μου παρείχαν σπαράγματα της αυτοψίας τους".

Υστερόγραφο: Γράφω όλο τον τίτλο της ανάρτησης με πεζά σεβόμενη τον τύπο της έκδοσης, προφανώς επιθυμία του ποιητή. Μήπως και γι' αυτό μου ήρθε στο νου ο Κάμινγκς;

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Οι πεθαμένοι δε θυμούνται...

 



 Θα σας πω - οι πεθαμένοι δε θυμούνται,

κάθονται πλαγιασμένοι σε σκοτεινές σειρές μέσα στη μνήμη μας

σ' ένα ψηλό σανιδένιο πατάρι˙ - λιγάκι αν δεν προσέξεις

λιγάκι να σκοντάψεις, μπορεί και να πέσουν τα μακριά καδρόνια

ολόγυρά σου, να σου φράξουν το δρόμο, να σε φράξουν˙

όμως κ' οι ίδιοι οι πεθαμένοι προσέχουν - το νιώθεις

απ' την ακινησία τους που δεν είναι ακαμψία

.............................................................................................................................

 

Σημείωση

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το ποίημα «Ο τελευταίος και ο πρώτος του Λίντιτσε» του Γιάννη Ρίτσου. Το Λίντιτσε είναι το μαρτυρικό χωριό  της Τσεχίας όπου το καλοκαίρι του 1942 οι Ναζί εξόντωσαν 82 παιδιά (είχα γράψει εδώ: https://katerinatoraki.blogspot.com/2019/07/82-1942.html). Ο ποιητής επισκέφθηκε το χωριό σε ένα ταξίδι του στην Τσεχία το 1960 και επιστρέφοντας έγραψε με τον τρόπο του σ' ένα μακροσκελές ποίημα αυτά που ένιωσε.

Το ποίημα δημοσιεύτηκε ολόκληρο στην Επιθεώρηση Τέχνης, στο τεύχος 78 τον Ιούνιο του 1961. Οι εικόνες που δημοσιεύονται εδώ είναι η πρώτη και η τελευταία σελίδα του ποιήματος από την Επιθεώρηση Τέχνης .(Σημειώνεται ότι όλα τα τεύχη του περιοδικού έχουν ψηφιοποιηθεί από τα ΑΣΚΙ και είναι ελεύθερα προσβάσιμα από όλους).

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Εκεί που ζούμε, του Χρίστου Κυθρεώτη

Η ζωή όλη (Οδύσσεια; όχι ακριβώς, αλλά περίπου) ενός σαραντάχρονου δικηγόρου, του Αντώνη Σπετσιώτη, μέσα σ' ένα 24ωρο. Εικόνες καθημερινές που μας περνούν απαρατήρητες, λεπτομέρειες από καταστάσεις και συνθήκες της ζωής που λες και τις έχει ζήσει ο ίδιος ο συγγραφέας (σίγουρα, πάντως, εκτιμάς τις δυνατότητές του με τις περιγραφές αυτές), χαρακτήρες και ανθρώπινες σχέσεις, λόγος απλός μα πλούσιος σε περιγραφές και συναίσθημα, συνεχής αφήγηση, όχι ασθμαίνουσα, που σε κρατά σε μια διαρκή επιθυμία ή και ήρεμη αγωνία να θέλεις να δεις τι θα γίνει με τη Δημητριάδου, τι θα γίνει με τον πατέρα του, τι θα γίνει με την Άννα, με τη Στέλλα, με τη δουλειά του ως δικηγόρος. 

Οι περιγραφές του από σημεία και διαδρομές της Αθήνας είναι όμορφες. 

Μιλά ο ήρωας και αφηγητής της ιστορίας για τα Πατήσια, τη γειτονιά που έζησε μέχρι τα 27 του χρόνια. Έχει πολλές λεπτομέρειες, μιλά για τις αλλαγές που έχουν γίνει και φέρνει στο νου του παλιότερες εικόνες (που τυχαίνει να έχω κι εγώ, έχοντας ζήσει στον Άγιο Λευτέρη και στα άνω Πατήσια στις αρχές της δεκαετίας του ΄80). Λέει για ένα Ίντερνετ καφέ: "Τα τελευταία χρόνια είχε τύχει να περάσω δυο-τρεις φορές και να μπω μέσα για να στείλω ένα βιαστικό μέιλ ή να εκτυπώσω κάποιο δικόγραφο και στην πραγματικότητα για να βυθιστώ για λίγο στην ατμόσφαιρα του χώρου που αν και πιο ήσυχος από παλιά διατηρούσε ακόμα κάποια ουσία μέσα από τις αλλαγές της χρήσης του. Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια πως αγάπησα ποτέ αυτό το μέρος καθώς δεν είχε τίποτα για να αγαπήσεις, ωστόσο η  οικειότητα είναι πάντα οικειότητα, ένας τρόπος για να κάνουμε δικό μας το μικρό κομμάτι που μας αναλογεί μέσα στον τεράστιο κόσμο". 

Και την Ιπποκράτους περιγράφει:

μέρα σκαρφαλώνει διστακτικά στις πλαγιές του Λυκαβηττού αυτό το πρωινό του Ιουνίου, με τους ήχους από τα ξυπνητήρια να αντηχούν στον ακάλυπτο, τα τριξίματα των κρεβατιών, τις βρύσες που ανοίγουν και τις ντουλάπες που χτυπούν να συνοδεύουν σαν κρουστά το βουητό των αυτοκινήτων που έρχεται από την Ιπποκράτους και δίνει την εντύπωση ότι δεν σταματά ποτέ – μόνο αυξομειώνεται. Αυτή την ώρα, πρέπει να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος κάτω των εβδομήντα στη γειτονιά που κάθεται στο μπαλκόνι, πίνοντας καφέ κι αφήνοντας τη μέρα να κερδίσει σταδιακά τη θέση της μέσα μου, αντικαθιστώντας το σκοτάδι, τα καλά και τα κακά όνειρα, τον ίδρωτα όταν ξυπνάς στις τρεις το πρωί και δεν έχεις ιδέα πώς βρέθηκε στο μέτωπό σου ή πόσο χρόνο είναι εκεί, αφού έχει ακόμα δροσιά και το μαξιλάρι σου είναι στεγνό. Στα υπόλοιπα μπαλκόνια επικρατεί ερημιά, εκτός από μία ή δύο σκιές που σαλεύουν και δεν είναι εύκολο να πεις αν ανήκουν σε φυτά ή σε υπερήλικους γείτονες που ξυπνούν νωρίτερα κι από μένα ..."

Κι όταν ο πατέρας του ο συνταξιούχος που είχε βρει μια δουλίτσα να περνάει τον καιρό του, πρόκειται να τη χάσει, τον βάζει να περιγράφει την κατάσταση που βιώνουν οι συνταξιούχοι που όταν ήταν "μάχιμοι" έβρισκαν διέξοδο μόνο στη δουλειά:

"Το χειρότερο κομμάτι είναι η ψευδαίσθηση πως είσαι χρήσιμος. Ενώ δεν είσαι. Και επίσης που δεν είσαι μόνος. Κόσμος πάει κι έρχεται, έχεις ένα σωρό πράγματα να κάνεις συνέχεια, και όλα αυτά δεν σε αφήνουν να δεις καθαρά και να καταλάβεις πως το πραγματικότητα είσαι μόνος." Μήπως έτσι δεν είναι;

Και τελικά, άραγε θα πάει στο Λουξεμβούργο ως νομικός μεταφραστής;

Εξαιρετικό το μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη "Εκεί που ζούμε" (Πατάκης, 2019). 

"Ένα µυθιστόρηµα για τον µικρό άθλο να είσαι ο εαυτός σου κάθε µέρα από την αρχή", γράφει στην παρουσίαση του βιβλίου. Πολύ ταιριαστά ο συγγραφέας διάλεξε για μότο τον στίχο "Days are where we live" από το ποίημα Days (Ημέρες) του Άγγλου ποιητή Philip Larkin. 

Λέει το ποίημα (το αντέγραψα από εδώ):

What are days for?
Days are where we live.   
They come, they wake us   
Time and time over.
They are to be happy in:   
Where can we live but days?
............................................

Οι μέρες μας είναι εκεί που ζούμε, λέει ο ποιητής. Οι μέρες μας είναι εκεί που ζούμε, λέει και ο συγγραφέας, ζωή μας είναι οι μικρές καθημερινές στιγμές της μέρας, είναι οι εικόνες της πραγματικότητας ή της μνήμης μας. 

Ίσως είναι χρήσιμη αυτή η οπτική του συγγραφέα στις μέρες, στις δύσκολες μέρες μας. Ίσως μια πινελιά αισιοδοξίας, μια ένεση χαράς και απαντοχής για να προχωρήσουμε και στις επόμενες ημέρες...

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σημείωση

Ο Φίλιπ Λάρκιν (1922-1985) θεωρείται ένας από τους πιο αγαπημένους ποιητές της γενιάς του (αν και τα τελευταία χρόνια γράφτηκαν και πολλά, όχι θετικά, για τις πολιτικές και ιδεολογικές του προτιμήσεις). Επαγγελματικά, εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος, η τελευταία δε βιβλιοθήκη στην οποία εργάστηκε για 30 χρόνια ήταν η πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Hull (να θυμίσω εδώ το όμορφο μυθιστόρημα του Γιώργου Μητά "Ιστορίες του Χαλ", που αναφερόταν στην πόλη και το πανεπιστήμιό της). Σχετικές πληροφορίες, μπορεί κανείς να βρει, πέρα από τη Βικιπαίδεια,  στο http://www.hullhistorycentre.org.uk/research/research-guides/philip-larkin.aspx, ενώ στοιχεία για την αρνητική πλευρά του Λάρκιν γράφει εδώ: https://www.theguardian.com/cities/2017/may/30/hull-hole-philip-larkin-poet-love-both-ways.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Πάνω στου τραγουδιού μου τα φτερά: Χάινε και Μέντελσον από τη Λένια Ζαφειροπούλου

 


 Πάνω στου τραγουδιού μου τα φτερά

Αγάπη της καρδιάς μου θα σε φέρω,

Πέρα απ' τα μονοπάτια τα σκιερά

Στον πιο όμορφο τον τόπο που εγώ ξέρω.

 

Εκεί είναι κήποι κοκκινανθισμένοι

Κάτω από τη σελήνη τη βουβή

Και τ’ άνθη του λωτού τη λατρεμένη

Προσμένουν αδελφούλα τους εκεί.

 

Κυκλάμινα γελούν, χαϊδολογιούνται,

Κοιτούν των αστεριών το φως ψηλά,

Κρυφά το ένα στ’ άλλο διηγούνται,

Τα ρόδα παραμύθια ευωδιαστά.

 

Μπροστά σου ξεπηδούν και κρυφακούνε

Οι έξυπνες γαζέλες και σεμνές

και μακριά εκεί αχολογούνε

Του ιερού του ποταμού φωνές.

 

Εκεί αργά αργά θα ξαπλωθούμε

Κάτω από φοινικόδεντρο σκιερό

Κι αγάπη και γαλήνη θε να πιούμε,

Θα ονειρευτούμε όνειρο γλυκό.

 

Αντέγραψα το παραπάνω ποίημα του Χάινε από την έκδοση "Όταν ο νους σου βράζει κι η καρδιά" με ποιήματα και τραγούδια των Γκαίτε και Χάινε (Πατάκης, 2014). Η ανθολόγηση και απόδοση των ποιημάτων έγινε από τη σοπράνο (και ποιήτρια και μεταφράστρια) Λένια Ζαφειροπούλου

Στο βιβλίο περιέχεται CD με απαγγελίες ποιημάτων από την Λένα Κιτσοπούλου και τραγούδια με τη Λένια Ζαφειροπούλου. Τα τραγούδια (Lieder) είναι συνθέσεις των Σούμαν, Σούμπερτ, Βολφ και Μέντελσον. 

Αξίζει ν΄ακούσουμε το παραπάνω ποίημα μελοποιημένο από τον Μέντελσον να το τραγουδά πολύ όμορφα η Λένια Ζαφειροπούλου. Στο πιάνο ο Θοδωρής Τζοβανάκης.

Πάνω στου τραγουδιού μου τα φτερά: Χάινε και Μέντελσον από τη Λένια Ζαφειροπούλου



 

 

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Γρήγορα θα ξανανθίσουν το γλυκάνισο το σαφράνι κι η πιπεριά: μια μικρή αναφορά στον Ιβάν Γκολ


Το μυρωμένο χιόνι του καφεόδεντρου
σκούριασε για τρεις μέρες

Ο ξανθός ήλιος της βερικοκιάς
κράτησε ακόμα πιο λίγο

Το μελισσόφυλλο σαπίζει
σε μια νύχτα βροχερή

Κι εγώ η φαντασμένη
τινάζοντας τα στήθη μου
στο φεγγάρι
στον ήλιο
θα πιστέψω ότι είναι αθάνατη η ομορφιά μου;

Αλίμονο γρήγορα θα ξανανθίσουν
το γλυκάνισο το σαφράνι κι η πιπεριά
κι οι κλώνοι του σκελετού μου
θ' απομείνουν γυμνοί


Το παραπάνω είναι το 33ο από τα Μαλαισιακά τραγούδια του Ιβάν Γκολ σε μετάφραση Ε.Χ. Γονατά. (Είχαν κυκλοφορήσει το 2002 από τις εκδόσεις Στιγμή, εδώ το αντιγράφω από τον συλλογικό τόμο "Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα" με ανθολόγηση από τη Μαρία Λαϊνά, Ελληνικά Γράμματα, 2007).

 Ο Ιβάν Γκολ (1891-1950) ήταν Γαλλογερμανός ποιητής, επηρεασμένος από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τον γαλλικό σουρεαλισμό. Γεννημένος στην Αλσατία, ήταν μοιρασμένος ανάμεσα στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα και κουλτούρα. (Ας θυμηθούμε τον τρίτο τόμο από το εμβληματικό έργο του Χέρμαν Μπροχ "Υπνοβάτες").


Σημειώσεις
 
Η πρώτη εικόνα είναι από το βιβλίο "Elégie d'Ihpétonga. Suivie de Masques de Cendre" του Ιβάν Γκολ την εικονογράφηση του οποίου έκανε ο Πάμπλο Πικάσο (Editions Hémisphères,, 1949). (Πηγή: Abebooks). 
Η δεύτερη εικόνα είναι από εικονογράφηση του Σαλβατόρ Νταλί στο βιβλίο των Ιβάν και Κλερ Γκολ "Nouvelles Petites Fleurs De Saint Francois D'assise. Avec Des Dessins De Salvador Dali. Paperback – January 1, 1958". (Πηγή: Salvador Dali Book Collector).
Η τρίτη εικόνα είναι από το βιβλίο τους "Love Poems; With 8 Drawings by Marc Chagall" (Hemispheres, 1947) την εικονογράφηση του οποίου έκανε ο Μαρκ Σαγκάλ (Πηγή: Abebooks).
 
Περισσότερα στοιχεία για τον Ιβάν Γκολ εδώ: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=5600).

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Στην αμερικανίδα ποιήτρια Λουίζ Γκλικ το βραβείο Νόμπελ για τη Λογοτεχνία


Η Louise Glück σε σκίτσο του David Levine (Πηγή: New York review of Books, 22/6/2006)
 
Λουίζ Γκλικ (Louise Glück
Λουίζ Γκλικ (Louise Glück
Ο θρίαμβος του Αχιλλέα

Στην ιστορία του Πάτροκλου
δεν υπάρχει επιζών, ούτε καν ο Αχιλλέας
που ήταν σχεδόν θεός.
Ο Πάτροκλος τού έμοιαζε· φορούσαν
την ίδια πανοπλία.

Πάντοτε στις φιλίες αυτές
ο ένας υπηρετεί τον άλλο, ο ένας είναι πιο λίγος:
η ιεραρχία
είναι πάντοτε εμφανής, αν και οι θρύλοι
δεν είναι αξιόπιστοι –
πηγή τους είναι ο επιζών,
αυτός τον οποίο εγκατέλειψαν.

Τι ήταν τα ελληνικά πλοία που καίγονταν
μπροστά σε αυτή την απώλεια;

Στη σκηνή του, ο Αχιλλέας
πενθούσε με όλη την ύπαρξή του
και οι θεοί είδαν
πως ήταν ένας άνθρωπος ήδη νεκρός, θύμα
της πλευράς εκείνης η οποία αγαπούσε,
της πλευράς που ήταν θνητή.

Το παραπάνω ποίημα της Λουίζ Γκλίκ (The Triumph Of Achilles) δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Χάρτης, τεύχος 5, τον Μάιο του 2019, μαζί με το ποίημα "Ένας μύθος αφοσίωσης" (A Myth of Devotion). Η μετάφραση και στα δύο ποιήματα έγινε από τον Γιώργο Χουλιάρα. Τη δημοσίευση αυτή μας τη θύμισε το ιστολόγιο Lexilogia που δημοσίευσε τα δύο ποιήματα τόσο στην ελληνική μετάφραση όσο και στο πρωτότυπο.

Η Λουιζ Γκλικ* (Louise Elisabeth Glück) είναι η φετινή νικήτρια του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας. Είναι αμερικανίδα ποιήτρια με ρίζες από τη Ρωσία (από τη μητέρα της) και την Ουγγαρία (από τον πατέρας της).

Στα ποιήματά της συχνά εμπνέεται από την ελληνική μυθολογία, όπου δίνει τις δικές της ερμηνείες και προεκτάσεις των αρχαίων μύθων. Στα έργα της η Περσεφόνη, ο Αχιλλέας, ο Πάτροκλος, η Κίρκη, ο Άδης, η Κόλαση...

Μετά την 11 Σεπτέμβρη του 2001, έγραψε ένα συγκλονιστικό ποίημα με τίτλο October (Οκτώβριος).


Tell me this is the future,
I won’t believe you.
Tell me I’m living,
I won’t believe you.

(Πες μου ότι αυτό είναι το μέλλον, / δεν θα σε πιστέψω. / Πες μου ότι ζω, / δεν θα σε πιστέψω).

Το ποίημα, αποτελούμενο από 6 μέρη, περιλαμβάνεται στη συλλογή Averno. Μπορεί κανείς να το βρει ολόκληρο εδώ (στο πρωτότυπο).

Απ' όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει έκδοση έργων της στα ελληνικά, δεν βρήκα ούτε στην επιλογή της Μαρίας Λαϊνά με ελληνικές μεταφράσεις ξένης ποίησης του 20ου αιώνα (Ελληνικά Γράμματα, 2007) που έχω στη βιβλιοθήκη μου. Όπως έχει ανακοινωθεί, αναμένεται σύντομα να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Στερέωμα σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού και Δήμητρας Κωτούλα. Μεμονωμένα ποιήματα έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς, όπως τα παραπάνω στον Χάρτη, κάποια στο ποιείν και αλλού.

Για την Γκλικ έχουν γραφτεί πολλά άρθρα σε διεθνή μέσα, ένα απ' αυτά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το αφιέρωμαπου  δημοσιεύτηκε στο New York Review of Books τον Μάρτιο του 2013.

Κι αφού η φετινή βράβευση έγινε σε γυναίκα, να θυμίσω μερικά ακόμη γυναικεία ονόματα στα Νόμπελ Λογοτεχνίας: Όλγα Τοκαρτσούκ (διάβασα πρόσφατα το "Αρχέγονο και άλλοι καιροί"), Σβετλάνα Αλεξίεβιτς (διάβασα πρόσφατα επίσης το "Τσέρνομπιλ"), Ντόρις Λέσινγκ, Χέρτα Μίλερ, Αλις Μονρό, Ελφρίντε Γέλινεκ κ.ά., αλλά και τις σπουδαίες ποιήτριες Νέλι Ζακς και Βισουάβα Σιμπόρσκα). 

Επίσης, και λόγω βασικών σπουδών αλλά όχι μόνο, δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω ότι φέτος και το Νόμπελ Χημείας δόθηκε σε δύο γυναίκες χημικούς (στη Γαλλίδα Emmanuelle Charpentier και στην Αμερικανίδα Jennifer Doudna) και το Νόμπελ Φυσικής σε γυναίκα φυσικό (στην Αμερικανίδα Andrea M. Ghez που το μοιράστηκε με τον Γερμανό Reinhard Genzel και τον Άγγλο Roger Penrose)!

Το βιβλίο Proofs & Theories κυκλοφόρησε το 1995 και είναι συλλογή δοκιμίων για την ποίηση και τους ποιητές
 

......................................................

* Αν και στα ελληνικά δημοσιεύματα βρίσκουμε να εμφανίζεται και ως Γκλουκ, θεωρώ πως το σωστό είναι Γκλικ, με δεδομένη και τη γραφή του ονόματος. Μπορεί κανείς να ανατρέξει στη σελίδα της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου https://www.loc.gov/nls/about/organi...elines/efgh/#g, καθώς και στο https://www.bbc.com/news/entertainment-arts-54447291, στο μέρος του κειμένου με τίτλο "Analysis by Vincent Dowd, Arts Correspondent" όπου διαβάζουμε: Louise Glück (it's pronounced Glick) [...]. Και βέβαια, όπως πολύ σωστά σημειώνεται στη Λεξιλογία, Γκλουκ είναι ο γνωστός συνθέτης όπερας Gluck (χωρίς umlaut).

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

Όλοι περιμένουμε να ξημερώσει


Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει, μας κυνηγάει.

Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα

γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα

γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα

Πολύ κρύο, πολύ κρύο. Πολύ κρύο εφέτος.

 

Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται

γύρω τους.

Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους

έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά.

 

Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ’ τη βροχή και την

απόσταση.

Η ανάσα τους είν’ ο καπνός ενός τραίνου που πάει μακριά,

πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν

και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας γίνεται σαν μητέρα

που σταυρώνει τα χέρια της κι ακούει.

 

Κι ακούω και γω και παίρνω κι αυγαταίνω –

Ρίχνω και γω καμιά κουβέντα πού και πού

Όπως ρίχνουμε ένα ξύλο στη φωτιά –

Φουντώνει η φλόγα, γίνεται πιότερο φως – ξύλο το ξύλο –

Κοκκινίζουν οι τοίχοι, αποτραβιέται ο άνεμος, τρίζει το

παραθυρόφυλλο

 

Ακούγεται έξω κάποιο γαϊδουράκι που βόσκει ακόμα στο

Γρασίδι

Και το σκυλί κάθεται ήσυχο μπροστά στα πόδια των

Πεθαμένων.

Όλοι περιμένουμε να ξημερώσει.



Περιμένοντας σε λίγες ώρες την απόφαση για τη δίκη της ναζιστικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής. Δεν είναι αθώοι. Οι Ναζί στη φυλακή.

Και ο αγώνας συνεχίζεται...

(Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το ποίημα Καπνισμένο τσουκάλι του Γιάννη Ρίτσου που μελοποιήθηκε από τον Χρήστο Λεοντή. Η αντιγραφή έγινε από την 13η έκδοση του Κέδρου, Απρ. 1977).