Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!

 Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!
Στη νύχτα τι ωφελάει;
Πέρασε η μέρα. Φτάνει πια.
Ποιος ξέρει ο Ύπνος μου κρυφός
αν κάπου εδώ φυλάη

κι αν του ανακόβεται η στιγμή
ναρθή, που τον προσμένω.
Έχω στο στόμα την ψυχή
μου παρατήσαν οι λυγμοί
το στήθος κουρασμένο.

Πάρτε το φως! Είναι καιρός
να μείνω πια μονάχη.
Φτάνει η απάτη μιας ζωής.
Κάθε προσπάθεια ένας εχθρός
για τη στερνή μου μάχη.

Ας παύσουν πλέον οι σπαραγμοί.
Ας μου απομείνει κάτι
για να πλανέψω τη νυχτιά
να σκύψη κάπως πιο θερμή
στο ανήσυχό μου μάτι.

Πάρτε το φως! Είναι η στιγμή!
Τη θέλω όλη δική μου.
Είνε η στιγμή να κοιμηθώ.
Πάρτε το φως! Με τυραννεί...
μου αρνιέται την ψυχή μου...

 Το παραπάνω ποίημα είναι της Μαρίας Πολυδούρη. Το αντέγραψα από μια παλιά έκδοση από Γ. Οικονόμου με εισαγωγή Έλλης Αλεξίου και ανθολόγηση Γιώργη Πικρού. Το ποίημα έχει μελοποιηθεί από τον Γιάννη Σπανό και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ανθολογία Β» όπου το τραγούδησε η Πόπη Αστεριάδη, καθώς και από τον Νότη Μαυρουδή και περιλαμβάνεται στη  συλλογή «Άγρυπνο φεγγάρι» με ερμηνεία από τη Μαρία Θωίδου.

Στη μνήμη του πολυαγαπημένου φίλου Φίλιππου. Στη μνήμη του παθιασμένου βιβλιοθηκονόμου, Γενικού Διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης που έφυγε σήμερα το πρωί αφήνοντας κενό που δεν περιγράφεται με λόγια. Όλη η αγάπη μας στην αγαπημένη του Νίκη!

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

Καλή καλύτερη χρονιά, λοιπόν, το 2023, με ελπίδα και δικαιοσύνη!

Ντωμιέ Ονορέ, «Συζυγική τρυφερότητα: Σκηνή οικειότητας κάθε Πρωτοχρονιά,
την ημέρα των δώρων της 1ης του έτους», 1852, 
Εθνική Πινακοθήκη
 

Τα δώρα στον εαυτό μου για τη φετινή Πρωτοχρονιά

Απαραίτητη η συνοδεία του ελληνικού καφέ

Καλή και καλύτερη χρονιά, λοιπόν, με χαρές, ελπίδες και αντοχές, με υγεία, ειρήνη και δικαιοσύνη. Κι αν αναρωτιόμαστε τι νόημα έχουν οι τόσες ευχές, αν δεν ελπίζουμε ότι θα πραγματοποιηθούν ή αν ελπίζουμε πως μπορεί και να πραγματοποιηθούν, ας ακούσουμε τον Ηράκλειτο:

Εάν μη έλπηται, ανέλπιστον ουκ εξευρήσει, ανεξερεύνητον εόν και άπορον

ή το ίδιο με τα λόγια του Αργύρη Χιόνη*:

Χωρίς ελπίδα,
άπιαστο το ανέλπιστο,
πουλί φευγάτο.

Ξόβεργα η ελπίδα είναι
και καρδερίνα η ζωή.


Ελπίδα και δικαιοσύνη μαζί, εξάλλου ΔΗΚΕΟΣΗΝΙ είναι η λέξη της χρονιάς που έφυγε, ελπίδα μαζί με δικαιοσύνη να είναι οι λέξεις της χρονιάς που ήρθε. Τις χρειαζόμαστε!

Το λεξοσύννεφο με τις λέξεις του 2022
(περισσότερα στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου)



Και με πολλά καλά διαβάσματα!
--------------------------------------------------------------------------------------

* Πρόκειται για ένα από τα σπαράγματα του Ηράκλειτου που απέδωσε ο Αργύρης Χιόνης σε μορφή χαϊκού και περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Η πολιτεία Λαβύρινθος & άλλες αθησαύριστες ιστορίες (εκδόσεις Κίχλη, 2020). Το παραπάνω είναι ένα από τα ποιήματα που συνοδεύουν την ιστορία με τίτλο «Τα ηρακλείτεια χαϊκού και τάνκα του Καμιμούρα Γιουτάκα», με τα οποία αποδίδει στα ελληνικά τα χαϊκού του Ιάπωνα ελληνιστή ποιητή Καμιμούρα Γιουτάκα, επηρεασμένα, όπως φαίνεται, από τον Ηράκλειτο. Ο Χιόνης ονομάζει τη συλλογή «Αγχιβασίη: Διά χειρός Ηρακλείτου, Καμιμούρα Γιουτάκα και Αργυρίου Χιόνη», σημειώνοντας ότι αυτός ήταν ο τίτλος και της ιαπωνικής συλλογής (προφανώς γνωρίζοντας ο Ιάπωνας ποιητής ότι η λέξη σημαίνει αμφισβήτηση, προσέγγιση). Αξίζει, πάντως, να διαβαστεί ολόκληρο το κείμενο του Χιόνη. (Για τα χαϊκού γενικότερα  βλ. επίσης εδώ και εδώ).

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

Ωδή σ' έναν κοκκινολαίμη, του Νάνου Βαλαωρίτη

Έμαθαν τα χελιδόνια γράμματα
κι οι πέτρες να μιλάνε
ν' απαγγέλλουν δράματα
του θεού τα πράματα
και τραγούδησαν τα ψάρια
μια ωραία σερενάδα
ένα πρωί σταμάτησε να ηχεί
μια καμπάνα ραγισμένη

δεν ξαναχτύπησε η καημένη
να ξαναζήσει η αποθαμένη
κι ο λύκος φύλαγε τα ζαρκάδια
έμαθε να μην τα κυνηγάει
και να τρώει πορτοκάλια

κι έτρεξε γρήγορα η χελώνα
να προσλάβει το λαγό
στου δρόμου τα μισά
κι έγινε ένα βραχυκύκλωμα
των στύλων του ηλεκτρικού
και τον ξεπέρασε στο τέρμα

μα φτάνουν οι ψευτιές γι' απόψε
κι ας πούμε κάτι αληθινό
να μη χαλάσει η πένα μου
και το μελάνι μη χυθεί
να μαυρίσει το χαρτί

να μελανιάσουν οι ουρανοί
να φυτρώσουνε δυο κυπαρίσσια
πάνω στα λόγια που έσπειρα
μια νύχτα του καλοκαιριού
από σκέτη ακριτομυθία

ώσπου να μας πάρει ο ύπνος
με τους σιγανούς ρυθμούς του
και τα λοξά του όνειρα
που σαν αυτά δεν έχουν όμοια
τα μακρυπόδαρά μας χρόνια

που πάν' να σβήσουν τη φωτιά
στο στήθος του κοκκινολαίμη
και την αγάπη στην καρδιά
εκείνης που σε περιμένει
 

 
Σημ. Αντέγραψα το ποίημα του Νάνου Βαλαωρίτη από τη συλλογή «Το ξανανοιγμένο κουτί της Πανδώρας», εκδ. Άγκυρα, 2006. Έχει υπογραφή «14 Μαρτίου 2005, Καθαρή Δευτέρα». Στο βιβλίο, τόσο εξώφυλλο όσο και τα σχέδια-κολάζ είναι έργα του ποιητή (είχα γράψει κι εδώ για τα κολάζ του Νάνου Βαλαωρίτη).

Κυριακή 8 Μαΐου 2022

Κεντούσε η μάνα μου σκυφτή στο παραθύρι δίπλα, ξετίμητο βλησίδι η στοργή της

 

 

Κεντούσε η μάνα μου σκυφτή στο παραθύρι δίπλα.
Όξω βροχή ξεστάλαζε στα χνουδερά χωράφια
και τις φρεσκόλουστες βραγιές. Της Άνοιξης τα μάτια
δακρυογελούσαν άκρυφτα, κι αργόγλυκα κυλούσε
 
πάνω στης γης τη χλωρασιά το κοριτσένιο κλάμα. 
[...]

Ημέρα της μητέρας η σημερινή, είπα να ξεφυλλίσω την ανθολογία των Καστανιώτη-Νιάρχου «Τα ωραιότερα ποιήματα για τη μάνα» που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1997 (στη Βιβλιονέτ υπάρχει η νεότερη έκδοση του 2007). Όμορφη έκδοση, πολλά τα ποιήματα, και πολλοί οι ανθολογούμενοι, για τους οποίους, μάλιστα, δίνονται σύντομα βιογραφικά στο τέλος. Φυσικά, δεν εξαντλείται στον τόμο αυτό η παρουσία της μάνας στην ελληνική ποίηση, εξάλλου, όπως γράφει και ο Θανάσης Νιάρχος στον πρόλογο, «η μάνα από μόνη της είναι μια πραγματικότητα ανεξάντλητη».

 

Ξεχώρισα μικρά αποσπάσματα από πολύ λίγα ποιήματα, λιγότερο γνωστά, που άσκησαν πάνω μου κάποια περισσότερη συγκίνηση ξαναδιαβάζοντάς τα. 
 
Ξεκίνησα με το παραπάνω απόσπασμα από το ποίημα «Της μάνας μου» του Πέτρου Βλαστού όπου λες και  ζωντανεύει την εικόνα της δικής μου μάνας που συνεχώς κεντούσε ... Χαρακτηριστική, βέβαια, η γλώσσα του δημοτικιστή Βλαστού.
 
Ίδιο τίτλο έχει και το ποίημα της Διαλεχτής Ζευγώλη-Γλέζου:
 
Η ακοή μου επόθησε, μάνα, τα ωραία σου λόγια
κι η όρασή μου το ψηλό αεικίνητο κορμί σου,
που, σαν παιδιού είκοσι χρονών, ελεύθερα εσαλεύαν
κι οι τελευταίοι αρμοί σου.
[...]
 
Η Λιλή Ιακωβίδη γράφει για «Μια μάνα που έδωσε το παιδί της για να μην πεθάνει από πείνα το 1941»:
 
Τα μάτια σου τα μαύρα τα μεγάλα
μέσα στην αγκαλιά μου όταν σε κλειούσα
και βύζαινες του κόρφου μου το γάλα
η μέρα ήταν για μέ η φεγγοβολούσα. 
[...]
 
Συχνές οι εικόνες με τις μανάδες να τρέχουν όλη μέρα με τις δουλειές στο σπίτι, στα χωράφια.
 
Ο Βασίλης Ρώτας γράφει στη «Μάνα μου»:
 
[...]
Απ' το πρωί ως το βράδυ στη μπουγάδα,
σαν μηχανή, μ' ορμή και γληγοράδα,
πετάξου μια στιγμή στο μαγερειό,
φέρε το σπίτι βόλτα με τη σκούπα,
πρόφτασε που ξεχείλισεν η σούπα
και ξαναγύρισε στο πλυσταριό.
[...]
 
Η Χανιώτισσα Βικτωρία Θεοδώρου γράφει στο «Εγκώμιο»:
 
[...]
Πιάνω νερό να σαπουνίσω, σε θυμάμαι
ασπρίζω την αυλή μας, σε θυμάμαι
πιάνω να μαγειρέψω των παιδιών, σε θυμάμαι.
Είσαι μες στα πλυμένα ρούχα που στεγνώνουνε
στ΄αγέρι της θάλασσας
Συ μ' έμαθες να γνοιάζομαι τα μικρά και τ΄αδύναμα
και να ομορφαίνω τη φτώχεια.
[...]
 
 Ο Ηρακλειώτης ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης στα «Τελευταία της χελιδόνια»:
 
[...]
Σε βλέπω πάλι βιαστική,
πριν βγει ο ήλιος να προλάβεις
τους ανθούς να κόψεις της κολοκυθιάς,
θειάφι στις ντοματιές να ρίξεις,
τις σταφυλιές να ράνεις με χαλκό,
στα περιστέρια ν' αλλάξεις το νερό,
το δυόσμο να κορφολογήσεις.
Σε βλέπω πάλι βιαστική
πριν βγει ο ήλιος να προλάβεις
τσάι με κανέλλα να μου φτιάξεις.
Μάνα, το σπίτι ξανάγινε το περιβόλι μας:
Πάσα σαρξ χόρτος.
 
Ξεχώρισα το ποίημα «Μητέρα» του Γιωσέφ Ελιγιά και για ένα λόγο παραπάνω, γιατί χρησιμοποιεί τη σπάνια λέξη βλισίδι, που θα πει κρυμμένος θησαυρός, αφθονία και την είχα ξανασυναντήσει σε ποίημα του Σικελιανού. Όπως είχα γράψει σε παλαιότερη ανάρτηση (https://katerinatoraki.blogspot.com/2017/06/blog-post_19.html), η λέξη περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Οι λέξεις που χάνονται» του Νίκου Σαραντάκου. Ετυμολογείται από το βάλλω>βλήσις (αφιέρωμα) και για τούτο η σωστή γραφή είναι με ήτα, ενώ χάριν απλοποίησης γράφεται και με γιώτα. Γράφει ο Γιαννιώτης ποιητής (1901-1931):
 
Αμέτρητο, ξετίμητο βλισίδι είν' η στοργή σου.
μανούλα παινεμένη.
Με τον πικρό σταυρό κι οι δυο στα χείλη της αβύσσου
τραβούμε αποσταμένοι.
[...]
 
Η Κερκυραία Ειρήνη Δεντρινού «Στης μάνας μου το θάνατο»:
 
[...]
Τι κι αν πόνο ανιστόρητο μας δίνεις;
Σαν κουρασμένη εσφάλισες τα μάτια
και ξέφευγε η ψυχή στα ουράνια πλάτια.
 
Κι άφησα τελευταίο για τούτη την ανάρτηση το «Τραγούδι της ντροπής» του Ιάκωβου Καμπανέλλη:
 
Αχ, τι ντροπή, τέτοια ντροπή,
μάνα μου και πώς βγαίνει! 
Μηδέ κι αν τρέξει ο ποταμός
μάνα μου δεν την πλένει.
Τι να σου κάνουν δάκρυα δυό,
και στεναγμοί σαράντα δυό,
μανούλα μου.
[...]

Ντυμένο με τη μουσική του Μάνου Χατζηδάκι,  εδώ τραγουδισμένο από τη Χαρούλα Αλεξίου, και σε πρώτη εκτέλεση από τον Λάκη Παππά.
 


Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

Κωνσταντίνος Καβάφης, Κεριά

Γεώργιος Ιακωβίδης, Το κερί της βλάχας

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

 Η καλή και η άσχημη όψη της ζωής, βαραίνει η καλή, η αισιόδοξη,  μα στις μνήμες μας χωρούν και τα σβυσμένα κεριά, κρύα, κυρτά, λυωμένα, που μας λυπεί σαν περάσει από μπροστά μας η εικόνα από το πρώτο τους το φως το χρυσό, το ζωηρό. 

Θάλεγε κανείς πως ο Γερμανός καλλιτέχνης Gerhard Richter εμπνεύστηκε από τον Καβάφη την ιδέα για τον πίνακα "Δυο κεριά", το ένα στο σκοτεινό φόντο που λυώνει πιο γρήγορα, το άλλο πιο ζωηρό.

Gerhard Richter, Zwei Kerzen (https://www.gerhard-richter.com/en/art/paintings/photo-paintings/candles-6/two-candles-6475)

Ήταν μια μέρα σαν κι αυτή που γεννήθηκε ο Αλεξανδρινός ποιητής της οικουμένης Κωνσταντίνος Καβάφης, ίδια κι η μέρα που τα κεράκια του έσβυσαν όλα, που σώθηκε το λάδι.

Όχι ότι χρειαζόταν αφορμή για την ανάρτηση, αλλά ήταν ένα κίνητρο το όμορφο αφιέρωμα με το ποίημα Κεριά και τη σχετική ανάλυση στον ιταλικό ιστότοπο για το βιβλίο και τον πολιτισμό Libreriamo που μου κοινοποίησε πρωί πρωί ένα φίλος.Και να πώς το μεταφράζει στα ιταλικά ο Filippo Maria Pontani.

Candele

Stanno i giorni futuri innanzi a noi
come una fila di candele accese,
dorate, calde e vivide.
Restano indietro i giorni del passato,
penosa riga di candele spente:
le più vicine danno fumo ancora,
fredde, disfatte, e storte.
Non le voglio vedere: m’accora il loro aspetto,
la memoria m’accora il loro antico lume.
E guardo avanti le candele accese.
Non mi voglio voltare, ch’io non scorga, in un brivido,
come s’allunga presto la tenebrosa riga,
come crescono presto le mie candele spente.

 

Στα αγγλικά, η μετάφραση του Daniel Mendelsohn όπως το βρήκα δημοσιευμένο στο twitter από τον @CCavafy:


Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

Μπέρτολτ Μπρεχτ, Περί του πέμπτου τροχού

 


Είμαστε στο σπίτι σου την ώρα που συνειδητοποιείς
Πως είσαι ο πέμπτος τροχός
Και η ελπίδα σου σ' εγκαταλείπει.
Εμείς όμως
Δεν το συνειδητοποιούμε ακόμη.

Παρατηρούμε
Πως συνομιλείς μ' ακόμη μεγαλύτερη σπουδή
Αναζητάς μια λέξη, με την οποία
Να μπορέσεις ν' αποχωρήσεις
Διότι επιθυμείς
Ν' αποχωρήσεις χωρίς να γίνει θέμα.
 
Σηκώνεσαι στη μέση της φράσης
Λες θυμωμένα: θέλεις να φύγεις
Εμείς λέμε: Μείνε! και συνειδητοποιούμε
Πως είσαι ο πέμπτος τροχός.
Εσύ όμως ξανακάθεσαι.
Έτσι λοιπόν κάθεσαι μαζί μας την ώρα
Που συνειδητοποιούμε πως είσαι ο πέμπτος τροχός.
Εσύ όμως
Δεν το συνειδητοποιείς πλέον.
 
Άσε να στο πούμε: είσαι
Ο πέμπτος τροχός
Μη σκεφτείς πως εγώ που στο λέω
Είμαι ένας αχρείος
Μην απλώνεις να πιάσεις το τσεκούρι, αλλά άπλωσε
Να πιάσεις ένα ποτήρι νερό.
 
Ξέρω, δεν ακούς πια
Όμως
μη λες μεγαλοφώνως πως ο κόσμος είναι κακός
Πες' το χθαμαλτῇ φωνῇ .
 
Διότι δεν περισσεύουν οι τέσσερις
Αλλά ο πέμπτος τροχός
Και δεν είναι κακός ο κόσμος
Αλλά 
Πλήρης.
 
(Αυτό τόχεις ήδη ακούσει να λέγεται).


Αντέγραψα το ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ από τη δίγλωσση έκδοση Επτά αμαρτήματα και Πέντε δυσκολίες (εκδόσεις ΚΨΜ, ανθολόγηση και μετάφραση από τον Γιώργο Σταμάτη). Το ποίημα ανήκει στην ενότητα «Από ένα αναγνωστικό για κατοίκους των πόλεων», γραμμένη γύρω στο 1926. Για τα ποιήματα της ενότητας αυτής. γράφει ο Γιώργος Σταμάτης στον «Μικρό Πρόλογό» του:
 
Τα ποιήματα της συλλογής, γραμμένα γύρω στο 1926, κρατούν μπροστά στους Γερμανούς κατοίκους των πόλεων εκείνων των δύσκολων καιρών έναν καθρέφτη. Δεν τους λέει ακόμη εδώ βρέχει πως ό,τι βλέπουν σ' αυτόν δεν είναι σε μία περίοδο κρίσης σε εκδηλώσεις συνέπειες του οικείου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη ζωή τους, τις συνθήκες διαβίωσής τους, στην σκέψη τους και στην κοινωνική συμπεριφορά και πρακτική τους. Περί αυτού όμως πρόκειται. 

Η πρώτη εικόνα είναι από έργο τεκμηρίωσης του Robert Schuster με τον τίτλο «Ο πέμπτος τροχός» που αναφέρεται στις γυναίκες στην πόλη Χεράτ του βορειοδυτικού Αφγανιστάν μετά την αποχώρηση των Αμερικανών και την επικράτηση των Ταλιμπάν. Αντέγραψα την εικόνα από εδώ (https://dringeblieben.de/videos/simorgh-theater-das-funfte-rad), αλλά περισσότερες πληροφορίες και το έργο υπάρχουν εδώ: https://segalfilmfestival.org/the-fifth-wheel-by-robert-schuster-kula-compagnie/

Η παρακάτω εικόνα είναι το κάλεσμα για την αποψινή συναυλία ειρήνης, συναυλία καταδίκης στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, καταδίκης στον πόλεμο, γιατί παρά τα όποια ερωτήματα, η απάντηση είναι  μόνο μία, η Ειρήνη! Γιατί, κανείς δεν περισσεύει στον κόσμο!


 

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Η ποίηση είναι η λογοδοσία της ψυχής σου


Τι δίνει η ποίηση και τι παίρνει

                                         της Κατερίνας Αγγελάκη - Ρουκ

Τι δίνει η ποίηση και τι παίρνει;
Όταν κάτω από το βάρος κάποιου σύννεφου
όλο το μέσα σου σώμα γέρνει 
όταν ένα μόνο βλέμμα παλιές πληγές ξύνει
όταν μια νέα αναπηρία καινούργιες πληγές ανοίγει
όταν τα φανάρια τ' ουρανού σε κοντινή απ' το μέλλον σου απόσταση 
    λάμπουν 
και όλα τα αποθέματα ζωής που έχεις συλλέξει δε φτάνουν 
όταν σε βασανίζει μια θλίψη που δεν ήρθ' ακόμα 
όταν ο πόνος δεν έχει όνομα ούτε χρώμα 
τότε αρχίζει η ποίηση σαν χέρι τρυφερό το μέτωπό σου
και σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι υψηλός ο σκοπός σου 
ότι οι στίχοι σου δεν τελειώνουν με τη ζωή σου 
ότι η ποίηση είναι η λογοδοσία της ψυχής σου.
Πιάνεις τότε την πένα 
και νομίζεις πως γίνεσαι ένα 
με την ωραιότητα και την αθανασία,
όμως η ποίηση ποια σου ζητάει θυσία;
Τι θέλει γι' αντάλλαγμα;
Μονάχα ένα πράγμα.
Απ' τη γη που κατοικείς
τίποτα μην απαιτείς.
Ούτε η πραγματικότητα να σε ανταμείψει 
να σε πλουτίσει
μ' αιώνια δεσμά να σε δέσει 
ή να 'ναι εκείνη όπως σ' εσένα αρέσει.
Ένα μόνο να λαχταράς 
να 'ναι ακόμα γύρω σου η πραγματικότητα και να την αγαπάς 
να 'ναι εκεί 
και ας είναι αγέλαστη, ας είναι και στριφνή.
 
Marc Chagall, The Poet, or half Past Three, Philadelphia Museum of Art (Πηγή: https://www.wikiart.org/en/marc-chagall/the-poet-or-half-past-three-1912)

 
Για τη σημερινή ημέρα της Ποίησης, την «ζωγραφία λαλούσα», όπως την είχε ονομάσει ο Σιμωνίδης ο Κείος:
 
Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν.
 
 
Marc Chagall, War, Kunsthaus Zürich (Πηγή: https://www.wikiart.org/en/marc-chagall/war-1966)   
 
----------------------------------------------------------------
 
Σημειώσεις: 
1. Αντέγραψα το ποίημα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ από τη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων της Ποίηση 1963-2011, Καστανιώτης 2020 (5η έκδ.).
2. Η πρώτη εικόνα είναι έργο της ποιήτριας, πεζογράφου και ζωγράφου Παυλίνας Παμπούδη (πηγή εδώ: https://camerastyloonline.wordpress.com/2011/10/01/52-agrafa-paramythia-tis-pavlinas-pampoudi-sto-aggelon-vima/). Περιλαμβάνεται στη συλλογή της «52 Άγραφα Παραμύθια Εικονογραφημένα» που εκτέθηκαν στο Αγγέλων Βήμα το 2011.  Η Εισαγωγή  στον Κατάλογο της Έκθεσης δημοσιεύτηκε από την Πόλυ Χατζημανωλάκη στο ιστολόγιό της εδώ http://waxtablets.blogspot.com/2011/10/52.html).

Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Μακριά σ' έν' άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά, ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα κι αύριο είναι Κυριακή!

 
Μακριά σ' έν' άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                                 η αποκριά

το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
                                                που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο με παγωμένα δόντια

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ' έν' άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                                          η αποκριά.

 

Το ποίημα Η Αποκριά είναι του Μίλτου Σαχτούρη, γράφτηκε πολλά χρόνια πριν, δυστυχώς είναι σαν να γράφτηκε για σήμερα. Τελικά, όπως είπε και ο μεγάλος Μανόλης Αναγνωστάκης στο ποίημά του «Ο πόλεμος», κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ.


Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί στην ίδια ώρα.
Όλα αργούν πολύ να τελειώσουνε το βράδυ, όσο
κι αν τρέχουν γρήγορα οι μέρες και τα χρόνια
Έχει όμως κανείς και τις διασκεδάσεις του, δεν μπορείς να πεις· απόψε λ.χ. σε τρία θέατρα πρεμιέρα.
Εγώ, συλλογίζομαι το γέρο συμβολαιογράφο του τελευταίου πατώματος, με το σκοτωμένο γιο, 
                    που δεν τον είδα ούτε και σήμερα. Έχει μήνας να φανεί.
 
Στο λιμάνι τα μπορντέλα παραγεμίσανε από το πλήρωμα των καινούριων αντιτορπιλικών κι οι μάρκες 
                πέφτουνε γραμμή.

Η θερμάστρα κουρασμένη τόσα χρόνια έμεινε πάλι φέτος σε μια τιμητική διαθεσιμότητα.
«Το πολυαγαπημένο μας αγγελούδι (εδώ θα μπει το όνομα, που για τώρα δεν έχει σημασία), ετών 8 κτλ. κτλ.»
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε απ’ ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα.
Κι εγώ ο ίδιος δεν το πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε πείσω οπωσδήποτε, πως αυτό το πράγμα στη γωνιά ήτανε κάποτε σαν κι εσένα. Με πρόσωπο και με κεφάλι.
 
Οσονούπω όμως, ας τ’ ομολογήσουμε, ο καιρός διορθώνεται και νά που στο διπλανό κέντρο άρχισαν κιόλας οι δοκιμές.
Αύριο είναι Κυριακή.
 
Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει
Και ρυθμικά χτυπήσανε μια μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες και παράθυρα μ’ εξαίσιες αποκεφαλισμένες 
                μορφές
Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ’ τις άναρθρες 
                κραυγές
 
Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες
Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!

Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.
Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ

--------------------------------------------------------------------------------------

Σημειώσεις

1. Ο πίνακας είναι του Πικάσο και έχει τον τίτλο «Οι δύο σαλτιμπάγκοι» ή »Ο Αρλεκίνος και η παρέα του» (τι σου είναι οι συμπτώσεις της εποχής!). Είχε ζωγραφίσει πολλούς αρλεκίνους ο Πικάσο. Αυτός εδώ βρίσκεται στο Μουσείο Πούσκιν της Μόσχας, όπως διαβάζουμε στη σελίδα της Βικιπαίδειας απ' όπου πήρα και την εικόνα (δεν είμαι όμως σίγουρη αν είναι σωστή η πληροφορία, γιατί από ένα γρήγορο ψάξιμο που έκανα στη σελίδα του ρωσικού μουσείου, δεν το βρήκα, υποθέτω ότι το ... cancel culture των ευρωπαίων υπουργών μας του Πολιτισμού  δεν έχει προλάβει να βάλει το χέρι του).

2. Το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη περιέχεται στη συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο» που κυκλοφόρησε το 1952 και προφανώς αναφέρεται στα τραύματα της εποχής, στον εμφύλιο. Το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη περιέχεται στη συλλογή «Εποχές» (το έχω στην έκδοση «Τα ποιήματα 1941-1971», Στιγμή 1992). Αντέγραψα και τα δύο ποιήματα από τον ιστότοπο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=8&text_id=2780  και https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?text_id=16&hi=1997&cnd_id=2 αντίστοιχα).

Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

Κίτρινα αερόπλοια γέμισαν τον ουρανό κι η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της

 
Κίτρινα αερόπλοια ξάφνου γέμισαν τον ουρανό
άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα
κίτρινοι σκελετοί κούναγαν τα χέρια
                                      και ουρλιάζαν
όπως και κίτρινες κανάρες μεγάλες
πεταλούδες με πόδια μικρών παιδιών που
κρέμονταν
μαζί μ’ αστέρια κίτρινα που δεν τα γνώριζαν
                             και τα μισούσαν 

από τη γη κοίταζαν κίτρινοι
                                 οι αστροναύτες

δεν το περίμεναν

Μίλτου Σαχτούρη "Σημάδια κίτρινα" από τη συλλογή «Χρωμοτραύματα» (1980) που βρίσκεται στον συλλογικό τόμο Ποιήματα (1980-1998).

Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα στάλα το αίμα
απ’ όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφαχτήκαν
για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ’ ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θα ’ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θα ’ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ’ ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της

Μίλτου Σαχτούρη «Η πληγωμένη Άνοιξη», από τη συλλογή «Παραλογαίς» 1948.

Καλό μήνα. Μπήκε η Άνοιξη. Χειμώνας στον κόσμο! Εκρήξεις.

Κι εμείς, καθισμένοι και καθισμένες στον καναπέ του σαλονιού μας, κάνουμε λίγα δευτερόλεπτα σιγή ν' ακούσουμε τις εκρήξεις από την τηλεόραση! Τι ωραίο πλιάτσικο!!! (συγγνώμη, θέαμα ήθελα να πω, ή μήπως το ίδιο κάνει;)

--------------------------------------------------------------

Σημειώσεις
 
1. Η πρώτη εικόνα είναι το έργο Explosion (Έκρηξη) της Γιάννας Περσάκη, σημαντικής ζωγράφου αφηρημένης τέχνης. Ήταν και η σύντροφος του Μίλτου Σαχτούρη. 
 
2. Το σχέδιο της δεύτερης εικόνας είναι του Μίλτου Σαχτούρη και περιέχεται στον τόμο Ποιήματα (1980-1998), από τις εκδόσεις Κέδρος, 2002. 
 
3. Η φράση "Τι ωραίο πλιάτσικο" είναι δανεισμένη από τον μεταφρασμένο τίτλο μυθιστορήματος του σημαντικού σύγχρονου Άγγλου συγγραφέα Τζόναθαν Κόου. Μου ταίριαξε σ' αυτά που συμβαίνουν αυτές τις μέρες, με την εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν σε μια άλλη χώρα την Ουκρανία, με την υποκρισία των Αμερικανών ότι δεν επιτρέπουν εισβολές σε άλλες χώρες (θε μου τι ακούμε και διαβάζουμε αυτές τις μέρες μας), με την "οργή" των Ευρωπαίων που δεν ξέρουν τίποτα και πρώτη φορά μετά το '45 έγινε πόλεμος στην Ευρώπη (και βέβαια η Γιουγκοσλαβία και ο διαμελισμός της έγιναν σε μια άλλη ήπειρο και καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν ξέρει τίποτα ούτε καν η Γερμανία), με μας που τρέξαμε από τους πρώτους να στείλουμε πολεμικό υλικό και με τους ανθρώπους της Ουκρανίας στη μέση, να βιώνουν πόλεμο, ανασφάλεια, ξεκλήρισμα των οικογενειών τους, καταστροφή και να προστίθενται στους χιλιάδες πρόσφυγες που αναζητούν καινούριο σήμερα. 
 
4. Τα παιδάκια σήμερα κι εκεί θα φόραγαν την κόκκινη κλωστή να μην τα κάψει ο Μάρτης...