Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ντόμινο ανάγνωσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ντόμινο ανάγνωσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Σιωπή... Ακούει κανείς; Με αφορμή ένα άρθρο του Γιώργου Κοκκινάκου


Ακούει κανείς; (Η εικόνα από το σημερινό φύλλο των Χ.Ν.)



Διάβασα στο σημερινό φύλλο των Χανιώτικων Νέων το παρακάτω εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Γιώργου Κοκκινάκου  "Για να μάθουμε να αφουγκραζόμαστε" το οποίο αποτελεί συνέχεια και συμπλήρωμα άρθρου που δημοσίευσε προ ημερών με τίτλο Για να μάθουμε να κουβεντιάζουμε”.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η σιωπή είναι καναρίνι στο μικρόφωνο
Ν. Καρούζος

Ενα πολιτικό σχόλιο έγραψα προ ημερών με τίτλο “Για να μάθουμε να κουβεντιάζουμε”· για να γίνει αυτό προϋπόθεση είναι να μάθουμε να ακούμε, μου σχολίασε ένας φίλος. Και τον άκουσα.
Ο Πυθαγόρας στη σχολή του  έβαζε τους μαθητές του, όταν πρωτοπήγαιναν στη σχολή του, επί αρκετό διάστημα πίσω από μια κουρτίνα να ακούνε χωρίς να βλέπουν το δάσκαλο, χωρίς να λένε ούτε μια λέξη. Ηταν οι λεγόμενοι “ακουστικοί”. Διότι πίστευε ότι αν δεν μάθεις να σιωπάς, δεν μαθαίνεις να ακούς, να σκέπτεσαι και να μιλάς.
Ετσι είναι. Το αντίθετο δηλαδή από αυτό που επικρατεί σήμερα. Στο δημόσιο διάλογο, αλλά και στην καθημερινή επικοινωνία των πολιτών το ζητούμενο δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας, αλλά η “επικράτηση” πάνω στον Άλλο. Αλλιώς στις συζητήσεις μας δεν θα ψάχναμε να βρούμε επιχειρήματα για να στηρίζουμε ακόμα και μία εμφανώς λανθασμένη άποψή μας.
Ακούω τον Άλλο, σημαίνει τον αποδέχομαι ως ύπαρξη, σημαίνει ότι ελέγχω τον εγωισμό μου, χωρίς να απειλούμαι ως οντότητα, σημαίνει ότι αποδέχομαι πως ο μισός εαυτός μου “κατοικεί” στον Άλλο. Μόνο τότε μπορείς να μπεις σε ένα δρόμο αναζήτησης της αλήθειας, σε ένα δρόμο αληθινής, βαθειάς και αυθεντικής επικοινωνίας.
Στη σιωπή, στη “βραδύτητα”, στην προσδοκία να μάθεις κάτι που δεν γνωρίζεις ευδοκιμεί η δημιουργική σκέψη. Αλλά δημιουργική σκέψη είναι να ακούς νέες ιδέες ξένες σε σένα και να έχεις την ικανότητα του μεταβολισμού τους για να προκύπτει το καινούργιο, το ρηξικέλευθο, το μελλοντικό. Η σιωπή είναι πάντα λαλέουσα, “δεξαμενή της ομιλίας”, όπως λέει ο ποιητής. Ο φωνασκός είναι κατά βάση ανασφαλής, αβέβαιος για τις κουβέντες του και περισσότερο θέλει να κρύψει κάτι παρά να δηλώσει. Φοβικός για την επαφή του με τον Άλλο, καταδικασμένος να μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων.
Αν δε μιλήσωμε για την πολιτική αντιμαχία, τότε τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Ποιος θέλει να ακούσει ότι στην Ελλάδα έχομε την καλύτερη αναλογία ιατρών / κατοίκων 6,1 στους 1.000, με διαφορά πρώτοι απ’ όλους στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α.; Αλλά τη χειρότερη αναλογία γενικών ιατρών / ιατρών  4,5% μόνον, με διαφορά από όλες τις άλλες χώρες; Γερμανία 18%, Γαλλία 49%, Μ. Βρεττανία 29,8%.
Ποιος μπορεί να ακούσει ότι στην  Ελλάδα έχουμε 3,3 νοσηλευτές στους 1.000 κατοίκους, ενώ ο μέσος όρος στον Ο.Ο.Σ.Α. είναι 8,4; Ποιος θέλει να ακούσει ότι στη  χώρα μας ο ετήσιος αριθμός αξονικών τομογραφιών για κάθε 1.000 κατοίκους είναι 320,4, πρώτη χώρα στον Ο.Ο.Σ.Α. με διαφορά από τη δεύτερη Η.Π.Α. 227,9; Ποιος θέλει και μπορεί να ακούσει ή ποιος πολιτικός μπορεί να πει ότι στην Ελλάδα εκτός από το πρόβλημα των μακροοικονομικών μας (χρέος, έλλειμμα, εμπορικό ισοζύγιο, ανεργία) έχουμε ένα πρόβλημα  απόλυτης στρέβλωσης της κοινωνίας, αλλά και του “εποικοδομήματος”;

(Γιώργος Κοκκινάκος, Χανιώτικα Νέα 4 Νοεμβρίου 2014)
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------



Για τον αγώνα επικράτησης κατά την αντιπαράθεση αξίζει να διαβάσει κανείς το έργο του Σοπενάουερ "Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο" (εκδ. Πατάκη, 2011, σε μετάφραση Μυρτώς Καλοφωλιά). Ένα ενδιαφέρον βιβλίο του 19ου αιώνα που ασχολείται με τα τεχνάσματα της διαλεκτικής, ή καλύτερα της αντιπαράθεσης, αφού, όπως ο ίδιος λέει, "διαλεκτική είναι απλά η τέχνη της επικράτησης σε μια αντιπαράθεση" και ακόμα είναι "η τέχνη του διαξιφισμού με σκοπό την επικράτηση σε μια αντιπαράθεση". 

Διαχωρίζει την αντικειμενική αλήθεια από τη φαινομενική και μας γυρίζει πίσω στους φιλοσόφους της αρχαιότητας, στους σοφιστές, στο Σωκράτη και τον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη για να μας παρουσιάσει τις θέσεις τους για τη λογική σε σύγκριση με τη διαλεκτική, την εριστική και τη σοφιστική, ορίζοντας μάλιστα τα τρία τελευταία ως εριστική διαλεκτική. Παρουσιάζει τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται κατά την αντιπαράθεση με σκοπό την επικράτηση χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον για την αντικειμενική αλήθεια, π.χ. διεύρυνση του θέματος για να υπάρξει δυνατότητα διάψευσης του αντιπάλου, γενίκευση των συγκεκριμένων θέσεων του αντιπάλου, παρουσίαση ψευδών δεδομένων ως αληθινών ώστε τα συμπεράσματα να φαίνονται επίσης αληθή κτλ. Βέβαια, είναι εμφανής και ο πεσιμισμός του Σοπενάουερ, ο οποίος θεωρεί ότι όλα αυτά τα κακά οφείλονται "στην εγγενή ποταπότητα της ανθρώπινης φύσης" και "στην έμφυτη ματαιοδοξία των ανθρώπων" που μιλούν πριν ακόμη σκεφτούν.

Ενδιαφέρον έχει και η εισαγωγή του A.C. Grayling, ο οποίος, αφού αναρωτιέται αν το ύφος του συγγραφέα είναι ειρωνικό ή αν πιστεύει αυτά που γράφει και παίρνοντας υπόψη το έργο του "Πάρεργα και Παραλειπόμενα" που εκδόθηκε όσο ζούσε (σε αντίθεση με το παρόν που εκδόθηκε μετά το θάνατό του), καταλήγει ότι ο Σοπενάουερ δεν ήταν Μακιαβέλι αλλά το έργο αυτό αποτελεί "σπουδή στην ειρωνεία".





Ο Κοκκινάκος αναφέρεται επίσης στη σιωπή. Ο λαός μας λέει "η σιωπή είναι χρυσός". Εμένα μου 'ρχεται στο νου το βιβλίο του George Steiner "Η σιωπή των βιβλίων" (Ολκός, 2009). Το έχω διαβάσει εδώ και χρόνια μόλις εκδόθηκε, όμως εδώ θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από το κείμενο που έγραψε για το βιβλίο ο Νικόλας Σεβαστάκης σε άρθρο του  στην Ελευθεροτυπία (10/5/2008) και το οποίο βρήκα στον τόμο "Η τυραννία του αυτονόητου". Γράφει λοιπόν ο Σεβαστάκης:



"... η σιωπή της ανάγνωσης, η άσκηση της προσοχής, η προσωρινή αποκοπή του αναγνώστη από τα παιχνίδια της ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών τείνει να θεωρηθεί νεκρός χρόνος, απολίθωση ή ανεπιθύμητο γήρας. Η ανάγνωση - περισυλλογή κοντεύει να γίνει το πιο επίπονο άθλημα, καθώς οι κοινωνίες μετατρέπονται σε ευδαιμονικά πληκτρολόγια που τα χειριζόμαστε με την ευκολία της αναπνοής. Η στοχαστική σχέση με τα πράγματα και ή ίδια η δυνατότητα της ονειροπόλησης υποκύπτουν σε άπειρα ακούσια σάουντρακ που δεν επιτρέπουν καμιά εσωτερικότητα..."

Μάλιστα, επικαλείται τον Τσέχο φιλόσοφο Γιάν Πάτοτσκα (αμετάφραστο στην Ελλάδα) που είπε ότι "απειλείται μία από τις πιο πολύτιμες πηγές ελευθερίας, η εσωτερική μας εμπειρία ως επιμέλεια ψυχής".


Ίσως και να ξεχώρισα το άρθρο του Κοκκινάκου από την τελευταία φράση του κειμένου του με την αναφορά στο εποικοδόμημα. Εντελώς συμπτωματικά, σε μήνυμα που έστειλα σήμερα το πρωί  σ' ένα φίλο έγραφα περίπου: "... πιστεύω στο ρόλο του εποικοδομήματος, ίσως δεν είναι ευθέως μαρξιστικό αυτό, δεν είναι ότι έχω εξασφαλίσει τα προς το ζην και επομένως δεν με νοιάζει, αλλά πιστεύω ότι αυτά συνδέονται πολύ..." κτλ. κτλ. Πολύ ωραία τα περιγράφει όμως ο Raymond Williams* στο Marxism and Literature ("Μαρξισμός και Λογοτεχνία", Oxford University Press, 1977) που περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση του "Κουλτούρα και Ιστορία" (μαζί με το "Long Revolution", από τις εκδόσεις Γνώση, 1994, με μετάφραση και πολύ αναλυτική εισαγωγή από την Βενετία Αποστολίδου). Δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσω εδώ τον πλούτο των εννοιών που αναλύει ο Williams (άλλωστε δεν είμαι και ειδική στις λεγόμενες πολιτισμικές σπουδές και σίγουρα οι αναλύσεις μου δεν θα είναι οι καλύτερες), θα ήθελα όμως να σημειώσω την επιμονή του στην αντίληψη για το αδιάσπαστο των στοιχείων που σχετίζονται με τη βάση και το εποικοδόμημα, παραγωγικές δυνάμεις, οικονομικές συνθήκες, κοινωνικό περιβάλλον, ανθρώπινος παράγοντας κτλ.


Σάρωση από Κατερίνα Τοράκη



*  Βρετανός  διανοητής της αριστεράς, κριτικός της λογοτεχνίας και θεωρητικός ζητημάτων κουλτούρας,  συγγραφέας των βιβλίων "Long Revolution", "Keywords", "Culture and Society" κ.ά. (στα ελληνικά "Κουλτούρα και Ιστορία), δάσκαλος του επίσης Βρετανού Terry Eagleton ("Η έννοια της Κουλτούρας", "Γιατί ο Μάρξ είχε δίκιο" κτλ.). Πληροφορίες επίσης εδώ:http://en.wikipedia.org/wiki/Raymond_Williams.




Υστερόγραφο 1:

Ο Κοκκινάκος χρησιμοποιεί το αφουγκράζομαι κι εγώ έβαλα στον τίτλο το ακούω. Σύμφωνα με το Λεξικό του Τριανταφυλλίδη, αφουγκράζομαι θα πει προσπαθώ να ακούσω, ακούω με προσοχή, ενώ ακούω θα πει έχω την αίσθηση της ακοής, αντιλαμβάνομαι, πληροφορούμαι... Έχω την αίσθηση ότι κανείς μπορεί ν' ακούει αλλά να μην αφουγκράζεται. Μήπως ν' άλλαζα τον τίτλο της ανάρτησης; Πάντως, ο Κοκκινάκος σωστά το τοποθέτησε θαρρώ...

Υστερόγραφο 2:

Προ καιρού είχα αναφερθεί σε ένα ντόμινο ανάγνωσης με αφορμή κάποια διαβάσματα. Σήμερα, προέκυψε άλλο ένα ντόμινο. Νάναι καλά ο Γιώργος Κοκκινάκος και ο αστείρευτος σε περιεχόμενο λόγος του!

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Ο Μιχάλης Μερακλής για τον Καβάφη και τον Παλαμά και οι επισκέψεις μου σε δυο βιβλιοθήκες






Το Νοέμβριο που βρέθηκα στην Κέρκυρα, επισκέφθηκα τη Δημόσια Βιβλιοθήκη Κέρκυρας (της οποίας είμαι μέλος) για να ψάξω κάποια βιβλία για τον Κάλβο (διάβαζα τότε τις "Μέλισσες του Κάλβου" της Χατζημανωλάκη και από κει ξετυλίχτηκε ένα καταπληκτικό ντόμινο ανάγνωσης, εκκρεμεί μια ανάρτηση για λεπτομέρειες...). Ψάχνοντας λοιπόν στα βιβλιοστάσια της πιο παλιάς δημόσιας βιβλιοθήκης της χώρας (φέτος βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, δυστυχώς όμως στη σελίδα της δεν έχει ακόμη αναρτηθεί η σχετική πληροφόρηση!).

Τριγυρίζοντας στους χώρους του βιβλιοστασίου, έπεσα σ' ένα μικρό βιβλιαράκι (σε δύο, αλλά για το δεύτερο θα γράψω μια άλλη φορά) που το δανείστηκα για να το διαβάσω, όχι τόσο και μόνο για το περιεχόμενο, αλλά και για τον συγγραφέα. Πρόκειται για το βιβλίο "Τέσσερα δοκίμια για τον Κ. Π. Καβάφη"  του σπουδαίου φιλόλογου και λαογράφου, ομότιμου καθηγητή Μιχάλη Μερακλή (εκδ. Καστανιώτη, 1985).

Στο βιβλίο περιέχονται τέσσερα κείμενα με τίτλους: "Ο πεζός Καβάφης", "Μπρεχτικός Καβάφης", "Παλαμάς - Καβάφης" και "Δραματικές συγκρούσεις στον Καβάφη", όλα δημοσιευμένα αντίστοιχα στα περιοδικά Τετράδια ευθύνης και Λέξη, στα Πρακτικά του τρίου Συμπόσιου Ποίησης και στο βιβλίο έκδοσης Ζαχαρόπουλου με ποιήματα του Καβάφη, και όλα το 1983, 50 χρόνια δηλαδή από το θάνατο του Αλεξανδρινού ποιητή, αλλά και 40 χρόνια από το θάνατο του Κωστή Παλαμά.

Και τα τέσσερα δοκίμια είναι εξαιρετικά. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε διάφορα θέματα με αφορμή τις αναφορές του στον Καβάφη. Για παράδειγμα, στέκεται στη μεταφορική χρήση των θεμάτων του, πράγμα που αποδεικνύεται όπως λέει και από το ότι πολλοί στίχοι του έγιναν παροιμιώδεις (εδώ, βέβαια, θυμόμαστε τη χρήση αποσπασμάτων στα λεωφορεία της Αθήνας και τις - καθόλου αθώες κατά τη γνώμη μου - παρεξηγήσεις - το βιά έγινε βία κτλ., όπως πολύ εύστοχα το διατύπωνε και η Έλενα Πατρικίου σε άρθρο της με τίτλο Rethink Poetry).

Με αφορμή τις αναφορές στον "μπρεχτικό Καβάφη", δίνει ένα σύντομο αλλά χρήσιμο μάθημα για το περιεχόμενο και την ουσία του μπρεχτικού θεάτρου. Ο Μπρεχτ, γράφει, "χρησιμοποιεί απλές καθημερινές εικόνες και πρόσωπα, όμως τους αφαιρεί την οικειότητα, ώστε ο θεατής να μην ταυτιστεί και, από απόσταση, να μπορεί να κρίνει". Το ίδιο, λέει, και ο Καβάφης "επιδιώκει την αποστασιοποίηση του αναγνώστη από τα παριστανόμενα, ώστε να τα δει ψύχραιμα και κριτικά".
Στο κείμενο "Παλαμάς - Καβάφης", μας θυμίζει ότι το 1983 (που πάλι ήταν έτος Καβάφη), εκτός από τα 50 χρόνια από το θάνατο του Αλεξανδρινού, ήταν και τα 40 από το θάνατο του Παλαμά, αλλά και τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Καζαντζάκη και τα 150 από το θάνατο του Κοραή.

Στο συγκεκριμένο δοκίμιο, ο συγγραφέας του προχωρά σε μια ανάλυση της σχέσης κριτικού και συγγραφέα με αφορμή τις κριτικές που κατά καιρούς δέχτηκαν οι δύο ποιητές από μαρξιστές και αστούς,  επικαλούμενος μάλιστα και τις σχετικές απόψεις του Λούκατς, για να καταλήξει ότι οι δύο "αποτελούν δύο σταθερά σημεία αναφοράς για τον προσδιορισμό όχι μόνο της ποιητικής, αλλά και της πολιτιστικής, ίσως και της πολιτικής μας ταυτότητας, η οποία εξάλλου και με βάση τις συσπειρώσεις γύρω από τα δύο αυτά πολιτιστικά μεγέθη αποδείχνεται σε μεγάλο βαθμό αντιφατική, ανισόρροπη, ανώμαλη".


Οι Έλληνες γνωρίζουν τους ποιητές τους (Πηγή: http://invenio.lib.auth.gr/record/107136/files/arc-2008-44594.pdf)

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για σήμερα, με την απόσταση των 30 χρόνων, έχει και η αναφορά του σε μια δημοσκοπική έρευνα που είχε γίνει για το εβδομαδιαίο περιοδικό Ταχυδρόμος (τεύχος 17, 28/4/1983, σελ. 16-18) από την ICAP και παρουσίασε η Λιάνα Κανέλλη για τα 50 χρόνια από το θάνατο του Κωνσταντίνου Καβάφη. Πράγματι, βρήκα (ψηφιοποιημένο) το σχετικό άρθρο  στην Ψηφιοθήκη του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, έχει τον τίτλο "Κ. Π. Καβάφη: η ερωτική προσωπικότητά του: αύριο 50 χρόνια από το θάνατό του".

Σύμφωνα με την έρευνα, το 87% των ερωτηθέντων γνώριζαν ότι ο Παλαμάς είναι ποιητής και το 71% αντίστοιχα για τον Καβάφη, όταν μόνο το 48% γνώριζαν ότι ο Αναστόπουλος είναι ποδοσφαιριστής! Ο Μιχάλης Μερακλής αναφέρει ότι είχε γίνει αντίστοιχη έρευνα το 1973 από τον Μαστροδημήτρη. 

Και πάνω που θα τελείωνα την ανάρτηση και ήθελα να παραπέμψω στη Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ, έργο της οποίας είναι η Ψηφιοθήκη που ανέφερα, έπεσα στην παρακάτω εικόνα. Από ένα μεγάλο ακαδημαϊκό ίδρυμα θα φύγουν 169 υπάλληλοι από τους οποίους οι 20 καλύπτουν συγκεκριμένες θέσεις στη Βιβλιοθήκη του.


Οι άνθρωποι είναι αριθμοί και οι θεσμοί δεν υπολογίζονται ...
Ίδια εικόνα στα Πανεπιστήμια ΑθηνώνΚρήτηςΜακεδονίας κτλ. Αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί να λειτουργήσει η βιβλιοθήκη ενός μεγάλου ακαδημαϊκού ιδρύματος με τέτοιες μειώσεις προσωπικού.

Από τη διαθεσιμότητα και την απόλυση στην απαξίωση και στο μαρασμό.
Η αρχή βέβαια έγινε ανάποδα: από την απαξίωση στη διαθεσιμότητα και στην απόλυση. 
Οι άνθρωποι απαξιώνονται, γίνονται αριθμοί και ονοματίζονται "διαθέσιμοι" για να πεταχτούν στα αζήτητα.
Και οι θεσμοί απαξιώνονται, σαν να μην υπήρξαν, για να διαλυθούν και να βρεθούν οι "σωτήρες" που θα φέρουν την "ανανέωση" και τον "εκσυγχρονισμό", μακριά από τους "άχρηστους" και τους "διεφθαρμένους" (έτσι δεν μας λέγανε από τις αρχές του 2010;)

Η Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ είναι μια από τις πρωτοπόρες ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες της χώρας
Κι έτσι, νιώθω να γίνεται ό,τι έγινε με το ΕΚΕΒΙ και με την ΕΡΤ. Οι ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες τα τελευταία χρόνια μπόρεσαν και άνοιξαν τα φτερά τους χάρη στην πολλή δουλειά που έγινε από το προσωπικό τους, ανέπτυξαν καινούριες υπηρεσίες, ξεκίνησαν έργα που χρειάζονται παρακολούθηση, διαχείριση και προπάντων συνέχιση. (Δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν θα υπάρχουν και αυτοί που ίσως δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους, αυτό όμως δεν δικαιολογεί την "τιμωρία" και συνολική απαξίωση θεσμών και ομάδων εργαζομένων).

Κι έτσι, όσο ευχάριστη και χρήσιμη ήταν η "φυσική" επίσκεψή μου στη Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας, άλλο τόσο ήταν και η "ηλεκτρονική" επίσκεψη στη Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ, χάρηκα που βρήκα το παραπάνω άρθρο, και μάλιστα ολόκληρο ψηφιοποιημένο. Και μην μου πείτε ότι ... αφού έχουν ψηφιοποιηθεί, τότε τι χρειάζονται οι βιβλιοθηκονόμοι;

Και για να επιστρέψω στο Μ. Μερακλή, όταν κάνει λόγο για το ρόλο του ποιητή, λέει ανάμεσα στ' άλλα: "... η ιθύνουσα τάξη υποκαθιστά τον κοινωνικό δυναμισμό, που εκφράζεται με την πολιτική δράση, με την καλλιέργεια μιας εθνικής ομοψυχίας...".  Έτσι έλεγε το 1983, σήμερα μιλάμε και για τον κοινωνικό αυτοματισμό...

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Από τον Ζουμπουλάκη στον Σίνγκερ και στον Καίστλερ: ένα συναρπαστικό ντόμινο ανάγνωσης






Έλεγε σε μια συνέντευξή του το 1988 ο Μάριο Βίτι ότι συγγραφέας και αναγνώστης "επιζητούν μια αλληλεγγύη για το ίδιο αντικείμενο αγάπης".1 Μου άρεσε αυτή η φράση, γιατί πράγματι εμείς οι αναγνώστες άλλοτε είναι σαν να συμπάσχουμε με τους συγγραφείς (μερικές φορές είναι λες και μοιραζόμαστε το ίδιο πρόβλημα την ώρα της ανάγνωσης ή το έχουμε ζήσει στο παρελθόν), άλλοτε πάλι γινόμαστε μαθητές τους κι αυτοί μας οδηγούν σε καινούρια μονοπάτια ανάγνωσης (και γνώσης βέβαια). Αυτό το τελευταίο είναι ένα εκπληκτικό αναγνωστικό παιχνίδι, κάτι σαν ντόμινο ανάγνωσης, που εγώ τουλάχιστον το απολαμβάνω πολύ. Μου αρέσει όταν οι συγγραφείς συνομιλούν με άλλους συγγραφείς και μεταφέρουν αυτή τη συνομιλία στον αναγνώστη. Πολλά διαβάσματά μου είναι αποτέλεσμα τέτοιων συνομιλιών. Και πολλούς συγγραφείς τους ξαναδιαβάζω (και) γι' αυτό το λόγο. Να αναφέρω μόνο ενδεικτικά τον Ταμπούκι, τον Βίλα-Μάτας, τον Γκαλεάνο ... Είναι σαν να τους ευγνωμονώ, και τους ευγνωμονώ στ' αλήθεια.

Σ' αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, θ' αναφερθώ σήμερα στο Σταύρο Ζουμπουλάκη (με την ιδιότητά του ως συγγραφέας και όχι ως Πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, θέση από την οποία, θέλω να πιστεύω, θα θελήσει και θα μπορέσει να συμβάλει για την Εθνική Βιβλιοθήκη). Αφορμή (αν υπάρχει λόγος να βρω αφορμή) στάθηκε η συζήτηση που παρακολούθησα χθες στο ραδιοφωνικό σταθμό Στο Κόκκινο με θέμα Θρησκεία και κοινωνική χειραφέτηση στο πλαίσιο της εκπομπής Θεωρία στον αέρα, έννοιες-ιδέες-κριτική, από το Ινστιτούτο Νίκου Πουλαντζά, και στην οποία καλεσμένοι ήταν οι Σταύρος Ζουμπουλάκης και Βασίλης Ξυδιάς, "δύο χριστιανοί", όπως τους αποκάλεσε ο συντονιστής Ανδρέας Καρίντζης. Η συζήτηση είχε ενδιαφέρον, μίλησαν για την έννοια της αγάπης σε σχέση με τις έννοιες της εξουσίας και της ηγεμονίας αλλά και του σφετερισμού, για το περιεχόμενο του απροϋπόθετου της αγάπης, για το περιεχόμενο της αγάπης και της ηθικής (που είναι το νοιάξιμο για τον άλλο, είπε ο Ζουμπουλάκης), για τη σχέση αγάπης και δικαιοσύνης (και όχι δουλοπρέπειας).




Δύσκολες έννοιες καμιά φορά να τις προσεγγίσεις στο βάθος τους, όμως η συζήτηση με οδήγησε να διαβάσω αμέσως ένα βιβλίο του Ζουμπουλάκη που παρέμενε αδιάβαστο στη βιβλιοθήκη μου. Πρόκειται για το Ο Θεός στην Πόλη: Δοκίμια για τη θρησκεία και την πολιτική (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2010, 1η έκδ. 2002), το οποίο περιέχει δέκα κείμενα, γραμμένα την περίοδο 1998-2002 που συζητούν τη θέση της θρησκείας στη σύγχρονη κοινωνία (κατά τον συγγραφέα πάντα). Τα κείμενα έχουν ενδιαφέρον, ακόμη και αν, ως αναγνώστης, δεν μπορείς να ακολουθήσεις ή και να συμφωνήσεις με (όλες) τις - θρησκευτικού περιεχομένου - απόψεις που εκφράζονται. Όμως, βρήκα ενδιαφέρουσα την ανάλυση που κάνει στο "Ο Θεός επιστρέφει στην Ευρώπη;" για το Ισλάμ, για τις έννοιες (και με ορολογικό ενδιαφέρον) φονταμενταλισμός (μήπως, λέει, να αποδοθεί στα ελληνικά ως θεμελιωτισμός;) και ζηλωτισμός, για τη σχέση θρησκείας και θεού κτλ.2

Σε άλλο κείμενο διακρίνει την έννοια αντιλαϊκισμός από την έννοια αντιλαϊκότητα, αλλού απαντάει σε άρθρο της Τζούλια Κρίστεβα (έχω αδιάβαστο και δικό της σχετικό βιβλίο), αναφέρεται στη σχέση Εκκλησίας και κράτους, στην ιστορία, στον αντισημιτισμό, στο τζαμί στην Αθήνα. Για το τελευταίο μάλιστα, για το οποίο έγραφε τότε (το 1999!) ότι είναι γελοία η ιστορία σχετικά με το πώς θα αποτραπεί το χτίσιμο τζαμιού, παρέθετε ιστορικά στοιχεία που μαρτυρούν οτι η βυζαντινή Αθήνα ήταν μια ανεξίθρησκη κοινωνία, ενώ τελείωνε με απόσπασμα από τον "ξεπεσμένο δερβίση" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για να υποστηρίξει τη θέση του ότι πρέπει ν' αξιοποιηθεί προς τούτο το τζαμί Τζισταράκη στο Μοναστηράκι.


 

Όμως, το καλοκαίρι διάβασα το βιβλίο του "Η αδερφή μου" (Πόλις, 2012) για το οποίο έχουν ήδη γραφτεί πολλά, ένα βαθειά εξομολογητικό βιβλίο με έναν βαθειά ανθρώπινο λόγο. Για να το συνδέσω με τα προηγούμενα, γράφει  (στη σελίδα 31) για την πνευματική σημασία του αθεϊσμού, ενός υπαρξιακού αθεϊσμού, που υπερασπίζεται έναν θεό ελέους, ταυτισμένο με το αγαθό:

"Η αμφιβολία για τον θεό σε κάνει συχνά να ακούς καθαρότερα τη φωνή του ανθρώπινου πόνου, ενώ η ακλόνητη και αρραγής πίστη δεν αφήνει πολλές φορές να ακουστεί η απόγνωση και η οιμωγή... η πίστη του σημερινού ανθρώπου, των δημοκρατικών κοινωνιών, που έχει ενσωματώσει μέσα της την αμφιβολία, είναι πιο ανθρώπινη, ελεύθερη, ανοιχτή και προπάντων φιλόξενη, από ό,τι η πίστη, πολύ συχνά μισαλλόδοξη, της παραδοσιακής χριστιανοσύνης" (σελ. 32).

Σ' αυτό το βιβλίο, βρήκα και τα δύο στοιχεία που ανέφερα παραπάνω. Βρήκα στοιχεία που σε κάποια φάση της ζωής μου έχω νιώσει αντίστοιχα τον πόνο. Και πώς να μην καταλάβω όταν λέει: "Όποιος δεν έχει πονέσει στη ζωή του δεν θα μπορέσει ποτέ να ανοίξει σπλάγχνα οικτιρμού για τον συνάνθρωπο, ούτε όμως και όποιος δεν έχει νιώσει τη χαρά". 'Η: " Η αρρώστια, η δική σου και των άλλων, σε οδηγεί να εκτιμάς την αξία των πιο κοινών και καθημερινών πραγμάτων της ζωής και ταυτόχρονα να σχετικοποιείς, χωρις να μηδενίζεις, τη σημασία άλλων, που θεωρούνται σημαντικά...".

Πώς να μην αναζητήσω την αλληλεγγύη που επικαλείται ο Βίτι, όταν γράφει: "Στη ζωή των ανθρώπων, όχι όλων πάντως πολλών, υπάρχει ένα γεγονός που επηρεάζει, χρωματίζει και σφραγίζει όλα τα άλλα".

¨Ομως, στο βιβλίο αυτό βρήκα και το δεύτερο στοιχείο συνομιλίας, αυτό που με οδήγησε σε δυο πολύ ενδιαφέροντα βιβλία.





Αναφέρεται στο διήγημα "Η πλύστρα" του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, το οποίο, μετά από ψάξιμο σε βιβλιοθήκες, το βρήκα (στη Βιβλιοθήκη του Ιδρύματος Ευγενίδη) να περιέχεται στο βιβλίο του "Στο δικαστήριο του πατέρα μου" (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2003). Με απλή, γλαφυρή γραφή, ο Σίνγκερ αφηγείται  την παιδική του ηλικία στην Πολωνία, μέσα από μικρές αυτοτελείς ιστορίες της καθημερινής ζωής. Περιγράφει στιγμές από τη ζωή της δικής του οικογένειας αλλά και των άλλων ανθρώπων της πόλης που ζούσαν (κυρίως Βαρσοβία), με ενδιαφέρουσες αναφορές για την κουλτούρα, τις συνήθειες, τον τρόπο ζωής των Εβραίων της Πολωνίας. Μιλά για τους χασίδηδες Εβραίους (ο πατερας του ήταν ραββίνος, κάτι σαν λαϊκός δικαστής), για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ως προς τις αντιλήψεις, τις συμπεριφορές, τη γλώσσα (τα γίντις), αλλά και τις ενδυματολογικές και άλλες ιδιαιτερότητες (π.χ. οί οικοδέσποινες φόραγαν περούκα, οι άντρες είχαν στριφτές γενειάδες). Δίνει το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα της εποχής εκείνης (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α' παγκόσμιος πόλεμος, Ρώσικη επανάσταση), αναφέρεται στις σχέσεις με τους χριστιανούς, περιγράφει τα διάφορα επαγγέλματα που εξασκούνταν εκείνη την περίοδο.

Η πλύστρα είναι μια γριούλα, χριστιανή, που έπαιρνε τα ρούχα από τα σπίτια για μπουγάδα και τα επέστρεφε μετά από δυο βδομάδες. Έτσι, αφηγείται μια τρυφερή, συγκινητική, πολύ ανθρώπινη ιστορία. Ξεχώρισα κι άλλες ιστορίες, όπως "Μικρός φιλόσοφος", "Γίνομαι εισπράκτορας", "Η διαθήκη", "Στις άγρις αγελάδες", "Μια μακάβρια ερώτηση".

Πρέπει, τέλος, να σημειώσω την πολύ καλή απόδοση και επιμέλεια από τη μεταφράστρια Ανθή Λεούση, με πολλές σημειώσεις και με γλωσσάρι αρκετά κατατοπιστικό για όρους και έννοιες της Εβραϊκής θρησκείας.




Το άλλο βιβλίο που αναφέρει ο Ζουμπουλάκης και διάβασα επίσης (και αυτό δανεισμένο από τη Βιβλιοθήκη του Ιδρύματος Ευγενίδη) είναι "Ο κομισάριος και ο Γιόγκι" του Άρθουρ Καίστλερ (Κάκτος, 2010). Εδώ, περιέχονται άρθρα που έγραψε ο Κέστλερ την περίδο 1942-1945 ενώ δούλευε ως δημοσιογράφος στην Αγγλία. Είναι κείμενα που καταφέρονται κατά του φασισμού, κατά του ναζισμού, αλλά και με πολλές αναφορές στις στρεβλώσεις του σταλινισμού στη Σοβιετική Ένωση κατά τη δεκαετία του '30, μεταφέροντας και τις προσωπικές του εμπειρίες από το ταξίδι του εκεί γύρω στο 1932. Ιδιαίτερα καυστικός, όμως τόσο αληθινός (δυστυχώς)...

Η αλήθεια είναι ότι στα δύο βιβλία του Ζουμπουλάκη που αναφέρω εδώ υπάρχουν κι άλλες αναφορές και θα μπορούσα να συνεχίσω το ντόμινο της ανάγνωσης, όπως το ονομάζω. Προς το παρόν, έφτασα μέχρι εδώ, και πάλι η ευχαρίστηση από αυτή την περιδιάβαση ήταν μεγάλη.

-----------------
1Περιέχεται στο βιβλίο του με τίτλο "Γραφείο με θέα. Άρθρα και ομιλίες: Εργογραφία με αυτοβιογραφικό σχόλιο", Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2006, σελ. 225. Όλος ο τόμος αξίζει να διαβαστεί, τόσο για το ίδιο το περιεχόμενο, όσο και για τον τρόπο και το ύφος που χρησιμοποιεί ο σπουδαίος Mario Vitti για να περιγράψει τις μεγάλες και μικρές στιγμές της προσωπικής και επιστημονικής του σταδιοδρομίας. 

2Στο κείμενο αυτό αναφέρεται επίσης στο βιβλίο του Ζαν Ντανιέλ "Ταξίδι στα όρια του έθνους" που επίσης έχω στη βιβλιοθήκη μου, καθώς και στον Χάντιγκτον και στις απόψεις του σχετικά με τις συγκρούσεις των πολιτισμών, τις οποίες και απορρίπτει (παραπέμποντας και σε άρθρο του Παναγίωτη Κονδύλη).

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Οι Υπνοβάτες, του Άρθουρ Καίσλερ: εις μνήμην Ιωάννας Χατζηνικολή




Έφυγε σήμερα η Ιωάννα Χατζηνικολή, μια σημαντική μορφή από το χώρο του βιβλίου, ιδιοκτήτρια του ομώνυμου εκδοτικού οίκου και μεταφράστρια. Στα μέχρι αυτή τη στιγμή δημοσιεύματα που έχω δει με αφορμή αυτό το γεγονός, όταν αναφέρουν μεταφράσεις που είχε κάνει, παρατηρώ ότι λείπει - από όλα -  η αναφορά στο βιβλίο "Υπνοβάτες: Μια ιστορία της αλλαγής του κοσμικού οράματος του ανθρώπου (Πυθαγόρας - Κοπέρνικος - Κέπλερ - Γαλιλαίος - Νεύτωνας)" του Άρθουρ Καίσλερ, εκδόσεις Χατζηνικολή, 1975 (The sleepwalkers, 1959).

Το βιβλίο είναι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, αφού βέβαια λάβουμε υπόψη ότι γράφτηκε το διάστημα 1955-1958 κι επομένως οι γνώσεις και η αφομοίωσή τους γύρω από τις νέες εξελίξεις στις Θετικές Επιστήμες και κύρια στη Φυσική αλλά και στην Τεχνολογία ήταν σε πρώιμο στάδιο (παρόλο που ο Μπορ και ο Αϊνστάιν είχαν ήδη αμφισβητήσει την  κλασική θεωρία της νευτώνειας φυσικής).

Ο Καίσλερ ασχολείται με την ιστορία της κοσμολογίας από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι το Νεύτωνα. Και λέω πολύ παλιά χρόνια γιατί ξεκινά τις αφηγήσεις του για τον Κόσμο, τον κόσμο του Σύμπαντος από την "Αυγή", με αναφορές στους Χαλδαίους, στους Βαβυλώνιους, στους Αιγύπτιους, στους Εβραίους για να περάσει στους Έλληνες όπου, ξεκινώντας από τους Ίωνες φιλοσόφους και κάνοντας πολλές ιδιαίτερες αναφορές σε πρόσωπα, ασχολείται ιδιαίτερα με τον Πυθαγόρα και το όραμά του για το Σύμπαν.

Προχωρά στα ελληνορωμαϊκά και πρώτα χριστιανικά χρόνια και φτάνει στο Μεσαίωνα. Αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στον Κοπέρνικο, τον ντροπαλό εφημέριο, όπως τον ονομάζει. Στη συνέχεια ασχολείται με τον Κέπλερ και το κοσμικό μυστήριο, με τον Τύχο, με τον Γαλιλαίο και τη δίκη του, ενώ τελειώνει με το Νεύτωνα, με τον οποίο "θα πρέπει να κλείσει και η αφήγησή μας της αλλαγής του κοσμικού οράματος του ανθρώπου" (σελ. 376).

Όλοι αυτοί, λέει ο Καίσλερ, είχαν ως σκοπό όχι την κυριαρχία της φύσης, αλλά την κατανόησή της. Όταν λέει ότι ασχολείται με την κοσμολογία, εννοεί ότι ασχολείται "με την εξέλιξη του οράματος που είχε ο άνθρωπος για το σύμπαν που τον περιέβαλλε". Ασχολείται με τα παραπάνω πρόσωπα, αναζητά στοιχεία από τη ζωή τους και φτιάχνει τους μύθους τους.

Κι έτσι πρέπει να διαβαστεί. Ο ίδιος λέει στην εισαγωγή ότι "δεν είναι ένα εκλαϊκευμένο επιστημονικό βιβλίο αλλά μια προσωπική και θεωρητική αφήγηση ενός αντιφατικού θέματος". Σταματά στο Νεύτωνα γιατί, όπως λέει, "βασικά εξακολουθούμε να ζούμε μέσα σ' έναν Νευτωνικό κόσμο" (ποιος ξέρει αν το 1959 είχε ακούσει για τα κβάντα...). 

Και βέβαια όταν στον Επίλογο κάνει λόγο για την πρόοδο της επιστήμης (της φιλοσοφίας της φύσης, όπως λέει) που δεν ήταν συνεχής και που αναπτύχθηκε "με συμπτωματικούς πήδους και γκέλ που εναλλάσονταν με απατηλές αναζητήσεις, αδιέξοδα, κάμψεις, περιόδους τύφλωσης και αμνησίας" (σελ. 381), δεν γνώριζε τίποτα για την εκθετική ανάπτυξη της επιστήμης, όπως διατυπώθηκε το 1963 στο βιβλίο "Little Science, Big Science" από τον σπουδαίο ιστορικό της επιστήμης Derek J. de Solla Price (και ιστορικό της τεχνολογίας - όσοι πήγαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο να δούν την Έκθεση για το Μηχανισμό των Αντικυθήρων θα είδαν ότι ήταν κεντρικό πρόσωπο στην έναρξη μελέτης του τεχνολογικού αυτού επιτεύγματος - αλλά και θεμελιωτή των απόψεων για την εξέλιξη της επιστημονικής πληροφόρησης και των σχετικών εφαρμογών, όπως είναι η ανάλυση των βιβλιογραφικών παραπομπών και η επιστημομετρία).

Αν και ξεπερασμένο, δεν παύει να είναι ενδιαφέρον και κυρίως απολαυστικό. Αλλά και προφητικό: "...  μέσα σ' ένα πολύ κοντινό μέλλον, ο άνθρωπος ή θα καταστρέψει τον εαυτό του ή θα ξεκινήσει για τ' άστρα".  

Αλήθεια, τι έγινε τελικά;

--------------------------------------------
Υστερόγραφο: Ομολογώ ότι τον Καίσλερ τον είχα γνωρίσει από νωρίς με το βιβλίο του "Το μηδέν και το άπειρον" (από τις εκδόσεις Ηριδανός, σε μετάφραση Αλέξανδρου Κοτζιά). Έφτασα στους Υπνοβάτες του όταν πριν λίγα χρόνια διάβασα το βιβλίο Η τριλογία των επαναστάσεων: Δόκτορ Κοπέρνικος. Κέπλερ. Το γράμμα του Νεύτωνα του Τζων Μπάνβιλ (Κέδρος, 2008). Τότε με ξένισε ο τίτλος γιατί είχα μόλις διαβάσει  και την τριλογία "Υπνοβάτες" του Χέρμαν Μπροχ Είναι η περιπέτεια της ανάγνωσης, κάτι σαν το "Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης"... Είναι το υπέροχο ταξίδι στα βιβλία...