Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Ο Μίκης για τον Νίκο Σκαλκώτα


Tο Ζαχαροπλαστείο "Πέτρογραδ" της οικογένειας Γιάκοβλεφ. 
Ανοιξε το 1935 στην οδο Σταδίου 29 και έκλεισε το 1969. (Πηγή)


Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο βιβλίο του «Ανατομία της Μουσικής» (είχα γράψει εδώ), κάνει εκτενή αναφορά στον Νίκο Σκαλκώτα (1904-1949), τον οποίο αγαπά και κάνει παρέα μέχρι τον θάνατό του (ήταν μόλις 25 χρονών τότε ο Μίκης) παρότι δεν δείχνει να τρέφει τα ίδια φιλικά αισθήματα για όλη τη μουσική του και για το ρεύμα της «πρωτοποριακής» μουσικής, που εκπροσωπείται τότε κυρίως από τον Σένμπεργκ (για τον οποίο, μάλιστα, γράφει ότι η συμβολή του περιορίζεται «στην προσφορά νέων αρμονικών και μελωδικών τρόπων… παρά στην ίδια τη δημιουργία»). Ας αφήσουμε όμως στους ειδικούς τη μουσική αποτίμηση και ας δούμε την πιο προσωπική προσέγγιση του Μίκη για τον άνθρωπο και μουσικό Σκαλκώτα.

[…] Μέχρι προχτές ζούσε ανάμεσά μας ο σιωπηλός συνθέτης. Πού ήσαν τότε οι φίλοι του νεκρού Σκαλκώτα; Μήπως δεν ήταν γνωστό σε όλους το πλούσιο έργο του, το βάθος του χαρακτήρα του, η σοβαρότητα της μόρφωσής του; Κι όμως ο Σκαλκώτας ξεχάστηκε πίσω απ’ το τελευταίο αναλόγιο της Κρατικής, ως την ώρα που έσβησε πάνω στην ακμή της ηλικίας του. Θλιβερή κοινωνία, θλιβεροί «φίλοι», ν’ αγαπούνε πιότερο τους νεκρούς από του ζωντανούς.

Τον θυμάμαι τον Νίκο Σκαλκώτα όταν πηγαίναμε μαζί στο ζαχαροπλαστείο της οδού Σταδίου «Πέτρογκραντ», ιδιοκτησίας του συνθέτη ελαφράς μουσικής Νίκυ Γιάκοβλεφ. Πεινασμένοι περιμέναμε στο γωνιακό τραπεζάκι να μας φέρει από μια μπύρα και ένα πιροσκί. Αυτή ήταν η αμοιβή μας! Μετά ο Γιάκοβλεφ καθόταν στο πιάνο και αφηνόταν στους αυτοσχεδιασμούς. Ήθελε να γράψει κοντσέρτο για πιάνο. Μόνο που δεν ήξερε καλά μουσική. Έτσι εμείς, ο Σκαλκώτας κι εγώ, σημειώναμε στο πεντάγραμμο ό,τι μπορούσαμε. Αυτή η χαμάλικη δουλειά του Σκαλκώτα ήταν τεράστια. Μπορούσε να δουλεύει νύχτες ολόκληρες νηστικός για λογαριασμό ξένων προκειμένου να κερδίσει λίγες δραχμές. Την ημέρα πήγαινε στις πρόβες της Κρατικής. Σιωπηλός, θα ’λεγα φοβισμένος, σπάνια μιλούσε. Πάντα ευγενικός μέχρι υπερβολής. Δεχόταν με χαμόγελο τις ειρωνείες που του πετούσαν «ευγενικά» οι συνάδελφοί του σε κάθε πρώτη εκτέλεση έργου του.

Και όταν πέθανε ξαφνικά, η ορχήστρα τήρησε ενός λεπτού σιγή για τον «τύπο αυτόν που χάθηκε», όπως είπαν τότε κάποια επίσημα χείλη… Πού ήσαν, αλήθεια, όλον αυτόν τον καιρό οι φίλοι του ζωντανού Σκαλκώτα;

Μπορώ να πω ότι αγαπούσα πολύ τον Σκαλκώτα κι εκείνος με τιμούσε με την αγάπη και τη φιλία του. Ίσως να ήμουν απ’ τους ελάχιστους που μαζί τους κουβέντιαζε για το έργο του και συχνά με καλούσε στο σπίτι του να δω τις παρτιτούρες που έγραφε εκείνη την εποχή. Ήξερα ότι είχε πολύ δυνατό αυτί. Η τεχνική του ήταν άρτια. Πολλές φορές όμως του παρατήρησα ότι φόρτωνε υπερβολικά την ορχήστρα του. Κάθε μέρα έβλεπα νέες γραμμές. Ένα πυκνό, όλο και πιο πυκνό κοντραπούντο. Όταν παίζαμε το έργο στην Κρατική – έπαιζα τότε κι εγώ – με τις λίγες πρόβες και το σχετικά χαμηλό επίπεδο πολλών μουσικών, ακούγονταν όλα μπερδεμένα, χαοτικά. Δεν ήταν, όμως, μόνον αυτό η αιτία. Για μένα, έφταιγε κυρίως το γράψιμο. Ήμουν σίγουρος ότι από ένα σημείο και πέρα δεν τον ενδιέφερε τόσο το ακουστικό φαινόμενο, αλλά πιο πολύ το γεγονός ότι όλες αυτές οι γραμμές υπήρχαν σαν σκέψεις, σαν ιδέες επάνω στο χαρτί.

Είχαν διατυπωθεί, στριμωγμένες θα ‘λεγες από μια εσωτερική διανοητική και ψυχική αναγκαιότητα να ζήσουν ιδανικά – υποκειμενικά – φυλακισμένες στο πεντάγραμμο, κάθε μία γραμμή με τη δική της ιστορία. […]


Και συνεχίζει παρακάτω μ’ ένα σημείωμα που είχε δημοσιεύσει στις 2 Νοεμβρίου του 1952 στην «Προοδευτική Αλλαγή»:

Εκείνος που θα ήθελε να έχει μια άμεση και γνήσια επαφή με ό,τι ονομάζουμε στη μουσική «φορμαλισμό», δεν έχει παρά ν’ ακούσει το “Largo Ostinato” του Νίκου Σκαλκώτα… Το έργο του, πολυσύνθετο, πλατύ, δε βρήκε στον καιρό του αξιόλογη απήχηση εξόν απ’ τους «χορούς» του.

Δεν είναι, όμως, που η εποχή του δεν τον κατάλαβε. Η αιτία βρίσκεται μέσα στις ίδιες του τις συνθέσεις, με το ακαθόριστο, το σκοτεινό τους περιεχόμενο, την εγκεφαλική τους διάθεση, τον μηδενιστικό τους προσανατολισμό.

Ναι ο Σκαλκώτας ήταν ένας φορμαλιστής. Η λεπτή, η τρομακτικά ευαίσθητη φύση του, τυλίχτηκε ασφυκτικά απ’ τους πλοκάμους μιας σαπισμένης, δίχως ορίζοντα εποχής. Η σκληρότητα και η αδιαφορία των ανθρώπων τον ανάγκασε να κλειστεί στον εαυτό του. Και όταν ακόμα σου μιλούσε, η φωνή του έπαιρνε έναν σιγανό, φοβισμένο τόνο, τα λόγια του με δυσκολία φτάνανε στ’ αυτιά σου. […]


Ήταν τότε 27 χρονών ο Μίκης, αγαπούσε τον Νίκο Σκαλκώτα και τον θεωρούσε «τραγική μορφή». Καταλήγοντας, ξεχωρίζει τον Σκαλκώτα και τον Χρήστου από «το κύκλωμα της λεγόμενης πρωτοποριακής μουσικής», όπως, λέει, εννοούν κάποιοι «ιδιόρρυθμοι εγκέφαλοι» την «κάθε είδους εκκεντρικότητα». Αυτοί, γράφει, «αποδείξανε ότι είναι γνήσιοι μουσικοί, γνήσιοι καλλιτέχνες και γνήσιοι δημιουργοί».

Με αφορμή, και όχι μόνο, το Έτος Σκαλκώτα που γιορτάζουμε φέτος.

.................................................

Σημειώσεις:
Πληροφορίες για το ζαχαροπλαστείο Πέτρογκραντ υπάρχουν στις ιστοσελίδες:
Λίστα με τα τραγούδια του Γιάκοβλεφ βρίσκεται στην ιστοσελίδα
https://palia.kithara.gr/index.php?cmd=ci&cre=ciakpblev%20niku.
Η "Προοδευτική Αλλαγή" ήταν πρωινή ημερήσια εφημερίδα της Αριστεράς. Είχε ως υπότιτλο "Δημοκρατία - Ελευθερία - Δικαιοσύνη".

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Μια φορά κι έναν καιρό στον τόπο τούτο το μικρό





Μια φορά κι έναν καιρό στον τόπο τούτο το μικρό
Ζούσαν κάτι φουκαράδες, οι ραγιάδες
Κοτσαμπάσηδες, πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες 
κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα

Τη δεκάτη ο τσιφλικάς, δως του κόψιμο ο πασάς
κι υπαγόρευε το ράσο, σφάξε με αγάμ' ν' αγιάσω
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
Κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα

Έτσι τρεις από κοινού πίναν το αίμα του λαού 
Αφού τότε τσιφλικάδες ήσανε οι μπουρζουάδες 
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες 
Κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα


(Στίχοι: Μήτσος Ευθυμιάδης Μουσική: Χρήστος Λεοντής Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς. Το κομμάτι είναι απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Μήτσου Ευθυμιάδη: "Προστάτες", που ανέβηκε στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης το 1975, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν).
 
Σε μια παρουσίαση πριν από μερικά χρόνια, ο συνθέτης Χρήστος Λεοντής σημείωσε (με νόημα;) ότι ... καμιά φορά η ιστορία μπορεί και να επαναλαμβάνεται. Δεν το ευχόμαστε. Καλή μας τύχη! 
 

Σάββατο 11 Μαΐου 2019

Α ρε μαμά...


Έβαζες ψεύτικες φωνές,
γελούσες κι έκανες πως κλαις
κι εγώ παιδί, α ρε μαμά.
Πίσω μου τρέχεις μια ζωή
με ένα πιάτο και μια ευχή.
Τότε με κράταγες σφιχτά,
τώρα κοιτάς από μακριά.

Μέσα απ' τα δόντια να μιλάς,
σ' ακούω σαν τώρα, μη με σκας.
Δε θα σε ανεχτεί κανείς,
θα πας χαμένος, θα το δεις, α ρε μαμά.
Α ρε μαμά.

Ύστερα λόγια στο χαρτί,
συγγνώμη, σ' αγαπώ πολύ,
είμαι εδώ, α ρε μαμά.
Ζωγράφιζες και μια καρδιά,
με νίκαγες με ζαβολιά
κι έβαζες πάντα στο πικάπ το δίσκο με το Άβε Μαρία.
Άβε Μαρία.

Χανόσουνα στη μουσική,
εσύ γινόσουν το παιδί
κι εγώ ένας άγγελος στη γη
να σε προσέχω μια ζωή.

Τις πόρτες άνοιγες στο φως,
να μπει ο ήλιος κι ο θεός,
να μας φυλάει, α ρε μαμά.
Τα βράδια ήσουν μια αγκαλιά
κι ανάμεσα απ' τα φιλιά
έκανες τη φωνή λαγού,
το λύκο και την αλεπού.

Και όταν γύριζα αργά,
θα σου τα πάρω τα κλειδιά,
θα βρεις τις πόρτες πια κλειστές,
θα με πεθάνεις, αυτό θες; α ρε μαμά.
Α ρε μαμά.

Ύστερα λόγια στο χαρτί,
συγγνώμη, σ' αγαπώ πολύ,
είμαι εδώ, α ρε μαμά.
Ζωγράφιζες και μια καρδιά,
με νίκαγες με ζαβολιά
κι έβαζες πάντα στο πικάπ το δίσκο με το Άβε Μαρία.
Άβε Μαρία.

Χανόσουνα στη μουσική,
εσύ γινόσουν το παιδί
κι εγώ ένας άγγελος στη γη
να σε προσέχω μια ζωή.

Μαμά που πας;
Που πας μαμά;
Μαμά που πας;



Έτσι τραγούδησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου το τραγούδι για τη Μαμά με τα λόγια του Οδυσσέα Ιωάννου, αποδίδοντας στα ελληνικά το ομώνυμο τραγούδι του Σαρλ Αζναβούρ.



Α ρε μαμά, α ρε μαμά...

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

Η Ανατομία της μουσικής από τον Μίκη

΄


Στον χώρο της μουσικής σύνθεσης υπάρχουν μια σειρά παραγόντων, μια σειρά προϋποθέσεων που πρέπει να εναρμονίζονται. Κατ' αρχήν πρέπει να υπάρχει η έμπνευση. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η βασική λειτουργία. Είναι ο σπόρος σε σχέση με τον φυτικό και το σπέρμα σε σχέση με τον ζωικό κόσμο.

Στη λειτουργία της μουσικής, η έμπνευση εμφανίζεται σαν μια ηχητική ενόραση, σαν ένα ηχητικό σχήμα· ακόμα ακόμα και σαν μια ηχητική διάθεση. Πού βρίσκεται ο ήχος; Ο ήχος βρίσκεται μέσα στο μυαλό, στη φαντασία του συνθέτη. Τον "ακούει", όπως ακούμε μέσα μας τα λόγια από κάποιο ποίημα ή κάποιο γνωστό κείμενο.

Αυτό το ηχητικό σχήμα παρουσιάζεται κατ' αρχήν 'άμορφο και αόριστο. Σαν μια διάθεση συναισθηματική-ψυχική. Σαν ένας ακαθόριστος ζωγραφικός πίνακας φτιαγμένος με ηχητικά χρώματα. Και όταν λέμε χρώματα, εννοούμε πραγματικά χρώματα. Σαν να υπάρχει δηλαδή πράσινος, κόκκινος, γαλάζιος ήχος.
...

Έτσι αρχίζει ο Μίκης Θεοδωράκης το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του "Ανατομία της Μουσικής" (Γνώσεις, 1990). Το βιβλίο αποτελείται από 19 κεφάλαια. Τα τρία πρώτα κεφάλαια είναι το περιεχόμενο δύο διαλέξεων που έδωσε για την παρουσίαση της Τρίτης Συμφωνίας του, στις 7 Μαρτίου 1983 στα Χανιά και στις 26 Απριλίου του ίδιου χρόνου στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ξεκινά σ' αυτά με την έμπνευση, το περιεχόμενο, τη μορφή, την κοινωνική και ιστορική σημασία της και με την αναδρομή στη δική του εμπλοκή με τον κόσμο της μουσικής, με τη μονοφωνική, τη συμφωνική και την έντεχνη λαϊκή περίοδο.

Συνεχίζει με τη λαϊκή και έντεχνη μουσική, με την απόλυτη μουσική, τη μελωδία και τη φούγκα, με τη συμφωνική μουσική, το γερμανικό πνεύμα και τον ιταλικό αισθησιασμό, με το Διονυσιακό και το Απολλώνιο πνεύμα, με τους συλλαβιστές, την ολιγαρχία και  την αβάν-γκαρντ, με την ηλεκτρονική μουσική, με τη μουσική ως κοινωνικό φαινόμενο, με την παγκόσμια μουσική, με τη μυθολογία της μουσικής, με τους ποιητές, με την καταναλωτική τέχνη, με τη δημοτική και βυζαντινή μουσική· πολλές αναφορές σε μουσικούς για κάθε περίπτωση και διάχυτη παντού η ιδιαίτερη συμπάθεια, αγάπη στον Στραβίνσκι, το μεγάλο Ρώσο συνθέτη όπως και ο ίδιος τον αποκαλεί.

Πλούσιο το περιεχόμενο, αναφέρεται σε όλα τα θεωρητικά ζητήματα στο πεδίο της Μουσικής, όχι με διδακτικό, "ακαδημαϊκό" τρόπο, αλλά όπως νομίζει ότι θα γίνει κατανοητό. Και είναι, πράγματι, ένα βιβλίο που εύκολα διαβάζεται, όχι μόνο από μουσικούς, αλλά καθένα και καθεμιά μας που λίγο αγαπάμε τη μουσική. Δίνει στοιχεία από την προσωπική πορεία του και καταθέτει τις ιδεολογικές θέσεις του για την εξέλιξη, τις επιδράσεις, το ρόλο της μουσικής στις διάφορες εποχές. Κάνει εκτεταμένη αναφορά στην έντεχνη μουσική που την αντιπαραβάλλει με την ατονική, ενώ έχει μεγάλα κομμάτια αφιερωμένα στην ποίηση, με έμφαση στον Σολωμό που θεωρεί πρωτεργάτη της σύγχρονης ελληνικής ποίησης (είναι για μας, γράφει, ό,τι ο Μπαχ για τους Γερμανούς), χρησιμοποιεί μάλιστα αποσπάσματα από το σχετικό δοκίμιο του Βάρναλη "ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική".


Σχεδίασμα του βιβλίου γραμμένο σε φύλλα από σημειωματάριο ξενοδοχείου (Πηγή: http://www.mikistheodorakis.gr/el/music/analysis/?st=90&nid=4553)
Γράφει για την έμπνευση, την "ψυχική διαταραχή" όπως την αποκαλεί ο Στραβίνσκι (τον οποίο πολύ συχνά ανακαλεί):

Το κύριο χαρακτηριστικό είναι η ψυχική ευφορία και ένα αίσθημα αποστασιοποίησης από την πραγματικότητα. Ακόμα και τα πιο σημαντικά πράγματα ή γεγονότα μονομιάς χάνουν τη σημασία τους, μικραίνουν, γίνονται αδιάφορα.Υπάρχει ένα στοιχείο διαχρονικό,  υπάρχει κάποιο μέγεθος πνευματικό, υπάρχει μια βαθιά χαρά που φωτίζει με άπλετο φως νου και ψυχή, καμιά φορά τόσο εκτυφλωτικά ώστε όλα τα υπόλοιπα γύρω να γίνονται σκοτεινά και δυσδιάκριτα. Εφήμερα. Γνωρίζω τότε ότι ήρθε η στιγμή της δημιουργίας...

Γράφει πολλά για τη μουσική έμπνευση που βρίσκεται στη ρίζα κάθε μουσικού έργου.Ακολουθεί "η εξόρυξη της πρώτης ύλης που είναι το μουσικό μοτίβο". Και ύστερα έρχεται "η παραπέρα μετάπλαση-μορφοποίηση της αρχέγονης μουσικής" που εξαρτάται από το κοινωνικό περιβάλλον, δηλαδή "την πνευματική, πολιτιστική, στάθμη της συγκεκριμένης κοινωνίας όπου γεννήθηκε και ζει ο συνθέτης". Η έμπνευση, γράφει, μπορεί να είναι αυθόρμητη ή λειτουργική. Όσο για το όνειρο...

Έχω κι εγώ μια εμπειρία συγκλονιστική. Ήταν την εποχή που έμενα στο υπόγειο του Μιχάλη κατσαρού στο Χαλάνδρι, αμέσως μετά τη Μακρόνησο, στα 1950-52. Κάποια νύχτα άκουσα με όλες του τις λεπτομέρειες ένα ολόκληρο συμφωνικό έργο για πιάνο και ορχήστρα. Νομίζω όμως ότι πίστευα πως δεν ήταν δικό μου. Ήταν του Σκαλκώτα ή του καλομοίρη. Κατάπληκτος και μαγεμένος έβλεπα σαφώς τον μαέστρο, τον πιανίστα, την ορχήστρα. Ήσαν όλοι ξένοι. Η μουσική ήταν πρωτότυπη. Κι εγώ θαύμαζα και ζήλευα τους υποθετικούς συνθέτες. Όμως για μια στιγμή συνειδητοποίησα ότι το έργο αυτό ήταν δικό μου. Μια απέραντη ψυχική ευφορία με κατέλαβε και θα πρέπει να γελούσα στο όνειρό μου. Το πρωί θυμόμουν σαφώς όλες τις λεπτομέρειες της σύνθεσης. Στη συνέχεια και για πολλά χρόνια προσπάθησα να βάλω στο χαρτί ό,τι μπόρεσα να συγκρατήσω. Ίσως ακόμα και σήμερα να υπάρχουν κατάλοιπα από κείνη τη συγκλονιστική βραδιά.

"Εκείνο που μου έκανε την πιο μεγάλη εντύπωση [στη Λέσβο όπου έμεινε μέχρι τα πέντε] ήταν η γαλάζια θάλασσα
και το άσπρο πλοίο Αλμπέρτα που που δυο φορές τη βδομάδα περνούσε μπροστά από το σπίτι μας"
(Πηγή φωτογρ. https://i.pinimg.com/originals/e5/4b/d9/e54bd9ec55a1427523adde9ba577d375.jpg)

Κάνοντας αναδρομή στην εξέλιξη της μουσικής, αναφέρεται στη μονοφωνική περίοδο, περνά στην Αναγέννηση με τη συμφωνική, αρχικά θρησκευτικού περιεχομένου με Χαίντελ και Μπαχ και στη συνέχεια με Χάυντν, Μότσαρτ, Μπετόβεν, σημειώνοντας ότι "η συμφωνική μουσική αποτελεί καθαρά ταξικό φαινόμενο, από την άποψη ότι δημιουργείται αποκλειστικά μέσα στις κοινωνικές νησίδες των ταξικά προνομιούχων κύκλων της κάθε εποχής". Και αναφέρει χαρακτηριστικά το παράδειγμα της Ελλάδας όπου η μοναδική συμφωνική ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών ήταν ιδιωτική, ανήκε στις "περίφημες 100 οικογένειες" όπως γράφει (του Συλλόγου Αθηναίων) και είχε κανονισμό που δεν επέτρεπε την εκτέλεση έργων Ελλήνων συνθετών. Αυτό σταμάτησε όταν ο Φ. Οικονομίδης κατάφερε τον "φιλόμουσο Γερμανό γκαουλάιτερ στα 1941-42 να υπογράψει " το διάταγμα κρατικοποίησης της ορχήστρας.

Ξεκίνησε γράφοντας συμφωνική μουσική και μόνο από τη δεκαετία του '60 στράφηκε στην έντεχνη λαϊκή, αναζητώντας νέες φόρμες, αλλά και κάτω από την επίδραση, θα έλεγα εγώ, των κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων της εποχής και έχοντας ως δεδομένο ότι πάντα ήταν σκεπτόμενος και ανήσυχος. Έγραψε τον Επιτάφιο, συνέχισε με "μετασυμφωνική μουσική" - λαϊκό ορατόριο, Άξιον εστί, Πνευματικό εμβατήριο, Κάντο Χενεράλ - που τη διακρίνει από τη συμφωνική γιατί περιέχει λαϊκό τραγούδι, λαϊκά όργανα και λαϊκούς τραγουδιστές, συμφωνικά όργανα, χορωδιακά σύνολα, ποιητικό κείμενο. Έγραψε στη φόρμα "τραγούδι-ποταμός", Επιφάνεια Αβέρωφ, Κατάσταση πολιορκίας.



Αναφέρεται στην Τρίτη Συμφωνία του βασισμένη στο έργο του Σολωμού "η Τρελή Μάνα" (παρεμβάλλοντας τρεις βυζαντινές μελωδίες και τον στίχο του Καβάφη "Δεν έχει πλοίο διά σε, δεν έχει οδό"). Την έγραφε, λέει, σαράντα χρόνια, αρχίζοντας από τις αρχές της δεκαετίας του '40,  από τον κήπο του στον Γαλατά Χανίων, μια κοιτάζοντας τα Λευκά Όρη "μεγαλόπρεπα, μακρινά, τυραννικά", την άλλη στρέφοντας το βλέμμα "στο απέραντο Κρητικό Πέλαγος".

Η κοινωνική και πολιτική διάσταση στον τρόπο που σκέφτεται και γράφει μουσική, έντεχνη ή συμφωνική, είναι φανερή σε όλο το βιβλίο. Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν η ανάλυση των συμφωνικών του έργων, η σημασία και ο συμβολισμός των ποιητικών κειμένων που έχει χρησιμοποιήσει, η δική του ευαισθησία να αφουγκράζεται τα μηνύματα και τους τριγμούς των καιρών. Όπως έγινε με το ποίημα του φίλου του και συνεξόριστου στη Μακρόνησο Γιώργου Κουλούκη για τη νεαρή αντάρτισσα Αθηνά που εκτελέστηκε στην Τρίπολη το 1948, που συμπεριέλαβε στην Εβδόμη Συμφωνία του.

Γράφει κι άλλα, για τη γερμανική και την ιταλική μουσική, για την ατονική μουσική και τον Σένμπεργκ, για τις εθνικές σχολές, τη γαλλική, τη ρωσική, για τη μουσική στις χώρες της Αφρικής και τη δημιουργία της λαϊκής μουσικής, για τα εμπόδια που βρήκε (όπως την άρνηση των αμερικανικών υπηρεσιών στην Ελλάδα το 1952 να του δώσουν τη δυνατότητα να ταξιδέψει στην Αμερική για να διευθύνει έργο του ο Μητρόπουλος), για τον Μάλερ, τον Σοστακόβιτς, τον Ντεμπισύ και πολλούς άλλους, για τον Σκαλκώτα τον αγνοημένο από τους συμπατριώτες του, για πολλά που θα χρειάζονταν πολλές αράδες ακόμη. Θα μείνω μόνο  σ' αυτό που γράφει:

"Η λαϊκή τέχνη, και πιο ειδικά η μουσική, χρειάζεται κοινωνικές συνθήκες που να εξασφαλίζουν την ελεύθερη συνείδηση".

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Γερνάω μαμά, πως μοιάζουμε μου λέει σαν δυο σταγόνες...



Τα ρούχα που δεν έμαθα να πλένω
τα βάζω στη σακούλα και σ' τα φέρνω.
Ρωτάς για την καριέρα μου
τη νύχτα και τη μέρα μου
κι εγώ να σου μιλάω καταφέρνω.

Και σκέφτομαι που πίνω κόκα-κόλα
για να 'ναι πάντα ίδια αλλάζουν όλα.
Κι ανοίγω το ψυγείο σου,
το "έλα" και το "αντίο" σου
ζητούσα στη ζωή μου πάνω απ' όλα.

Μαμά, πεινάω
μαμά, φοβάμαι
μαμά, γερνάω, μαμά.
Και τρέμω να 'μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς:
ωραία, νέα κι ατυχής.

Τα χρόνια που μεγάλωνες για μένα
να ξέρεις πως σου τα 'χω φυλαγμένα.
Και τέλειωσα με άριστα
αλλά δεν έχω ευχάριστα,
όλα στον κόσμο είναι γραμμένα.

Τριάντα καλοκαίρια και χειμώνες
τις άγριες σού φέρνω ανεμώνες.
Και κοίτα, ένα μυστήριο
του κόσμου το κριτήριο
πως μοιάζουμε μου λέει σαν δυο σταγόνες.

Μαμά, πεινάω
μαμά, φοβάμαι
μαμά, γερνάω, μαμά.
Και τρέμω να 'μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς:
ωραία, νέα κι ατυχής.


[Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου, Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης, Πρώτη εκτέλεση: Τάνια Τσανακλίδου, από το δίσκο: "Μαμά γερνάω" (1988)]

Η μάνα μου έφυγε χθες τη νύχτα, ήσυχα κι αθόρυβα. Ακριβώς 18 χρόνια ύστερα από τον πατέρα μου. Ήταν 91 και ήταν η τελευταία των παλιών. Κλείνει ο κύκλος, ανοίγει άλλος, έτσι είναι η ζωή. 

Και η ζωή συνεχίζεται. 

Καλή χρονιά!


Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Άννα τ' όνομά της το μικρό...




Την παιδική μου φίλη
την είδα ξαφνικά
να στέκει
και να με κοιτά.

Αγάλματα κομμάτια
στα μάτια της τα δυο
λησμονημένες πόλεις
ναυάγια στο βυθό.

Ζεστό το μεσημέρι
το στόρι χαμηλό
κι η σκάλα
στο φωταγωγό.

Σβήνουν τα βήματα στη σκάλα
κανείς θα πλανηθούμε μοναχοί
θάλασσες πόλεις έρημοι σταθμοί.
Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή
τι να καταλάβουμε οι φτωχοί.

Για πες μου μήπως ξέρεις
γι’ αυτήν που σου μιλώ
Άννα
τ’ όνομά της το μικρό.

Τη βλέπω κατεβαίνει
στέκεται στο σκαλί
και χάνεται για πάντα
στου κόσμου τη βουή.

Είδα την Άννα κάποτε, του Διονύση Σαββόπουλου.
Αφιερωμένο στη φίλη μου, Άννα τ' όνομά της το μικρό. Και στην Αννούλα τη Σολωμίτσα, την Άννα που είδα κάποτε και που ήταν φίλη πιστικιά. Και σε όλες τις Άννες ... 

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Όνειρο αγγελικό, του Αντόν Ρουμπινστάιν


Ο Αντόν Ρουμπινστάιν ήταν Ρώσος συνθέτης και πιανίστας, που γεννήθηκε το 1829 στη σημερινή Μολδαβία και πέθανε το 1894. Οι γονείς του ήταν Εβραίοι, ασπάστηκαν τον χριστιανισμό όταν ήταν μικρός (εποχή τσάρου Νικολάου Α', διωγμοί των Εβραίων), ο ίδιος αργότερα δήλωνε άθεος. Ο πατέρας του είχε εργοστάσιο μολυβιών στη Μόσχα και η μητέρα του ήταν σπουδαία μουσικός και η πρώτη του δασκάλα στο πιάνο. Ο Ρουμπινστάιν ήταν κι αυτός καθηγητής μουσικής, δάσκαλος μάλιστα του Τσαϊκόφσκι στη σύνθεση. Ήταν επίσης ο ιδρυτής του Ωδείου της Αγίας Πετρούπολης (ο αδελφός του δε Νικολάι ίδρυσε το Ωδείο Μόσχας).

Θεωρείται ένας από τους τρεις σπουδαίους πιανίστες του 19ου αιώνα, μαζί με τον Σοπέν από την Πολωνία και τον Λίστ από την Ουγγαρία, ο λιγότερο πάντως γνωστός, αν και η καριέρα του άρχισε πολύ νωρίς· ήδη στα δέκα του χρόνια είχε την πρώτη δημόσια εμφάνιση ως πιανίστας, ενώ στα 14 κυκλοφόρησε το πρώτο του έργο, μια μελέτη για πιάνο πάνω στο ποιητικό θέμα του Undine (δημοφιλές γερμανικό παραμύθι γραμμένο από τον Friedrich de la Motte Fouqué, στο οποίο έχουν βασιστεί μουσικά, κινηματογραφικά, εικαστικά και άλλα έργα).

Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα λόγια με τα οποία περιγράφει τον εαυτό του στο βιβλίο του με σκέψεις και αφορισμούς που κυκλοφόρησε στη Λειψία το 1897 με τον γερμανικό τίτλο Gedanken-Korb και το 1901 στα γαλλικά ως Pensées et Aphorismes d'Antoine Rubinstein (το αντιγράφω από τη Βικιπαίδεια):

Οι Ρώσοι με λένε Γερμανό, οι Γερμανοί με αποκαλούν Ρώσο, οι Εβραίοι Χριστιανό και οι Χριστιανοί, Εβραίο. Οι πιανίστες με θεωρούν συνθέτη και οι συνθέτες, πιανίστα. Οι κλασικιστές με αποκαλούν φουτουριστή και οι φουτουριστές με θεωρούν αντιδραστικό. Το συμπέρασμά μου είναι ότι δεν είμαι ούτε ψάρι ούτε πουλί, ... ένα θλιβερό άτομο.




Από τα έργα του (για τα οποία υπάρχουν πολλές πληροφορίες και στο Διαδίκτυο) γνωρίζω και ξεχωρίζω το Rêve Angélique ("Όνειρο αγγελικό") από το έργο του Kamennoi-Ostrow Opus 10 No. 22. Στο πρώτο βίντεο ακούμε μια εκτέλεση του κομματιού από τη Philharmonia Slavonica, ενώ στο δεύτερο ακούγεται μόνο πιάνο και παίζει ο Φινλανδός δεξιοτέχνης Jouni Somero.

Υπάρχει μάλιστα και μια ερμηνεία για το λόγο που ο Ρουμπινστάιν έγραψε το συγκεκριμένο έργο. Kamennoi-Ostrow είναι το νησί Kamennoi, ένα από τα πάμπολλα νησιά πάνω στον ποταμό Νέβα που αποτελούν την Αγία Πετρούπολη. Βρήκα αναφορές του 19ου αιώνα για το νησί στο βιβλίο "The land of Thor." του αμερικανού ιρλανδικής καταγωγής περιηγητή και συγγραφέα John Ross Browne (1867). Εκεί περιγράφεται ως όμορφο χωριό θερινών κατοικιών με ποικίλες δυνατότητες διασκέδασης για κάθε αργόσχολο, όπως χορό, μουσική, τσάι, καφέ, ζαχαροπλαστεία, τυχερά παιγνίδια κτλ. 

Νέοι χωρικοί από τα νησιά του Νέβα στην περιοχή της Αγίας Πετρούπολης,
όπως τους είδε και τους ζωγράφισε ο Browne

Επιστρέφοντας όμως στον Ρουμπινστάιν, στο περιοδικό Etude Magazine, τεύχος Απριλίου του 1912, δημοσιεύτηκε άρθρο με τίτλο Why Rubinstein Wrote "Kamennoi Ostrow" (Γιατί ο Ρουμπινστάιν έγραψε το "Kamennoi Ostrow"), στο οποίο μεταφέρεται μια ποιητική εικόνα του νησιού όπου τα κουδουνίσματα από τις καμπάνες ηχούν μελωδικά στ' αυτιά του επισκέπτη και τον κάνουν να πιστεύει πως "η Αρκαδία είναι στη Ρωσία και όχι στην Ελλάδα". Έτσι και ο Ρουμπινστάιν, όταν βρέθηκε στο νησί, μαγεύτηκε από τις μελωδίες αυτές και γυρνώντας στο σαλέ της Μεγάλης Δούκισσας Ελένας, της οποίας ήταν φιλοξενούμενος, έγραψε την περίφημη αυτή σύνθεση.

Όμως, γιατί θυμήθηκα σήμερα τον Αντόν Ρουμπινστάιν. Πρέπει να πω ότι τον γνώρισα από αναφορά σε βιβλίο της Χανιώτισσας συγγραφέα Κλεοπάτρας Πρίφτη (είχα ξαναγράψει εδώ). Συγκεκριμένα, στο βιβλίο της Από τα σημειωματάρια μου : εννιά ιστορίες (Σύγχρονη Εποχή, 1978), σε μια από τις ιστορίες αναφέρεται στα παιδικά της χρόνια στα Χανιά και στις μουσικές σπουδές της στο Ωδείο Χανίων. Το μόνο μουσικό κομμάτι που θυμάται από το Ωδείο Χανίων τόσο έντονα, γράφει, είναι το "Αγγελικό όνειρο" του Αντόν Ρουμπινστάιν. Ήταν το κομμάτι που είχε παίξει η φίλη της η Τζένη, η Εβραιοπούλα, ντυμένη κάτασπρα. Και...


Ήταν οι τελευταίες εξετάσεις στο Ωδείο... Κι ήρθε ο χαλασμός. Φάνηκε το Άγριο πρόσωπο του ανθρώπου... τα παραθύρια σκοτείνιασαν, οι καρδιές σφίχτηκαν, τα χαμόγελα χάθηκαν...

Κανείς δε σώθηκε, ούτε η Τζένη και η αδελφή της η Τζούλια, ούτε ο γέρος Όσμου, ούτε η Εσθήρ, ούτε η Ζιζέλα...
Ήταν καλοκαίρι του 1944, τους μάζεψαν στην Αγιά και από κει στο πλοίο Ταναϊς· στ' ανοιχτά της Μήλου, το βύθισαν το πλοίο. Κανείς δε σώθηκε.


Τους πνίξανε στη μέση του πελάγους!

Και γράφει ακόμη:


Ένας άγγελος κάθεται στην ακροθαλασσιά κι ακούει το κύμα που σπα, απαλά-απαλά. Τραγουδά τη χαρά του κόσμου τούτου και κλαίει... Κλαίει γιατί έχει φτερά, γιατί είναι Άγγελος και ποτέ δε θα χαρεί τις χαρές του ανθρώπου.


Όταν ακούστηκαν οι πρώτες μπατούτες, κράτησα την αναπνοή μαγεμένη, κι ένιωσα όλο τον πόνο του Άγγελου και λυπήθηκα τον Άγγελο που θα μείνει στερημένος αιώνια απ' τις χαρές του κόσμου τούτου... θυμήθηκα τα νεκρά παιδιά που όμοια με τον Άγγελο θα κλαίνε αιώνια όσα στερήθηκαν!


27 Ιανουαρίου σήμερα, παγκόσμια ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, γι' αυτούς που πνίξανε στη μέση του πελάγους, γι' αυτούς που κουβαλούνε μνήμες κι έναν αριθμό στο χέρι, γι' αυτούς που τους έκλεψαν την εφηβεία, γι' αυτούς που γνώρισαν την τραυματισμένη πραγματικότητα της φρίκης του ναζισμού, για όλους εμάς που αντιστεκόμαστε στη δολοφονία της μνήμης...

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Δανάη Στρατηγοπούλου, μια θρυλική φωνή



Άκουγα και σιγοτραγουδούσα τα ελαφρά τραγούδια όταν ήμουν μικρή (έπαιζαν τότε πολύ στο ραδιόφωνο, τα τραγουδούσαν και οι μανάδες μας φωναχτά) και η Δανάη ήταν από τις αγαπημένες μου φωνές. Ή μήπως έτσι αποφάσισα, όταν μεγαλώνοντας έμαθα πως ήταν πολύ φίλη του Νερούντα και ότι είχε μεταφράσει ποιήματά του στα ελληνικά. Μπορεί να 'γινε κι έτσι. 

Και βέβαια, το Canto General του Πάμπλο Νερούντα, το ποίημα των ποιημάτων, έγινε παγκόσμιο σύμβολο αγώνα και αντίστασης χάρη στο Μίκη Θεοδωράκη. Διαβάσαμε όμως και καταλάβαμε τα λόγια του καλύτερα με τις λέξεις  στα ελληνικά που έβαλε η Δανάη στο χαρτί  και τότε ακούσαμε τον ποιητή να λέει, λές και για τη δικιά μας πατρίδα:

Πατρίδα έχεις γεννηθεί από ξυλοκόπους,
από τέκνα αβάφτιστα, από μαραγκούς,
από κείνους που δώσαν σαν παράξενο πουλί
μια σταγόνα αίμα πετούμενο
και σήμερα θα γεννηθείς και πάλι σκληρή,
μες από κει που ο προδότης και ο δεσμοφύλακας
σε πιστεύανε παντοτεινά θαμμένη...




Πληροφορίες μπορεί να βρει κανείς πολλές για τη Δανάη Στρατηγοπούλου. Αξίζουν όμως τα δύο αφιερώματα της ΕΡΤ, το ένα από τον Νυχτερινό επισκέπτη του Άρη Σκιαδόπουλου, παραγωγής 1997 και το άλλο από την εκπομπή Ιχνηλάτες του Δαυίδ Ναχμία, παραγωγής 2003.




--------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σημειώσεις
Στο πρώτο βίντεο ακούγεται η Δανάη να τραγουδά Νερούντα (πληροφορίες για το δίσκο "Danai canta a Neruda" εδώ και εδώ).
Η φωτογραφία είναι από το εξώφυλλο του δίσκου "η Δανάη στα πιο όμορφα τραγούδια του Αττίκ" (η Δανάη τραγούδησε ιδιαίτερα και ξεχωριστά τον Αττίκ, αλλά και τον Σουγιούλ και τον Γιαννίδη). Όπως διαβάζω στο CD που έχω στη συλλογή μου (αγορασμένο σίγουρα πριν από το 2002 αφού η τιμή του ήταν 2400 δρχ. όπως δείχνει η ετικέτα που ακόμα υπάρχει), κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1972 από την Polydisc και στη συνέχεια από την Polygram το 1982 και το 1994. Στο πιάνο συνοδεύει ο Μίμης Πλέσσας. Στα τραγούδια του δίσκου περιλαμβάνεται και το Οργανάκι που ακούγεται στο δεύτερο βίντεο.
Η Δανάη έφυγε σαν σήμερα πριν από 9 χρόνια, πλήρης ημερών (είχε γεννηθεί το 1913). Πληροφορίες για την ίδια και τη σχέση της με τον Νερούντα και τη Χιλή μπορεί να διαβάσει κανείς και στο αφιέρωμα της Αυγής για τη Χιλή του Νερούντα και του Αλλιέντε στις 29/5/2008.

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Χρωματιστή και χαρούμενη θέλει τη ζωή ο κομμουνιστής της Μονμάρτης



Όταν τον Απρίλιο του 1935 τα κεντρικά γραφεία του Κ.Κ. Γαλλίας έλαβαν εντολή από τη Μόσχα να φέρουν στη Γιορτή της Ειρήνης, που προβλεπόταν για το καλοκαίρι, έναν εκπρόσωπο από κάθε λαό ο οποίος στέναζε υπό την καταπίεση του γαλλικού ιμπεριαλισμού, στο Κόμμα επικράτησε πλήρης αμηχανία...

Έτσι ξεκινά η ιστορία του Λουτσιάνο ντι Λαμερμούρ, του "ηθοποιού και καλλιτέχνη του μιούζικ χωλ", που εκπροσώπησε τους Αφρικανούς κομμουνιστές από τις γαλλικές αποικίες της Μαύρης Ηπείρου. Μιλάμε για το μικρό αφήγημα "Ο κομμουνιστής της Μονμάρτρης", του Γερμανού συγγραφέα Michael Kleeberg (Άγρα, 2017, σε ωραία μετάφραση από τη Βάνα Χατζάκη). 

Ως Λαμερμούρ, λοιπόν, συστήθηκε στον αρμόδιο από το Κόμμα  να οργανώσει τη γαλλική αποστολή, Γκασπάρ Μοράν.

"Είμαι καλλιτέχνης", λέει ο Μαύρος με το πλατύ χαμόγελο που μπήκε στο γραφείο του Μοράν με βήμα πηδηχτό, φορώντας κίτρινο καρώ κοστούμι, πολύχρωμες τιράντες και κόκκινη γραβάτα. Δυό σκέψεις έκανε ο Μοράν: "Δόξα τω Θεώ, είναι Μαύρος" και "Χριστέ και Κύριε, είναι αδελφή".

Ως Λαμερμούρ συστήθηκε, μα ... Watake N' Komo ήταν το πραγματικό του όνομα, που αναγκάστηκε ν' αποκαλύψει για τη βίζα που θα τον έστελνε εκπρόσωπο στη Μόσχα. Και αφού πήρε εντατικά μαθήματα μαρξισμού-λενινισμού, πήγε στη Μόσχα και άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις! 

Ας μην αποκαλύψω άλλα στιγμιότυπα. Είναι μια χαρούμενη ιστορία, με λεπτό χιούμορ και ωραίες περιγραφές στις λεπτομέρειες. Δεν ειρωνεύεται πολιτικές ή προσωπικές συμπεριφορές, μάλλον παρατηρεί κι αφήνει τον αναγνώστη να χαμογελά γι' αυτές. Εξάλλου, ο Λαμερμούρ, γυρνώντας από το ταξίδι, λέει στον Μοράν:

Ξέρεις, σύντροφε,[...] αυτός ο αγώνας σας για μια καλύτερη ζωή αξίζει τον κόπο να ενισχυθεί. Εν πάση περιπτώσει, αυτά που είδα στη Μόσχα, αυτοί οι γκρίζοι δρόμοι, τα γκρίζα πρόσωπα, αυτή η δυστυχία, αυτή η θλίψη, μ' έπεισαν οριστικά: Θέλω να συνεισφέρω αν μπορώ για να γίνει η ζωή τους πιο χρωματιστή, και πιο χαρούμενη...

Έτσι, ο κύριος Λουτσιάνο ντι Λαμερμούρ μας μεταφέρει στην εποχή του μεσοπολέμου, στους λόφους και τα καμπαρέ της Μονμάρτης (ή σωστότερα Μονμάρτρης κατά το γαλλικό Montmartre), να τραγουδήσουμε μαζί το Je cherche un Millionaire όπως η διάσημη Γαλλίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια της εποχής εκείνης Μιστινγκέτ ή το Où est-il mon Moulin d’la Plac’ Blanche ? σαν την άλλη περίφημη Φρέελ της ίδιας εποχής. Και να θυμηθούμε τον Μωρίς Σεβαλιέ, όταν ο Φρανσουά, κομμουνιστής, εργαζόμενος στη Σιτροέν, τραγουδά το Prosper και "σε κάθε γιούπ-λα-μπουμ... προχωρούσε προτάσσοντας τη λεκάνη του..."

Σημείωση
Όχι τυχαία, νομίζω, αν και δεν αναφέρεται, ο Μαύρος καλλιτέχνης έχει το όνομα Λουτσιάνο ντι Λαμερμούρ. Λουτσία ντι Λαμερμούρ είναι η ηρωίδα στην ομώνυμη όπερα του Ντονιτσέτι, γραμμένη το 1835. Το Μάρτιο που μας πέρασε είχε ανεβεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και τις χωρωδίες της ΕΡΤ και του Δήμου Αθηναίων και με σπουδαίους συντελεστές όπως τη Βασιλική Καραγιάννη και τον Τάση Χριστογιαννόπουλο.




Η Mistinguett τραγουδά Je cherche un Millionaire 




Ο Maurice Chevalier τραγουδά Prosper
https://www.youtube.com/watch?v=4Y2xfRFOILU



Η Frehel τραγουδά Où est-il mon Moulin d’la Plac’ Blanche ?



Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Μακάρι να' τανε τα πάντα αλλιώς...





Θα σου γλιστρήσει από τα χέρια άλλη μια μέρα
θα τις μετράς και θα'ναι οι μισές
θα βλέπεις θάλασσα και θα΄σαι σε μια ξέρα
μόνο τα κύματα θα ακούς και τις φωνές

Κάνει στην άκρη ο καιρός να σε χωρέσει
μια αυταπάτη οι επιλογές
έχεις αφήσει το ταξίδι σου στη μέση
για το χατίρι σου αλλάζουν οι εποχές


Κρύβεις ακόμα μια φορά το πρόσωπό σου
μακάρι να'τανε τα πάντα αλλιώς
μακάρι να'ταν να περνούσε το δικό σου
νιώθεις χαμένος,αλλά είσαι ζωντανός

Σαν ναυαγός που ονειρεύεται καράβια
κρατώντας τη φωτιά του ζωντανή
ψάχνεις ακόμα στον ορίζοντα σημάδια
που θα σε φέρουν πάλι πίσω στη ζωή


Χάνεις αυτό που σου'χει τύχει για να ζήσεις
είναι το σήμερα,αίμα ζεστό
ένα τσιγάρο σου'χει μείνει να καπνίσεις
δεν έχει αλλού,δεν έχει αλλιώς,μόνο εδώ


Σαν ναυαγός. 

Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου
Μουσική: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Τραγουδούν: Δημήτρης Μητροπάνος και Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Democracy is coming to the USA: Leonard Cohen

(Πηγή φωτογραφίας: https://i1.wp.com/www.brainpickings.org/wp-content/uploads/2016/11/leonardcohen.jpg?resize=768%2C635&ssl=1)

Άγιο της θλίψης και της λύτρωσης αποκαλεί τον Λέοναρντ Κοέν η Maria Popova σε πολύ ενδιαφέρον άρθρο της στο ηλεκτρονικό περιοδικό Brain Pickings. Αναλύει τους στίχους και τις σκέψεις του σπουδαίου τροβαδούρου που έφυγε στις 10 Νοεμβρίου, χρησιμοποιώντας τα δικά του λόγια, προφητικά λόγια από παλαιότερες συνεντεύξεις του, για τον κόσμο της Δύσης και της Ανατολής, για τη δημοκρατία, για την Αμερική. Το ίδιο το γράψιμο των τραγουδιών, έλεγε ο Κοέν, ήταν γι' αυτόν ένα εργαστήρι διαλόγου για τη δημοκρατία. 

Η Πόποβα, μεταξύ των άλλων, παραπέμπει και σε πρόσφατο άρθρο (17 Οκτωβρίου) του περιοδικού The New Yorker, στο οποίο δημοσιεύονται πλήρη βιογραφικά και άλλα στοιχεία για τον Κοέν.




"It's coming through a hole in the air,
From those nights in Tiananmen Square.
It's coming from the feel
That this ain't exactly real,
Or it's real, but it ain't exactly there.
From the wars against disorder,
From the sirens night and day,
From the fires of the homeless,
From the ashes of the gay:
Democracy is coming to the U.S.A.
It's coming through a crack in the wall
On a visionary flood of alcohol
From the staggering account
Of the Sermon on the Mount
Which I don't pretend to understand at all.
It's coming from the silence
On the dock of the bay,
From the brave, the bold, the battered
Heart of Chevrolet
Democracy is coming to the U.S.A.

It's coming from the sorrow in the street,
The holy places where the races meet
From the homicidal bitchin'
That goes down in every kitchen
To determine who will serve and who will eat.
From the wells of disappointment
Where the women kneel to pray
For the grace of God in the desert here
And the desert far away:
Democracy is coming to the U.S.A.

Sail on, sail on
O mighty Ship of State!
To the Shores of Need
Past the Reefs of Greed
Through the Squalls of Hate
Sail on, sail on, sail on, sail on.

It's coming to America first,
The cradle of the best and of the worst.
It's here they got the range
And the machinery for change
And it's here they got the spiritual thirst.
It's here the family's broken
And it's here the lonely say
That the heart has got to open
In a fundamental way:
Democracy is coming to the U.S.A.

It's coming from the women and the men.
O baby, we'll be making love again.
We'll be going down so deep
The river's going to weep,
And the mountain's going to shout Amen!
It's coming like the tidal flood
Beneath the lunar sway,
Imperial, mysterious,
In amorous array
Democracy is coming to the U.S.A.

Sail on, sail on 

I'm sentimental, if you know what I mean
I love the country but I can't stand the scene.
And I'm neither left or right
I'm just staying home tonight,
Getting lost in that hopeless little screen.
But I'm stubborn as those garbage bags
That Time cannot decay,
I'm junk but I'm still holding up
This little wild bouquet
Democracy is coming to the U.S.A."


Το τραγούδι του Κοέν "Δημοκρατία", αν και γραμμένο πολλά χρόνια πριν, είναι και τόσο σημερινό. Δεν είναι ειρωνικό τραγούδι, έλεγε ο Κοέν. Αυτή είναι η Αμερική όπου συναντούνται και συνομιλούν μεταξύ τους οι διαφορετικότητες, οι φυλές, οι τάξεις, τα φύλα, οι σεξουαλικοί προσανατολισμοί.

Ένα εργαστήρι δημοκρατίας η Αμερική του Λέοναρντ Κοέν.

Και τι γίνεται σήμερα, αναρωτιέται η Πόποβα. Σήμερα που ξεχειλίζει οργή και αντιπαράθεση στους ανθρώπους, σήμερα που "ή μεγαλύτερη υπερδύναμη του κόσμου εκλέγει για Πρόεδρο έναν φανατικό νταή με φασιστικές τάσεις";

Τι γίνεται αλήθεια;

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Στης Γραμπούσας τ' ακρωτήρι...














Βρέθηκα τον Αύγουστο στη Γραμβούσα και το Μπάλο, εκεί στο βορειοδυτικό άκρο των Χανίων και της Κρήτης, εκεί που η αγριάδα του τοπίου συναντιέται με την απέραντη ομορφιά.



Εκεί ήταν και τα λημέρια των πειρατών. Ο πειρατής της Γραμβούσης  (εκδόσεις Νεφέλη 1988) είναι ένα από τα ναυτικά διηγήματα του Κωνσταντίνου Ράδου (1862-1931), ο οποίος δίδαξε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με αντικείμενο την ιστορία του Ναυτικού. Στο συγκεκριμένο βιβλίο μάλιστα, το οποίο γράφτηκε το 1910, περιέχεται ως εισαγωγή μια ενδιαφέρουσα αναδρομή του συγγραφέα για τη ναυτική λογοτεχνία στους αιώνες. Ξεκινά με την Οδύσσεια, αναφέρεται στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων, στους Άραβες (όπου, λέει, οι Χίλιες και μια Νύχτες περιέχουν τις θαλασσοπορίες του Σινδμπαδ-αλ-Μπαχαρί), στους Ενετούς, στο Δάντη, στο Ραμπελαί, στο Δον Κιχώτη και φτάνει μέχρι τις μέρες του (ξεχνώντας βέβαια κάποια ονόματα, αλλά δεν πειράζει). 

Σημειώνεται ότι την  επιμέλεια της σειράς αυτής των εκδόσεων Νεφέλη είχε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ενώ το εξώφυλλο είχε φιλοτεχνήσει ο Νίκος Χουλιαράς (ο οποίος πέθανε τον Ιούλιο 2015).


Και βέβαια, η Γραμπούσα μας θυμίζει τον θρυλικό λυράρη Κώστα Μουντάκη που έγραψε για το Νικόλα Τζέγκα τον ψαρά που έζησε σ' εκείνα τα μέρη γύρω στα 1900 και πνίγηκε "στης Γραμπόυσας τα νερά".

Στης Γραμπούσας τ’ακρωτήρι,
στης Γραμπούσας τ’ακρωτήρι
εγλεντούσα μια φορά
μ’ένα Κρητικό ψαρά

Ένα γέρο καπετάνιο,
ένα γέρο καπετάνιο
που ’χε βάρκα τη χαρά,
στης Γραμπούσας τα νερά

Πλανέφτρα θάλασσα,
πλανέφτρα θάλασσα.

Θάλασσα λεβεντοπνίχτρα
θάλασσα λεβεντοπνίχτρα
που ’ναι ο γέρο μερακλής
ο παλιός τραγουδιστής

ν’αρματώσει τη χαρά του,
ν’ αρματώσει τη χαρά του.
το τραγούδι του να πει,
το τραγούδι του να πει

Πλανέφτρα θάλασσα,
πλανέφτρα θάλασσα.

όλα τ’άρμενα αρμενίζουν
όλα τ’άρμενα αρμενίζουν
με πανιά και με κουπιά
με πανιά και με κουπιά

μα του Τζέκα τ’αρμενάκι,
μα του Τζέκα τ’αρμενάκι.
δεν ξαναγυρίζει πια
στης Γραμπούσας τα νερά

Πλανέφτρα θάλασσα,


πλανέφτρα θάλασσα...

Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

Ένα μάθημα μουσικής, ευαισθησίας και γνώσης από τον Πασκάλ Κυνιάρ





Πασκάλ Κυνιάρ ή Pascal Quignard. Γάλλος δοκιμιογράφος, φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και σεναριογράφος, συγγραφέας και αναγνώστης. Διετέλεσε διευθυντής των εκδόσεων Γκαλιμάρ. Σήμερα, όπως λέει ο ίδιος, μόνο γράφει και διαβάζει.

Γνώριζα την ύπαρξή του από το μυθιστόρημα Ταράτσα στη Ρώμη (Άγρα, 2002) που είχα διαβάσει πριν από χρόνια (και το οποίο είχε πάρει το 2000 το βραβείο μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας).

«Όλα τα πρωινά του κόσμου». Η γνωστή ταινία βασίστηκε στο δικό του ομώνυμο βιβλίο που αναφέρεται στη ζωή του Μαρέν Μαραί.

Ο Πασκάλ Κυνιάρ, γεννήθηκε το 1948 στο Βερνέιγ-συρ-Αβρ της Γαλλίας. Σπούδασε φιλοσοφία, δίδαξε αρχαία γαλλικά, ασχολήθηκε συστηματικά με την αρχαία ελληνική και λατινική παιδεία αλλά και την αρχαία κινεζική φιλοσοφία, είναι βιολιστής και βιολοντσελίστας, παίζει σε μουσικά σύνολα, ενώ επί υπουργίας Ζακ Λανγκ, δημιούργησε, μαζί με το Γάλλο μουσικολόγο και συγγραφέα Philippe Beaussant, το φεστιβάλ Μπαρόκ Όπερας των Βερσαλλιών.

Στο παρόν βιβλίο, «το μάθημα Μουσικής» (εκδ. Μελάνι 2015), ο Κυνιάρ ασχολείται με το φαινόμενο της μεταφώνησης, της αλλαγής δηλαδή που γίνεται στη φωνή των αγοριών στην εφηβεία λόγω ορμονικών ανακατατάξεων, κάτι που δεν συμβαίνει στα κορίτσια, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, κάτι ανάμεσα σε δοκίμια και διηγήματα. Το πρώτο διήγημα, με τίτλο «Ένα επεισόδιο από τη ζωή του Μαρέν Μαραί», αναφέρεται στον Μαρέν Μαραί (1656-1728), Γάλλο συνθέτη και δεξιοτέχνη της βιόλας . Ήταν ένα αγόρι με αγγελική φωνή. Όμως, στα 16 του τον έδιωξαν από τη χορωδία του Αγίου Γερμανού της Οξέρ (απέναντι από το Λούβρο) γιατί άλλαξε η φωνή του. Έφυγε, έγινε μαθητής του Σαιντ Κολόμπ. Και με την ευκαιρία, ο Κυνιάρ μας περιγράφει το Παρίσι γύρω από το Σηκουάνα, ενώ αναφέρεται σε μουσικούς της εποχής.

Και για τη μεταφώνηση που συμβαίνει στους άντρες γράφει:

«Η φωνή των γυναικών είναι πιστή. Των αντρών είναι άπιστη. Τους υποχρεώνει να αλλάζουν πουκάμισα. Τους υποχρεώνει να αλλάζουν….
Οι γυναίκες ελέγχουν τη φωνή τους απ’ άκρου εις ακρον. Έχουν την πρωτοκαθεδρία στο χρόνο, την παντοδυναμία στην τονική ισχύ…»




Ο Μαραί άφησε σημαντικό έργο με σουίτες για βιόλα 

Το δεύτερο διήγημα μας ταξιδεύει πάνω από 2000 χρόνια πίσω, μας γυρίζει στην Αθήνα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη όταν «ένας νεαρός Μακεδόνας (ο Αριστοτέλης) αποβιβάζεται στο λιμάνι του Πειραιά».
Για το νεαρό Μακεδόνα, τον Αριστοτέλη, η ιστορία, που πάει αρχικά στη σχολή του Πλάτωνα. Είναι έφηβος και η φωνή του βαθιά και βραχνή. Ο συγγραφέας κάνει αναφορά στο «Των περί τα ζώα ιστοριών» του Αριστοτελη, όπου ο Έλληνας φιλόσοφος αναλύει τι γίνεται στην εφηβεία:

«Την ίδια περίοδο η φωνή των αγοριών αρχίζει να αλλάζει και να γίνεται πιο τραχιά και ανομοιογενής, χωρίς να είναι ούτε οξύφωνη μα ούτε και βαθύφωνη. Θυμίζει τα όργανα μουσικής των οποίων οι χορδές είναι ακούρδιστες και τραχείς. Αυτό το ονομάζουν τραγίζειν….»

«Ό καλούσι τραγίζειν», έγραφε ο Αριστοτέλης.
«αυτό το ονομάζουν βέλασμα του τράγου», μεταφράζει ο συγγραφέας. Και μας μεταφέρει στην τραγωδία, κάνει ετυμολογική ανάλυση της λέξης που θα πει τραγούδι του τράγου, τραγίζειν, λοιπόν, θα πει βρομάω τραγίλα και αλλάζω φωνή / τραγουδάω σαν τράγος.
Κι από κεί, μας πάει στο θέατρο, που είναι ο «τόπος απ΄όπου κοιτάζουμε», τόπος του βλέμματος, όπως ήταν η τελετή της ωδής του τράγου, δηλαδή της τραγωδίας, και ήταν η μετάβαση από το μύθο στο λόγο, όπως η αλλαγή που συμβαίνει στη φωνή του παιδιού που γίνεται άντρας.

Η τρίτη ιστορία, «Το τελευταίο μάθημα μουσικής του Τσενγκ Λιέν», είναι για μένα η πιο όμορφη ιστορία,  και για τον τρόπο γραφής, αλλά και ως μάθημα μουσικής κι ευαισθησίας. Μας ταξιδεύει στην Κίνα την εποχή των Ανοίξεων και των Φθινοπώρων (722-481 π.Χ.), τότε που έζησε ο Τσενγκ Λιέν, ο δάσκαλος του πιο μεγάλου μουσικού του κόσμου, του Πο Για. Ο τελευταίος, ήδη μελετητής του λαούτου και της τρίχορδης κιθάρας, πήγε στο διάσημο δάσκαλο να πάρει μαθήματα.

 «Ακούστε αυτό τον ήχο!»

είπε ο δάσκαλος στο μαθητή, πήρε το 700 χρόνων λαούτο, και κραδαίνοντάς το πάνω από το κεφάλι του, το συνέθλιψε πατώντας το στο χώμα. Και είπε:

«Αυτός είναι ο ήχος του λαούτου!»

Ο Πο Για υποκλίθηκε και χαιρέτησε τρεις φορές.
Πήρε και την τρίχορδη κιθάρα του Πο Για, και πάλι του είπε:

«Ακούστε αυτό τον ήχο!»

Την έριξε κάτω, πήδηξε πάνω της ποδοπατώντας την για πολλή ώρα. Ο μαθητής ξέσπασε σε κλάματα. Και είπε ο δάσκαλος:

«Τώρα βάλτε λοιπόν λίγο απ’ αυτό το συναίσθημα στον τρόπο που παίζετε τη μουσική σας!»


Κι άρχισε η περιπέτεια του Πο Για στον κόσμο μέχρι να καταφέρει να βάζει το συναίσθημα στον τρόπο που έπαιζε τη μουσική του. Κι έγινε ο μεγαλύτερος μουσικός του κόσμου…



Η "Αλκυώνη", είναι η πιο γνωστή από τις 4 όπερες του Μαραί