Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειβαδίτης Τάσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειβαδίτης Τάσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Τάσος Λειβαδίτης: πού πήγε, λοιπόν, όλη εκείνη η άνοιξη

Πες μου, ά, πες μου, λοιπόν, πού πήγε όλη εκείνη η
άνοιξη,
τα χωρατά των σπουργιτιών, σγουρά γέλια των θάμνων,
οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα, ρυάκια μου
ασυλλόγιστα, πού πάτε;
Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα το ξύλινο
            μαγγανοπήγαδο μακριά,
πλάι στο πηγάδι ο παπούς παίζοντας την κιθάρα του,
«μακριά, σα θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά»,
ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του
να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του απ’ τις στερνές ομορφιές
            της γής,
πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, σα να πηγαίνανε χαρούμε-
            να μηνύματα
από κόσμο σε κόσμο. Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά
και μεγάλα, μακρόσυρτα σούρουπα`
με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκε
μένα βλέφαρα,
έκθαμβες ώρες, βαριές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο
που έφτανε ως το πόνο. Αίσθηση αβέβαιη όλων των
μυστικών της ζωής
που διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα κει κάτου, κει κάτου,
μακριά,
τους βραδινούς ορίζοντες.
....................................................................................

 Γιατί ο πόνος, ο απέραντος ανθρώπινος πόνος, σ’ ανα-
σηκώνει πάνω από τον εαυτό σου,
ως την παραίσθηση και την τρέλα και την προφητεία,
και τη μοίρα - κι ακόμα ψηλότερα,
ως τη δικαιοσύνη. Και μυρμηδίζεις όλος από μνήμες και
πράξεις κι οράματα
και βλέπεις κύματα – κύματα τις γενιές νάρχονται απ’
το βάθος του χρόνου
κι αιώνια να πλένουν τον κόσμο. Κι οι ρόγες των δα-
κτύλων σου φουσκώνουν και πονάνε
σαν τις ετοιμόγεννες κοιλιές. Και τότε καταλαβαίνεις
τους πόνους του απείρου
όταν κοιλοπονούσε τον κόσμο! Και τους πόνους της γης
για να γεννήσει ένα στάχυ. Η τους πόνους ολόκληρης
της αιωνιότητας, για να γεννηθεί κάποτε
ένα τραγούδι.


(Από τη συλλογή Καντάτα, εκδ. Κέδρος, 1991)
Το εξώφυλλο του περιοδικού Το Δέντρο, τ. 171-172, Φθιν. 2009, με αφιέρωμα στον ποιητή
Το εξώφυλλο του περιοδικού Οδός Πανός, τ. 140, Απρ.-Ιούν. 2008, με αφιέρωμα στον ποιητή
 












Πολύ καλό το αφιέρωμα του Σπύρου Αραβανή στο Ποιείν: http://www.poiein.gr/archives/1548/index.htmlΕπίσης, στη σελίδα http://tassosleivaditis.wordpress.com/, υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τον ποιητή και το έργο του.

Όμως, συγκλονιστικό είναι και το θεατρικό του έργο "Οι τρεις" (εκδ. Κέδρος, 1996), με πρωταγωνιστές τους ανθρώπους του ασύλου που έχουν χάσει τα πάντα, εκτός από τη λογική τους. Το έργο ανέβηκε το 2009 στα Χανιά στο πλαίσιο τριήμερου εκδηλώσεων για τη συμπλήρωση 4 χρόνων ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην Κρήτη.

Ο ποιητής έφυγε στις 30 Οκτωβρίου 1988.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου...

Το έθνος μας απειλείται!
Υπέρ βωμών και εστιών.
Μα πρέπει να συντομεύουμε Εξοχότατε,
μας περιμένουν για το τσάι!
Εν θα ουκ εστί πόνος ου λύπη

Ένας ζητιάνος ξύνει τ' αχαμνά του.
Ο άγνωστος στρατιώτης κρυώνει στο χιονόνερο
Ο υπουργός χειρονομεί, μια γριά σταυροκοπιέται.
Κύριε των δυνάμεων!!!
Των δυτικών, βέβαια, δυνάμεων.

Σκασμός ,σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός!
Τα γάντια χειροκροτούν,
οι φαντάροι παρουσιάζουν όπλα,
οι τράπεζες χωνεύουν τη λεία τους,
δυο αστυνόμοι τρέχουν.

Ποιος είναι;
Τίποτα, τίποτα.
Ποιος είναι;
Ένας άνεργος λιποθύμησε. Τίποτα.
Μπορεί και να πέθανε. Τίποτα.
Σκασμός!!! Σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός!

Πρέπει να εξοπλισθώμεν δια να διασφαλίσουμε
την ασφάλεια του έθνους...
Μακάριοι οι πεινώντες και οι διψώντες
Ω! sorry! Ε, με συγχωρείτε!
Η ελευθερία της πατρίδας ήθελα να πω

S. O. S.

Φυσάει, φυσάει απόψε φυσάει.
Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι, φυσάει
κάτω από τις γέφυρες φυσάει
μες τις κιθάρες φυσάει.

S.O.S.

Δως μου το χέρι σου φυσάει
Δως μου το χέρι σου

 
(Φυσάει, ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη, μουσική του Γιώργου Τσαγκάρη, τραγουδά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ενώ ακούγεται ο ηθοποιός Γιώργος Μιχαλακόπουλος)

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

8 του Μάρτη - Δυό ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη

Ο αιώνιος διάλογος

Κι ο άντρας είπε: πεινώ.
Κι η γυναίκα του έβαλε ψωμί στο τραπέζι.
Κι ο άντρας απόφαγε.
Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.
Κι η γυναίκα είπε: είσαι δυνατός, μα δεν σε τρομάζω.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη και όμως φοβάμαι.
Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους.
Κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.
Κι ο άντρας είπε: διψώ. Κι εκείνη σήκωσε σαν πηγή τον μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθη.
Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του.
Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.
Κι ο άντρας είπε: θα ΄θελα να ΄μαι θεός.
Κι η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο.
Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε.
Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.
Και μια μέρα καινούργια ξημέρωσε.


Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος


Η πόρτα έτριξε, κι ο άντρας μπήκε στο σπίτι.
Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή.

Χιόνιζε.

Ο άντρας σηκώθηκε κι αγνάντεψε απ' το παράθυρο.
Η γυναίκα πήρε το πιάτο του άντρα, κι αργά, άρχισε να τρώει το λίγο φαΐ που' χε απομείνει.

Όταν πλάγιασαν ο άντρας της χούφτωσε τα στήθεια.
Ήθελε να ξεχάσει.

Η γυναίκα έκανε να τον αποφύγει.
Μα ήταν νέα ακόμα.

Τελείωσαν
Χωρίς κάν να φιληθούν.

Ο άντρας έμεινε λίγο με τα μάτια ανοιχτά μές στο σκοτάδι
κι αποκοιμήθηκε .

Η γυναίκα σηκώθηκε αθόρυβα, και πηγαίνοντας στην άκρη της κάμαρας, απόμερα έκλαψε.

Έξω, όλο χιόνιζε.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008


"Εν' άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου 'δειξε πάνω στο
κομοδίνο
ένα μικρό, ξύλινο σταυρό.
'Είδες -μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία'.
'Εσκυψα τότε το
κεφάλι
κι έκλαψα κι εγώ,
γιατί θα περνούσαν αιώνες
και αιώνες και δε θα 'χαμε να
πούμε τίποτα
ωραιότερο απ' αυτό..."

Τάσος Λειβαδίτης


Καλή καλύτερη Χρονιά