Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κρήτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κρήτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Προσπάθησα να σ` αρνηθώ μα δεν εβρήκα τρόπο ...




Προσπάθησα να σ` αρνηθώ
μα δεν εβρήκα τρόπο

γιατί η καρδιά μου σ` έκλεισε 
στον πιο βαθύ της τόπο. 

Όταν τον κόσμο στερηθώ 
και τη ζωή μου χάσω
τότε μονάχα πίστεψε 
πως θέλω σου ξεχάσω.





----------------------------------------------------------------------------------------

Το παραπάνω Κρητικό τραγούδι επιγράφεται ως "Βαρύς Πισκοπιανός" και είναι σε στίχους Θανάση Σκορδαλού και μουσική του Γιάννη Μπερνιδάκη. Στο πρώτο βίντεο, ακούγεται σε ηχογράφηση από το 1949 ή 1950 (https://www.youtube.com/watch?v=nFRQpbh0SFI). Το ίδιο τραγούδι ακούγεται από τον Μίλτο Πασχαλίδη στο δεύτερο βίντεο (https://www.youtube.com/watch?time_continue=45&v=x_DO-P5lhJw). 

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Στη γη του Αποκόρωνα σε λίγο...




               Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου
               κι αν έρθουν και δικοί μας.
               Να μη τους πεις κι απόθανα
               να τους βαροκαρδίσεις.

              Στρώσε τους τάβλα να γευτούν,
              κλίνη να κοιμηθούνε.
              Στρώσε τους παραπέζουλα
              Να βάλουν τ' άρματά τους
              Και σαν ξυπνήσουν το πρωί
              και σ' αποχαιρετούνε,
             πες του τος πως απόθανα.

Το είχα βάλει όταν πέθανε ο Βαγγέλης Γουμενάκης, της ΕΡΤ συνεργάτης, από τα Σφακιά, ένα χρυσό παιδί, που έτυχε να τον έχω γνωρίσει. Σήμερα, κάτι λιγότερο από τρία χρόνια μετά, σε λίγη ώρα θα βρίσκεται θαμμένος στη γη του Αποκόρωνα ο Νίκος Γρυλλάκης, της ΕΡΤ κι αυτός, δεν τον είχα γνωρίσει από κοντά, μα ήταν σαν να τον ήξερα. Τι κρίμα όταν φεύγουν οι άνθρωποι! Καλό του ταξίδι!





Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου, παραδοσιακό της Κρήτης, τραγουδησμένο από το Νίκο Ξυλούρη.

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης για το βασίλειο της Κρήτης και τις αόρατες πόλεις της


Το διάβασα σαν παραμύθι, σαν ένα ύμνο για το νησί μας, σαν ένα παραμύθι που ακόμη και τα άσχημα τα φέρνει έτσι που σε μερεύει, εσένα που δεν αντέχεις τις ασχήμιες του γενέθλιου τόπου, μάλλον ... όχι του τόπου, κάποιων ανθρώπων του γενέθλιου τόπου. Ο λόγος για το Βασίλειο της Κρήτης. Μην φανταστείτε μεγαλοστομίες, ούτε βαυκαλήματα, ούτε λεβεντιές και άλλα τέτοια γλωσσικά χαριεντίσματα, νύξεις και σαρκασμός ίσως κάποιες φορές. Ο λόγος για το «Βασίλειο της Κρήτης» του Γιώργη Γιατρομανωλάκη (Άγρα 2016) με υπότιτλο «Γενικές πληροφορίες και χωριά», ένα βιβλίο που δεν είναι τουριστικός οδηγός έτσι όπως γνωρίζουμε τους οδηγούς, είναι ένας οδηγός του νησιού έτσι όπως ο συγγραφέας νιώθει τον τόπο του και όπως θέλει να μας τον γνωρίσει, επαναφέροντας στη μνήμη «την απόλυτη ωραιότητα της νήσου». 

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος δίνει «Γενικές πληροφορίες περί του Βασιλείου», δηλαδή χλωρίδα και πανίδα του νησιού, έθιμα, τρόπος ζωής, γλώσσα, ιατρική, μουσική, ποτά, τροφές· και παρών ο λαός της Κρήτης, οι populus Cretensis κατά τους Λατίνους, οι άντρες και οι γυναίκες, και οι γυναίκες φορώντας στους λαιμούς τους περιδέραια από χρυσά νομίσματα, τις κολαΐνες. Κι εγώ να θυμάμαι, σε περίοπτη θέση στον τοίχο, την ασπρόμαυρη φωτογραφία της γιαγιάς Μαρίας και του παππού Μανούσου, εκείνη με τις πεντόλιρες κρεμασμένες στο λαιμό της. Τι όμορφη που ήταν!


Η γιαγιά Κουκουβιτομαρία με τις πεντόλιρες στον μπέτη

Η Κρήτη, λέει, φορεί τρία ζωνάρια, δηλαδή 

έχει τρεις φύσεις, συνυφασμένες σε μία: την επιθυμητική, τη θυμοειδή και τη λογιστική. Αυτό δηλοί ότι το σώμα της Κρήτης είναι εργατικό/παραγωγικό, στρατιωτικό/ηρωικό και αρχοντικό/ηγεμονικό.

Όσο για τη γλώσσα, αν ένας κάτοικος της Κρήτης ρωτήσει έναν επισκέπτη από την άλλη Ελλάδα «Θέλεις ένα ποτήρι γάρα;», δεν θα καταλάβει, γιατί αυτός το ίδιο πράγμα το λέει γάλα. Όμως... τη λέξη ευγοράδα δεν την έχει καθόλου, θα πεί «θέα λαμπρότατη, πανοραμική». (Ψάχνοντας στο λεξικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος του Ξανθινάκη δεν βρήκα την ευγοράδα - ο Γιατρομανωλάκης είναι από το Ηράκλειο – βρήκα όμως εβγοράδα και βγοράδα, που θα πεί ορατότητα, θέα, λέμε και όβγορο το μέρος με ορατότητα, με θέα και προέρχονται από τα εὖ και ὁρῶ).

Δίνει χρήσιμες πληροφορίες για το ζωικό βασίλειο της Κρήτης. Μιλά για τον σκατζόχοιρο, για τον αφορδακό, ένα είδος βατράχου, το βαθρακό που λέμε στα Χανιά, για τον κάτη, το γάτη της Κρήτης δηλαδή (ξεχνά ν’ αναφερθεί στο φουρόγατο, τον αγριόγατο). Μιλά για τις μύγες και τις χρυσόμυγες, τις σφήκες, τις μέλισσες, τα κουνούπια, μιλά και για τον μπούμπουρα, αυτόν που «στα ελληνικά λέγεται βόμβος» (και θυμήθηκα τη μακρά συζήτηση που είχαμε στην ΕΛΕΤΟ και στο Ελληνικό Δίκτυο Ορολογίας για την απόδοση του drone στα ελληνικά, υπήρχε ήδη η απόδοση κηφήνας, προτάθηκε η άλλη μέλισσα, ο μπούμπουρας, λόγω του βόμβου, τελικά επικράτησε η απόδοση δρόνος, βλέπε αναφορές από τις σχετικές συζητήσεις εδώ και εδώ και εδώ). Μιλά για όλα τα πετούμενα, ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω πως λείπει ο γυπαετός, μοναδικός στην Ελλάδα.


Φουρόγατος ήταν και ο τίτλος εφημερίδας
που εξέδιδε η Οικολογική Πρωτοβουλία Χανίων

Μιλά για τα φυτά, δίνει τις λατινικές ονομασίες τους και σε κάποια οι περιγραφές γίνονται ... αποκαλυπτικές μέχρι τολμηρές, όταν π.χ. τα χαρακτηρίζει επικίνδυνα κι ας δείχνουν ήμερα. «Είναι πανέξυπνα. Συμπεριφέρονται ξέφρενα και αφροδισιακά. Τα λένε και φυτά-επιδειξίες...». Όπως η μυρτιά, η μερθιά στα κρητικά. Ενώ ... η ταγή (η βρόμη δηλαδή, ταή την ήξερα) είναι απονήρευτη και οι βρούβες πετούν εδώ κι εκεί. Υπάρχουν και τα υπνοφόρα φυτά, «τα φανερά υπνοφόρα και τα κρυμμένα ή κρυφοφυτευμένα», στα φανερά ανήκει η μήκων η ροιάς, δηλαδή η παπαρούνα, ενώ γνωστότερο από τα κρυφά είναι το «ορεινόν δενδρύλλιον», αλλιώς και «κανναβόδενδρον». 

Το δεύτερο μέρος επιγράφεται «Χωριά του Βασιλείου» και αποτελεί το ελληνικό παραμύθι για τις Αόρατες πόλεις της Κρήτης, αφού σε κάθε σελίδα του θυμίζει τον Ίταλο Καλβίνο να περιγράφει τις δικές του Αόρατες πόλεις.

Φανερή κι εδώ η αγάπη του συγγραφέα για το νησί, ακόμη κι όταν υπαινίσσεται τα στραβά και άσχημα των τόπων. Ψάχνεις σαν αναγνώστρια να συνδέσεις το παραμύθι με την πραγματικότητα, να εντοπίσεις το χωριό των μουσικών, το χωριό των μελαγχολικών, το χωριό των ερωτευμένων, το χωριό των ποιητών, το χωριό των σιωπηλών, το χωριό των ζωοκλεφτών, το χωριό του Μινώταυρου, μα δεν σ’ αφήνει, δεν το θέλει έτσι, θέλει να σου δείξει την Κρήτη του μέσα από τα είκοσι χωριά της όπως εκείνος τα έχει φανταστεί.

Πρώτο περιγράφει το χωριό των υφαντριών, απ’ όπου «φαίνεται να λαμπυρίζει και να φωτοβολά κάτω βαθιά όλος ο τόπος της Κρήτης».

Ο Ζήνας έβαλε τις υφάντριες ψηλά για να βλέπουν όλο το νησί και να το αποτυπώνουν στα υφαντά τους.

Μέρα και νύχτα οι υφάντριες του Ζήνα σχεδιάζουν, ξομπλιάζουν, υφαίνουν το κορμί του Βασιλείου. Παίρνουν κλωστές μεταξένιες και βαμβακερές. Λινές από τα σπαρτά και τα λινάρια. Μάλλινες από τις κουρές των προβάτων. Τις βάφουν χρυσές. Τις βάφουν ασημένιες. Στο χρώμα των κρητικών υακίνθων. Στο χρώμα των μενεξέδων. Στις αποχρώσεις του λευκού κρίνου. Του κρίνου του μαύρου. Του κρίνου του ερυθρού και του κρίνου του αιματωμένου. Στις αποχρώσεις της μήκωνος της ροιάδος...

Τελευταίο αφήνει το χωριό των μεθυσμένων, όπου όλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά είναι μεθυσμένοι, σκυλιά, γατιά, κοκόρια ολομέθυστα. Έστειλε ο βασιλιάς Μίνως Β6 ο Νηφάλιος τους Δώδεκα επιθεωρητές να ελέγξουν και να καταγράψουν τα συμβάντα. Και ...

Σαν ήπιαν και την Πέμπτη φλάσκα, άφησαν κατά μέρος τα σύνεργα της γραφής. Άφησαν τα κατάστιχα. Άφησαν τις δέλτους. Ενώθηκαν με τους άνδρες του χωριού των μεθυσμένων. Με τις γυναίκες. Με τις γριές και τους γέρους. Έλαβαν στις αγκάλες τους τα μωρά παιδιά και τα ενανούριζαν. Τα ηρεμούσαν φυσώντας στο πρόσωπό τους τη θεία μέθη τους. Και ως πήγαινε να ξημερώσει, ανέβηκαν επάνω στους φράκτες όλοι οι κόκορες του χωριού των μεθυσμένων. Έλαβαν θέση. Και ωσάν από μυστική εντολή κινημένοι, άφησαν τη λαλιά τους να φύγει όρθια προς τα επάνω, Και μαζί με τη γάργαρη λαλιά τους, ανέβαινε προς τον ουρανό, ως πρωινός ατμός, η απαράμιλλη μέθη του βασιλικού χωριού τους.-

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα !!!
.....................................................


Σημείωση:

Ο τίτλος του βιβλίου και το εξώφυλλο είναι παρμένα από τον ομώνυμο χάρτη που φιλοτέχνησε ο Ιταλός μηχανικός και χαρτογράφος Φραντσέσκο Μπαζιλικάτα (Francesco Basilicata) την περίοδο 1618-1619. Διαβάζουμε από το θεματικό συσσωρευτή πολιτισμικών εκπαιδευτικών πόρων φωτόδεντρο τις παρακάτω πληροφορίες για τον χάρτη:

Πρόκειται για χάρτη της νήσου της Κρήτης, του πρώτου τετάρτου του 17ου αιώνα. Χρονολογείται το 1618 και φιλοτεχνήθηκε από τον Ιταλό χαρτογράφο και στρατιωτικό μηχανικό Francesco Basilicata. Είναι μέρος του ευρύτερου έργου του με τίτλο Cretae Regnum – «Το βασίλειον της Κρήτης». Ο «Άτλαντας» αυτός, που πρέπει να φιλοτεχνήθηκε στα 1618-1619, είναι αφιερωμένος στον Natale Donato, προβλεπτή του ιππικού στον Χάνδακα και συνοδεύτηκε από εκτενή έκθεση (Relazione) για την Κρήτη, όπου δίδεται έμφαση στις οχυρώσεις, στους τρόπους άμυνας, αλλά και στη φυσική γεωγραφία, την ιστορία, την αρχαιολογία, τη διοίκηση και την οικονομία του νησιού. Στους χάρτες του ο Basilicata, με επιδέξια χρήση των χρωμάτων, τονίζει την τοπογραφία και τη μορφολογία των περιοχών, ενώ ιδιαίτερη προσοχή δίνει στην αναπαράσταση κάθε λεπτομέρειας οικονομικής σημασίας, τόσο στις θαλάσσιες περιοχές όσο και στις στρατιωτικές θέσεις. Ο συγκεκριμένος χάρτης μας δίνει μια εικόνα του γεωφυσικού τοπίου του νησιού με τοπωνύμια εποχής. Μας δίνει και άλλες εικονογραφημένες πληροφορίες και ονομάζει τις θάλασσες που βρέχουν τα παράλια του νησιού. Ο χάρτης είναι καλλιτεχνικά φιλοτεχνημένος, με καλαίσθητες εναλλαγές χρωμάτων, ενώ εντυπωσιάζει για την αρμονική διάταξη των χώρων και την αγάπη στις λεπτομέρειες. Ο χάρτης της Κρήτης του Basilicata αναγνωρίστηκε ως ο ακριβέστερος της εποχής και χρησίμευσε ως πρότυπο και για τους M. Boschini και V.M. Coronelli.

(Έχει επίσης εκδοθεί Το Βασίλειον της Κρήτης - Cretae Regnum, Francesco Basilicata, 1618. Ηράκλειο, «Μικρός Ναυτίλος» - Βικελαία Βιβλιοθήκη - ΤΕΔΚ Κρήτης, 1994, με την επιμέλεια των Βάσω Δανέζη-Λαμπρινού και Νίκου Παναγιωτάκη)

Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Έλα να πούμε ψέματα ένα σακί γιομάτο: και πάλι για τον εμφύλιο στην Κρήτη (που δεν υπήρξε ή μήπως...)

Έλα να πούμε ψέματα
ένα σακί γιομάτο,
φόρτωσα έναν μπόντικα
σαράντα κολοκύθια
κι απάνω στα καπούλια του
ένα σακί ρεβύθια.

Αυτό το πρωταπριλιάτικο τραγουδάκι θυμήθηκα βλέποντας τη σκηνή με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να παραδίδει στον Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα το πρωτότυπο της συμφωνίας μεταξύ ΕΑΜ Κρήτης και Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης (Νοέμβριος 1943), την οποία είχε μάλιστα συντάξει ο πατέρας του Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Η συμφωνία αυτή, πρόσθεσε όλο καμάρι ο κ. Μητσοτάκης ο νεώτερος, "έβαλε τις βάσεις για να αποτραπεί ο εμφύλιος στην Κρήτη"!!!

Κι επειδή δεν είμαι ιστορικός και μπορεί να μην τα γράψω καλά, κι επειδή αυτή η... όλο νόημα δήλωση του κ. Μητσοτάκη με προκάλεσε, στράφηκα στη λογοτεχνία. Κι ήρθε αυτόματα στο μυαλό μου το πρωταπριλιάτικο τραγουδάκι με τα τόσα ψέματα (και η συνάντηση των δύο ανδρών, ω τι σύμπτωση, πραγματοποιήθηκε λίγες μόνο μέρες από την πρωταπριλιά...).

Για να είμαι ειλικρινής, το τραγουδάκι δεν το γνώριζα μέχρι που διάβασα το εξαιρετικό και θαρραλέο, θα έλεγα, βιβλίο της Μάρως Δούκα "Έλα να πούμε ψέματα", το τρίτο της τριλογίας της για τ' αγκάθια στην ιστορία της νεώτερης Κρήτης. 

Στο βιβλίο αυτό, έγραφα στην ανάρτηση του 2015, η Δούκα ασχολείται με τον εμφύλιο στην Κρήτη "θέλοντας να διαλύσει το μύθο ότι δεν υπήρξε εμφύλιος στο νησί, που όμως υπήρξε". Και σε αυτό το βιβλίο, "ανατρέχοντας στα αρχεία, ξεφυλλίζοντας εφημερίδες, χρησιμοποιώντας πηγές από βιβλία πρωταγωνιστών της εποχής αυτής (Μανούσακας, Κοκοβλήδες, Λιονάκης, Ηλιάκης, Τζομπανάκης και Μπλαζάκης), συνομίλησε με την ιστορία", έκφραση που η ίδια χρησιμοποιεί πολύ συχνά με αναφορά στα βιβλία της.

Και βέβαια, την εικόνα αυτή, που δεν ήταν στην πραγματικότητα όπως ήθελαν να την παρουσιάζουν για την Κρήτη, ότι δηλαδή το νησί δεν γνώρισε τον εμφύλιο, μπορούμε να τη δούμε ως συνέχεια της εικόνας που περιγράφεται στο προηγούμενο βιβλίο της Μάρως Δούκα "Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ" σχετικά με την παραμονή των Γερμανών στη Δυτική Κρήτη (μαζί και στη Μήλο) πολλούς μήνες από την αποχώρηση στην υπόλοιπη Ελλάδα και όπου βλέπουμε ίδιους πρωταγωνιστές να παίζουν τα παιχνίδια τους. (Και ακόμα μία σύμπτωση, έτυχε αυτές τις μέρες να δω σε κρητικό κανάλι μια εκπομπή για τους γενναίους Μπαντουβάδες, βέβαια για τον εμφύλιο τσιμουδιά...)

Και η Ρέα Γαλανάκη στον Αιώνα των λαβυρίνθων, το εμβληματικό μυθιστόρημα με πλαίσιο τα εκατό χρόνια ιστορίας της νεώτερης Κρήτης, αφιερώνει σελίδες για τον εμφύλιο στο νησί.

Είπε κάποτε η Καρυστιάνη σε μια συνέντευξή της ότι ο μηρυκασμός του παρελθόντος αποτελεί άλλοθι απραξίας. Συμφωνώ. Ισχύει και για τις δυο πλευρές αυτό. Πρέπει πάντως να έχουμε ολόκληρη την εικόνα, από όλες τις πλευρές και πάλι. Και να ξεχωρίζουμε τα ψέματα, έτσι δεν είναι;

Και πάνω που τελείωνα το κείμενό μου για τούτη την ανάρτηση, βλέπω το άρθρο του Μάριου Διονέλλη στη σημερινή Εφημερίδα των Συντακτών "Οταν ο Κυριάκος «εξαφάνισε» τον εμφύλιο στην Κρήτη". Έλα να πούμε την αλήθεια, σαν να καλεί ο δημοσιογράφος, ανιστορώντας μας για τους "Μπαντουβάδες" και τους "Γυπαραίους" κι όλα τα καλά παιδιά από την "αντίσταση" της Κρήτης. Πώς να μη μηρυκάσω τότες κι εγώ φέρνοντας στο νου τις δυο δασκάλες που εκτέλεσαν άγρια  το '47 και το '49, μια στην Ανατολική και την άλλη στη Δυτική Κρήτη. Η μια ήταν η "καλή και πλούσια σε γνώση Κρητικιά λαογράφος" Μαρία Λιουδάκη και η άλλη ήταν η δασκάλα από τ' Ανώγεια, πρωταγωνίστρια σε μια από τις ιστορίες της Μάρως Δούκα, η Βαγγελιώ Κλάδου.

Ξέρετε τι λέω εγώ; Ο εμφύλιος χώρισε τους Έλληνες στα δυο, στους καλούς και στους κακούς (όπως έγραφε και ο Νίκος Κούνδουρος, τοποθετώντας τον εαυτό του στους "κακούς"). Αλήθεια, τελικά το ζήτημα ήταν ποιοι ήταν οι "καλοί" και ποιοι οι "κακοί" ή που οι Έλληνες χωρίστηκαν στα δυο; Μήπως πολύς ο μηρυκασμός; Μπερδεύτηκα (που λέει κι ο εγγονός μου, που ποιος ξέρει όταν μεγαλώσει τι θα ξέρει για εκείνη την εποχή)...

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Νίκος Κούνδουρος: "ένας εικονολάτρης, που αγάπησε την αναπαράσταση της ζωής πιο πολύ από τη ζωή". Εις μνήμην!


Δεν είναι όνειρο το χθεσινό φευγιό του Νίκου Κούνδουρου. Είναι μια πραγματικότητα, είναι η φυσική κατάληξη του βίου μετά από εννιά γεμάτες δεκαετίες. Κι εμείς θα τον θυμόμαστε με αγάπη και δέος, φέρνοντας στο νου τις εικόνες από τη Μαγική πόλη, το Δράκο, τις Μικρές Αφροδίτες, φέρνοντας στο νου την ίδια την εικόνα του, την εικόνα ενός πολύ ωραίου άντρα, ατίθασου στη μορφή και ντόμπρου στο λόγο, επιδεικνύοντας περήφανα τις αρετές της κρητικής καταγωγής του, τα Σφακιά από τη μια και το Λασίθι από την άλλη.

Ξεφύλλισα το αυτοβιογραφικό του βιβλίο "Ονειρεύτηκα πως πέθανα" (Ίκαρος, 2009) για να θυμηθώ και να ξανανιώσω την ομορφιά από εκείνο το χειμαρρώδη λόγο, όταν αφηγείται τη ζωή του και μαζί τη ζωή άλλων ανθρώπων που ήταν κοντά του αγαπημένοι ή που στο διάβα των τόσων χρόνων άκουσε γι' αυτούς. "Η μνήμη μου ακολουθά τις κατακερματισμένες εικόνες που οροθετούν τη δικιά μου ζωή μέσα στη ζωή των άλλων". Αφήγηση πότε σε πρώτο και πότε σε τρίτο πρόσωπο, πότε να μιλά για τα μικράτα του, για τις γιαγιάδες που του΄λεγαν ιστορίες και παραμύθια, πότε για τα χρόνια της αντίστασης, του εμφυλίου και της εξορίας, πότε για το Μάη του '68, πότε για τον Μάνο τον παντοτινό του φίλο και πότε για τα έργα του, γιατί όπως λέει ο ίδιος, "δεν βρήκα άλλο τρόπο να μιλήσω για τις ατελείωτες ιστορίες του νου μου, μισές αλήθειες και μισές ψέματα".

Ξεκινώντας να περιδιαβαίνω τις σελίδες με τις ατέλειωτες ιστορίες του νου, αλήθειες ή ψέματα δεν ξέρω, αλήθειες θαρρώ, βρίσκομαι πότε στην Κρήτη στο Λασίθι, απ' όπου η μάνα του η Πόπη, η καλόσυρη, γιατί τράβαγε από καλή οικογένεια, πότε στα Σφακιά απ' όπου ο πατέρας του, γνωστή και σπουδαία φαμελιά οι Κούνδουροι, και πότε στην Αθήνα όπου γεννήθηκε κι έζησε, μα και στο Παρίσι, στην Ανκόνα, στη Μόσχα... Λίγες αναφορές θα κάνω μόνο, στη μνήμη του, είναι τόσα πολλά αυτά που λέει, τόσοι πολλοί αυτοί που  έρχονται στο νου του.

Πώς χαρακτηρίζει ο ίδιος τον εαυτό του; Είναι, λέει, "ένας αγράμματος, ένας πλαστογράφος, ένας εικονολάτρης, που αγάπησε την αναπαράσταση της ζωής πιο πολύ από τη ζωή"!

Κι όμως, την αγάπησε την πραγματική ζωή ο Κούνδουρος και αγωνίστηκε γι' αυτήν. Και αυτά μας περιγράφει σε τούτο το βιβλίο, και πώς, νεαρό παιδί 18 χρονών, έζησε το θανατικό των δεκεμβριανών, πώς τραυματίστηκε και χάθηκε από τη μάνα του που τον είχε για πεθαμένο πολύ καιρό, πώς τον βρήκαν σ' ένα νοσοκομείο.

Ας τα πάρουμε με τη σειρά τα λίγα που θα μεταφέρω εδώ. Κι ας ξεκινήσουμε με τον μεγάλο του έρωτα την Κρήτη. Παντού η Κρήτη, οι τόποι και οι άνθρωποί της, οι ιστορίες και οι αγώνες τους. Και η φύση της Κρήτης, ο έροντας, και μου θύμισε τον πατέρα μου, κι εκείνος γεννημένος το 1926, που έλεγε για τους εροντεμένους...

"Δίκταμο ή έροντας ή σταθάρι. Τσάι κρητικό, φυτρώνει μόνο στις σχισμάδες και στα κακοτράχαλα βουνά της Κρήτης. Έχει δεκαεφτά ονόματα για δεκαεφτά αρρώστιες. Θεραπεύει άμα το βράσεις, μα και μονάχα να το ζεματίσεις με καυτό νερό...Διώχνει τις κακές αρρώστιες και δίνει κουράγιο στους γέρους και ζωή στους λαβωμένους. Μόνο που θέλει κόπο και κουράγιο και κίνδυνο να το μαζώξεις από τις άγριες σχισμάδες και τα βράχια του Ψηλορείτη. Στον πόλεμο η μάνα μαζί με το σταυρό που κρέμαγε στο λαιμό του άντρα ή του γιου έραβε σ' ένα σακουλάκι κοπανιστό δίκταμο, βάλσαμο για τις πληγές κι ευχή της μάνας για τον πολεμιστή, ξόρκι για κάθε λογής κακό ..."

Δίκταμος ή έροντας ή σταθάρι, βάλσαμο για τις ψυχές...
Κι ύστερα, οι Γερμανοί στην Κρήτη, οι Ιταλοί στο Λασίθι, η αντίσταση, οι προδότες, ο εμφύλιος (ποιος είπε ότι δεν υπήρξε και στην Κρήτη), οι Μπαντουβάδες ο φόβος και ο τρόμος στην Ανατολική Κρήτη, η εκτέλεση του καπετάν Ποδιά και όσα ακολούθησαν στο Ηράκλειο και η συνέχεια με τη νεαρή γυναίκα του Ποδιά και το μωρό στην αγκαλιά. Γυρίζει ξανά και ξανά στα ίδια αυτά θέματα, θυμάται τις γιαγιάδες που τούλεγαν τις ιστορίες από κείνα τα χρόνια με το νι και με το σίγμα, κι εμένα μούρχονται στο νου τα δυο τελευταία μυθιστορήματα της Μάρως Δούκα "Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ" κι "Έλα να πούμε ψέματα". 

Και πάμε στο Δεκέμβρη του '44 στην Αθήνα, "στην αρχή του μεγάλου λάθους". Περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε, Χημείο, Νομική, Πολυτεχνείο, τι έκανε ο ίδιος, νεαρός Επονίτης, που παρά τα μόλις δεκαοχτώ του χρόνια συμμετείχε ενεργά στα γεγονότα εκείνα.

Κλεισμένοι στο Πολυτεχνείο οι νέοι, "τα παιδιά με τα τουφέκια", οδοφράγματα γύρω στην Πατησίων, κόσμος πολύς στους δρόμους, νεκροί, πολλοί νεκροί, "ποιοι αψήφισαν τόσο λαό μαζεμένο;" αναλογίζεται. Κι η Πατησίων σιγά σιγά σωπαίνει. Και "απέναντι, το σκοτεινό κτίριο της Casa d' Italia φάνταζε σιωπηλό κι απειλητικό, κατοικημένο από τα φαντάσματα των Γερμανών και κάμποσους Έλληνες δικούς τους  - πόσοι να 'ταν άραγε; - που περιμένανε να καταλαγιάσει η οργή του κόσμου για να παζαρέψουν με το καινούριο κράτος τη ζωή τους".

Προβληματίζεται όμως:

"Το δεκαοχτάχρονο μυαλό μου το τυραννούσαν ερωτήματα χωρίς απάντηση. Ποιοι είναι αυτοί, ποιοι είμαστε εμείς, ποιος είμαι εγώ."

Αφιερώνει πολλές σελίδες στα δεκεμβριανά, και στην αιχμαλωσία του. "Τι σόι αιχμάλωτος ήμουνα, ποιος ήταν ο εχθρός μου, πού έγινε πόλεμος και γιατί ήτανε αιχμάλωτος τούτος ο λαός που σπρωχνότανε τώρα να χωρέσει στο μεγάλο τολ στις ρίζες του Υμηττού..."

Και η συγκινητική αναφορά στον Ισίδωρο, το γιο της θυρωρίνας, τον συμμαθητή του από το δημοτικό, αιχμάλωτος κι αυτός, που ξεψύχισε μπροστά του από τις σφαίρες των άλλων όταν προσπάθησαν ν' αποδράσουν, νεαρά παιδιά μα τόλεγε η ψυχούλα τους. Κι εκείνος λαβώθηκε, ζωντανός ή πεθαμένος δεν μπορούσε να καταλάβει, "πέθανα ξανασκέφτηκα κι αφέθηκα καθησυχασμένος, ό,τι ήτανε να γίνει έχει γίνει".

Και συνεχής ο καημός του για το μακελειό εκείνο:

"Έχω σκεφτεί τόσες φορές αυτή την ιστορία, μια τόση δα ιστορία είναι, ένα τίποτα λέω, μα τότε δεν ήξερα πως μόλις είχε αρχίσει το μακελειό που θα χώριζε τους Έλληνες στα δυο. Τους καλούς και τους κακούς. Κι εγώ χρεώθηκα με τους κακούς και με τους κακούς θα τελειώσω την υπόλοιπη ζωή που μου μένει να ζήσω."

Και την ίδια χρονιά στην Κρήτη, καλοκαίρι του 1944, Αύγουστος ήταν που πιάσανε το θείο του, αδελφό του πατέρα του, το γνωστό δικηγόρο Ρούσσο Κούνδουρο, τον πήγανε στην Αγιά για εκτέλεση, λένε πως δεν έφτασε καν να σταθεί όρθιος στο απόσπασμα, τον σκότωσαν μέσα στο καμιόνι που τον μετέφερε. Εκεί στην Αγιά εκτέλεσαν τόσους και τόσους πατριώτες, εκεί εκτελέστηκε και λίγες μέρες μετά, στα μέσα του Σεπτέμβρη του '44 ο 17χρονος Επονίτης Στέφανος Σκαράκης (μέρα ίδρυσης της ΕΠΟΝ η σημερινή, 23 Φλεβάρη 1943). Τελειώνοντας την ιστορία για το Ρούσσο Κούνδουρο ο γέρος με τη μαγκούρα, του λέει:

"... Δυο κουβέντες ακόμη, ο ήρωας ο μπάρμπας σου ο Ρούσσος ήτονε δικηγόρος και λέω πως όπλο δεν εκράτησε ποτές του."

Και τα χρόνια περνούν. Τον κυνηγούν το '48 και κρύβεται σ' ενα παλιό σπίτι στο Ηράκλειο. Κι ύστερα, από τον ίδιο χρόνο στη Μακρόνησο, ο ξεσηκωμός και το φονικό το Μάρτη του '49, ο Σκαλούμπακας κι ο Βασιλόπουλος, το κουβάλημα της πέτρας, η επίσκεψη των ξένων.

Στη Μακρόνησο με το Θανάση Βέγγο (Πηγή)
Μάρτης του '52, οι εκτελέσεις του Μπελογιάννη και των άλλων. Κι όμως,

"Ο Μπελογιάννης. ο Αργυριάδης και ο Μπάτσης δεν ήταν αντάρτες των βουνών. Σπουδαγμένοι, γραμματιζούμενοι, μέλη κι αυτοί μιας κοινωνίας που θα έστηνε στην Ευρώπη τη νέα τάξη πραγμάτων, δημοκρατική ή ψευτοδημοκρατική κατά περίπτωση".

Πολλά τα θέματα, το είπα από την αρχή. Για τον Αναγνωστάκη και τον Βαγενά, για την ποίηση, για τον Τσιτσάνη, για τα στέκια Λουμίδη και Απότσου, για τον Ελύτη και το Σαμαράκη, για το Βασίλη Διαμαντόπουλο στη δικατορία, για τον Τσε, για τον Γιώργο Γραμματικάκη, για τον Γ. Βακιρτζή το ζωγράφο. Θαύμαζε τον Γιώργο Βακιρτζή, ή καλύτερα τον συνάρπαζε. "Στέκεις με δέος μπροστά στα ζωγραφίσματά του, μπροστά στον φοβερό όγκο από εικόνες... Γιατί οι κόσμοι του Βακιρτζή είναι και δικοί μου κόσμοι. Ο Βακιρζτής τους κατάγραψε, αυτό είναι όλο".


Γ. Βακιρτζή, Η απελευθέρωση των Ελλήνων 1944-45 (Πηγή)

Μιλά πολύ για το Μάη του '68 στο Παρίσι, ήταν κι αυτός εκεί. "Κι εμείς κουβαλούσαμε την ντροπή της χωρίς αντίσταση ήττας μας και κοιτάζαμε με ζήλια τους Γάλλους να σηκώνουν την επανάστασή τους απέναντι σε μια αυταρχική αλλά νόμιμη και δημοκρατική εξουσία." Συνεχίζει όμως: "Η γενιά του Μάη δε γνώρισε τον πόλεμο και τις δυστυχίες του και περιορίστηκε να καταγγείλει την κοινωνία της ευημερίας για τις ανισότητές της. Και τους διανοούμενους κάθε λογής για την επηρμένη απομόνωσή τους στους γυάλινους κόσμους της προσωπικής τους φιλαρέσκειας."

Και ύστερα το Πολυτεχνείο του '73, τότε που οι ξεσηκωμένοι φοιτητές "θέλουν να τινάξουν στον αέρα την κοινωνία των πατεράδων τους."

Πολλές σελίδες αφιερώνει στο Μάνο Χατζηδάκι, στη φιλία τους, στις μανάδες τους που τελικά τις έθαψαν δίπλα δίπλα, στην αγάπη του γι' αυτόν "είμαι τυχερός που ήσουνα εσύ ο παιδικός μου φίλους" του ΄γραφε, στην πίκρα του Μάνου "από την αδυναμία μας να βρούμε ένα κοινό σημείο αναφοράς στις περιπέτειες που ταράζουν τη φιλία μας", όπως του 'γραφε ο Μάνος σ' ένα του γράμμα. Τον αγαπούσε το Χατζηδάκι ο Κούνδουρος, ένα χρόνο διαφορά είχαν, "αλλά εκείνος ήταν διακόσια χρόνια πιο μεγάλος". Νιώθω αγάπη και τρυφερότητα στην περιγραφή που κάνει για τον φίλο του το Μάνο:

"Ήταν αγωνιστής ήταν ηρωικός μα τίποτα δεν έμοιαζε πάνω του ηρωικό. Παχουλός, κουτσοδόντης, νωθρός, ξενύχτης, φλύαρος, ήταν όλα αυτά τα καθημερινά, κι έπρεπε να θες να δεις πως δεν ήταν τίποτα απ' όλα αυτά, ούτε νωθρός, ούτε ξενύχτης, ούτε φλύαρος, ούτε καν παχουλός. Ήταν ένα θηρίο..."



Ο Νίκος Κούνδουρος ήταν, τ' ομολογεί ο ίδιος εξάλλου, ανυπότακτος και ονειροπόλος, κληρονόμος των ατέλειωτων παραμυθιών των Σφακιανών παππούδων.

Έγραφε σ' ένα γράμμα του στο Χατζηδάκι:

"Θέλω να διατηρήσω μέχρι το τέλος το δικαίωμα να είμαι με τους άλλους, να ουρλιάζω στα πεζοδρόμια, να είμαι αυτό που ήμουνα, ο φοιτητής με τη γροθιά σηκωμένη στον ουρανό απειλητικά..."

Και τελειώνει το συναξάρι της ζωής του, πρωταπριλιά του 2009, με την κουβέντα της μάνας του:

"Ζήστε για να μας θυμάστε".

Καλό του ταξίδι!

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

4 Δεκέμβρη του 1947 εκτελέστηκε η "καλή και πλούσια σε γνώση Κρητικιά λαογράφος" Μαρία Λιουδάκη


Η φωτισμένη δασκάλα και λαογράφος Μαρία Λιουδάκη (Πηγή φωτογραφίας)

Ήταν σαν σήμερα, το 1947, που εκτελέστηκαν στο Ηράκλειο της Κρήτης η δασκάλα από τη Λατσίδα Μεραμπέλου (χωριό κοντά στη Νεάπολη Λασιθίου) Μαρία Λιουδάκη και η φίλη της, Μαρία Δρανδάκη, μοδίστρα στο επάγγελμα, από την Ιεράπετρα. Οι δυο γυναίκες είχαν αντιστασιακή δράση και είχαν οργανώσει μαζί με άλλες το γυναικείο τμήμα του ΕΑΜ στην Ιεράπετρα. Ομάδες των Μπαντουβάδων, που κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ήταν ο φόβος και ο τρόμος στην Ανατολική Κρήτη, τις συνέλαβαν, τις κατέσφαξαν και σκόρπισαν τα πτώματά τους, που βρέθηκαν και αναγνωρίστηκαν μήνες αργότερα. Ήταν 53 χρονών η Λιουδάκη και 33 η Δρανδάκη.

Η αδελφή της Μαρίας Λιουδάκη, η Χαρά Λιουδάκη, ήταν η αρραβωνιαστικιά του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, του γενναίου αγωνιστή, ενός από τους 200 εκτελεσμένους της Καισαριανής, που δεν δέχτηκε την "προσφορά" να γλυτώσει από την εκτέλεση στη θέση ενός άλλου (γιατί τους ήταν χρήσιμος ως διερμηνέας).[1]

Ένα από τα γράμματα που είχε αφήσει ο Σουκατζίδης πριν από την εκτέλεση ήταν για τη Μαρία:

“Δίδα Μαρία Λιουδάκη. Ιεράπετρα Κρήτης.

Αδελφούλα μου, πάω για εκτέλεση. Σε λάτρευα πολύ, όσο λάτρευα και τη γυναίκα μου. Δεν μπόρεσα να σας κάνω ευτυχισμένες. Λίγη αγάπη στον μπαμπά όσο θα ζει. Γειά σου, γειά σου λατρευτή μου αδελφούλα. Ναπολέων 1-5-44”.

Ποιος θα το 'λεγε πως σε λίγα χρόνια θα είχε την ίδια τύχη και μάλιστα, με πολύ φριχτό τρόπο και από χέρια ελληνικά...

Η Μαρία Λιουδάκη ήταν σπουδαία επιστημόνισσα. Ήταν δασκάλα και μια από τις σημαντικότερες λαογράφους μας.[2] Είχε βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών για τη συλλογή της "Μαντινάδες Κρήτης"[3], είχε γράψει τα παραμύθια "Στου παππού τα γόνατα", "Στης γιαγιάς την αγκαλιά", "Γύρω στο μαγκάλι", ενώ έχει αφήσει πολύ πλούσιο ερευνητικό έργο, σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο ακόμη στο σύνολό του. [4] 

Στην Ανέμη, την ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης, απ' όπου αντλούμε θησαυρούς, βρήκα δυο εκδόσεις των μαντινάδων της. Είναι και οι δύο του 1933, έχουν το ίδιο περιεχόμενο και διαφέρουν μόνο στο εξώφυλλο, η μία αποκαλείται λαϊκή έκδοση και η άλλη δεύτερη έκδοση.

"Άφτω και σβύνω και κεντώ, φοβούμαι και τρομάσω,
αποκοτώ κι αγγίζω σου, φεύγω και πάλι αράσω"


"Απάνω στα βουνά δα βγω, με λάφια να κοιμούμαι,
και το δικό σου το κορμί να μην το συλλογούμαι"

Στον πρόλογο η Λιουδάκη αναφέρεται σε όσους τη βοήθησαν στο έργο συλλογής των μαντινάδων με διάφορους τρόπους. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στο νεαρό Ναπολέοντα Σουκατζίδη (ήταν γεννημένος το 1909) για τον οποίο γράφει:

"Ιδιαίτερα ευχαριστώ το ευγενέστατο και φιλοπρόοδο παιδάκι κ Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που δούλεψε ακούραστα στη συλλογή των μαντινάδων. Οι περισσότερες από τούτες είναι από τις χιλιάδες που βρήκε εκείνος..."

Η έκδοση του 1933 κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Αλικιώτη. Το 1936 οι Μαντινάδες εκδόθηκαν  από τον Ελευθερουδάκη. Στη Νέα Εστία (τεύχος 236, Οκτ. 1936) διαβάζουμε άρθρο του Εμμανουήλ Κριαρά, στο οποίο, αφού αναφέρεται στην έκδοση του 1933, παρουσιάζει τη νέα έκδοση "Λαογραφικά Κρήτης. Τόμος Α' Μαντινάδες. Συλλογή και ταξινόμηση Μαρίας Λιουδάκι", διατυπώνοντας ορισμένες παρατηρήσεις, κυρίως γλωσσικού περιεχομένου, αλλά και εκθειάζοντας τη συλλέκτρια Λιουδάκη "για την επιμέλεια και την ευσυνειδησία που επέδειξε στην πραγμάτωση του σκοπού της".

"Κάνε νανά να κοιμηθής, να γοργομεγαλώσης, να βγάλης κλώνους και κλαδιά τον κόσμο να γεμώσης"
Νανούρισμα από τη συλλογή της Μαρίας Λιουδάκη
Ξεφυλλίζω από τη βιβλιοθήκη μου το μικρό, 45 σελίδων, βιβλιαράκι με τίτλο "Νανουρίσματα, Ταχταρίσματα, παιχνιδάκια" που κυκλοφόρησε το 1953 από τη Νεοελληνική Βιβλιοθήκη (ιδρυτής και διευθυντής της οποίας ήταν ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης). Γράφει στην αρχή η Φάνη Σαρεγιάννη που είχε και την επιμέλεια της ανθολόγησης:

"Εδώ πρέπει να τονιστή ξεχωριστά η συμβολή της Μαρίας Λιουδάκη με το πλούσιο χειρόγραφο υλικό της από την Κρήτη, που μου το έδωσαν η ίδια και ο Μ. Τριανταφυλλίδης".

Προφανώς, αυτά γράφτηκαν πριν από το 1947. Και πραγματικά, η Λιουδάκη είχε συνεργαστεί στενά με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του '20, και  είχε σίγουρα επηρεαστεί από τις προοδευτικές του ιδέες τόσο στα γλωσσικά όσο και γενικότερα στα εκπαιδευτικά ζητήματα. [5] Μάλιστα στις Μαντινάδες γράφει στον Πρόλογο:

"Την έμπνευση της συλλογής αυτής και την κατανόηση της σημασίας μια τέθιας εργασίας τη χρωστώ στον ευγενέστατο, καλό κι αγαπημένο μου καθηγητή, κ. Μανόλη Τριανταφυλλίδη, γλωσσολόγο στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Άρχισα τη συλλογή το 1925, τότε που πρωτογνώρισα τον καλό μου καθηγητή..."

Ο Τριναταφυλλίδης είχε λαογραφικά ενδιαφέροντα, πληροφορία που τη βρίσκω αρχικά στο βιβλίο του Γιώργου Αλισανδράτου "Μανόλης Α.Τριανταφυλλίδης: 1883-1959: Σελίδες από τη ζωή και το έργο του" (Μουσείο Μπενάκη, 2010), με παραπομπή στον καθηγητή Λαογραφίας Δημήτριο Λουκάτο.



Συγκεκριμένα, στο αφιερωματικό τεύχος της Νέας Εστίας για τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη  (τεύχος 7776, 1 Νοεμβρίου 1959), ο Δημ. Λουκάτος σε άρθρο με τίτλο "Λαογραφικές ώρες με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη" γράφει για τα λαογραφικά ενδιαφέροντα του Τριανταφυλλίδη και για τις συγκεντρώσεις στο σπίτι του της Πατριάρχου Ιωακείμ με πνευματικές κυρίες που καμιά τους δεν ήταν γλωσσολόγος, αλλά όλες τους "έκαναν ή έγραφαν λαογραφία και πάνω σ' αυτή συζητούσαν". Ανάμεσα σ' αυτές ήταν οι Πηνελόπη Δέλτα, Ευδοκία Αθανασούλα, Φωτεινή Τζωρτζάκη, Αγγελική Χατζημιχάλη, Φάνη Σαρεγιάννη κ.ά. συνδεδεμένες με τη Νεοελληνική Βιβλιοθήκη που ανέφερα παραπάνω. Και συνεχίζει:

"Αλλά και τα έξω από τη "Βιβλιοθήκη" του παιδικό - λαογραφικά βιβλία, τα γραμμένα από φίλες και οπαδές του, είχαν πάντα τη σφραγίδα της δικής του αρχικής έμπνευσης και καθοδήγησης. Σημειώνω τα δυο καλά βιβλία της αλησμόνητης Μαρίας Λιουδάκη "Στης γιαγιάς τα γόνατα" (1932)  και "Στου παπού τα γόνατα" (1947), που βγήκαν με τη συζήτηση, την κριτική και την φιλική παρακολούθηση των χειρογράφων τους από τον Τριανταφυλλίδη."

Και αφού κάνει αναφορά στην ιδιαίτερη φιλία του με την Αγγελική Χατζημιχάλη και την Μέλπω Μερλιέ, συμπληρώνει:

"Αλλά και τη Μαρία Λιουδάκη, την καλή και πλούσια σε γνώση Κρητικιά λαογράφο, την έβλεπε σπίτι του σαν κρητικό θησαυρό, χαιρόταν την κουβέντα και την παρουσία της, κι άκουε τις περιγραφές της, σαν να πεζοπορούσε μαζί της στα χωριά και να έμπαινε στα σπίτια της Κρήτης."

Αν διαβάσει κανείς τα βιογραφικά στοιχεία της Λιουδάκη [6], μαζί με το πλούσιο και πολυσχιδές επιστημονικό έργο της, θα βρει κυνηγητά, διώξεις, αποπομπές και τελικά ένα φριχτό τέλος. Γιατί; Γιατί ήταν φίλη με τον Σουκατζίδη, γιατί ήταν αριστερή και γιατί ήταν εαμίτισσα; Ενοχλούσε ο τολμηρός της λόγος, η ευθύτητα, η εντιμότητα, ίσως και η επιστημοσύνη της, η αγάπη της στα παιδιά και στο λαϊκό πολιτισμό;

Και τι ειρωνεία! Στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο της Αθήνας, στα παιδιά που νοσηλεύονταν εκεί την περίοδο 1945-48, τότε δηλαδή που η Λιουδάκη κυνηγήθηκε, βασανίστηκε και κατακρεουργήθηκε, διάβαζαν, για να τα γλυκαίνουν, τα παραμύθια της. Αυτό γράφει η Λιλή Αλεβιζάτου στον πρόλογο του βιβλίου που επιμελήθηκε με τίτλο "Από τα παιδιά του πολέμου στον κόσμο των παραμυθιών - Ζωγραφιές από τον παιδικό θάλαμο, Ιπποκράτειο νοσοκομείο 1945-1948" (Εστία, 2007) και στο οποίο περιέχονται παραμύθια της Λιουδάκη μαζί με ζωγραφιές των παιδιών. [7] 


-------------------------------------------------------
Σημειώσεις

[1] Βλέπε περισσότερες πληροφορίες εδώ, καθώς επίσης και σε άρθρο της Ηρακλειώτικης εφημερίδας "Πατρίς" του 2001 με τίτλο "Οι αδελφές Μαρία και Χαρά Λιουδάκη τιμώνται μετά θάνατο από το Δήμο Νεάπολης".

[2] Ο Μανώλης Μιλτ. Παπαδάκης έχει γράψει γι' αυτήν το βιβλίο "Μαρία Λιουδάκι: η ιέρεια της παιδείας", Μορφωτική Στέγη Ιεράπετρας, 1992.

[3] Έχει εκδοθεί επανειλημμένα. Επίσης, ενδεικτικά να αναφέρω ότι πληροφορίες για τη συμβολή της π.χ. στην ερωτική μαντινάδα μας δίνει ο Λενακάκης εδώ, ενώ περιπαικτικές μαντινάδες της δημοσιεύει ο Αλκμάν εδώ

[4] Μια ιδέα για το πλούσιο και σημαντικό έργο της Λιουδάκη μας δίνει και η Αικατερίνη Πολυμέρου - Καμηλάκη, τέως Διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, σε ομιλία της στο Α' συνέδριο για την Κίσαμο, τον Οκτώβριο 2016, όπου έκανε αναφορά στη Μαρία Λιουδάκη και στην επιτόπια λαογραφική έρευνα για τη Δυτική Κρήτη και ιδιαίτερα για τα Εννιά Χωριά της Κισάμου που είχε πραγματοποιήσει το 1938. Επίσης, να αναφέρω το Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη μνήμη της τον Οκτώβριο του 2011 στην Ιεράπετρα με θέμα "Ο λαϊκός αινιγματικός λόγος στην Κρήτη”, ενώ εισήγηση θα υπάρχει και στο Συνέδριο που διοοργανώνει τον Φεβρουάριο 2017 ο δήμος Αγίου Νικολάου με θέμα "Γνωριμία με τους συγγραφείς του Δήμου Αγίου Νικολάου και το έργο τους".

[5]  Εκείνη την εποχή υπήρχε ένταση στο εκπαιδευτικό και στο γλωσσικό ζήτημα με αποκορύφωμα τις διώξεις εκπαιδευτικών όπως Δελμούζος, Ιμβριώτη κ.ά. (Μαρασλειακά).

[6] Βλέπε π.χ. το σχετικό λήμμα στη βικιπαίδεια, αλλά και με περισσότερες λεπτομέρειες άρθρο της Μαρίας Ζορμπά-Ροβυθάκη, καθώς και δημοσιεύματα στο Ριζοσπάστη και αλλού.

[7] Οι ζωγραφιές αυτές έχουν δωρηθεί στο Μουσείο Ελληνικής Παιδικής Τέχνης.

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

«Πόλεμος και Ειρήνη στα Βαλκάνια», έκθεση φωτογραφίας στα Χανιά





Υπάρχει αυτές τις μέρες στα Χανιά μια πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση που παρουσιάζει το έργο πέντε φωτογράφων με εικόνες από τη ζωή στα Βαλκάνια στη διάρκεια ή ύστερα από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Έχει ιδιαίτερη σημασία η αναφορά στα Βαλκάνια, γιατί εκεί ο πόλεμος διεξαγόταν στις πόλεις και στα χωριά όπου ζούσε ο άμαχος πληθυσμός.



Η έκθεση πραγματοποιείται με τη συνεργασία του Ινστιτούτου Γκαίτε και της Κοινωνικής Επιχείρησης Πολιτισμού και Περιβάλλοντος του Δήμου Χανίων και φιλοξενείται στον όμορφο χώρο του Κέντρου Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου στο παλιό λιμάνι. Περιλαμβάνει φωτογραφίες από δύο ανώνυμους και τρεις επώνυμους φωτογράφους, οι οποίοι αποτύπωσαν στιγμές από την πραγματικότητα του πολέμου, της φτώχειας, της πείνας και της προσφυγιάς στους τόπους απ' όπου πέρασε η λαίλαπα του πολέμου. Οι επώνυμοι φωτογράφοι ήταν ο Ρώσος Sampson Tchernoff ο οποίος αποτύπωσε την υποχώρηση του σερβικού στρατού στην Αλβανία και από κει στην Κέρκυρα (να σημειώσω ότι στο χωριό Άγιος Ματθαίος Κέρκυρας υπάρχει σερβικό νεκροταφείο με αναφορά στην εποχή εκείνη), ο Αμερικανός Lewis Hine που ασχολήθηκε με τα παιδιά του πολέμου και ο Βρετανός Ariel Varges που αποτύπωσε την καθημερινότητα στη Θεσσαλονίκη την ίδια περίοδο.

Ανώνυμου (δεν έχω λόγια)

Ariel Varges: Εκπαίδευση Ινδών στρατιωτών στη χρήση αντιασφυξιογόνας μάσκας

Πέρα από τις φωτογραφίες, οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν ολιγόλεπτα βίντεο στα οποία γνωστοί ιστορικοί αναπτύσσουν ειδικά θέματα σχετικά με τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και τα Βαλκάνια. Είναι ευτύχημα ότι όλα τα βίντεο αλλά και πολλές πληροφορίες για την Έκθεση και τους φωτογράφους (αλλά και μέσω αυτών για τον ίδιο τον πόλεμο, για τις συνέπειες στην περιοχή των Βαλκανίων, για τη δημιουργία της Γιουγκοσλαβίας, για το τέλος της Αυστρο-Ουγγαρίας κτλ.) βρίσκονται στον ιστότοπο Memories Europe. SouthEast που δημιούργησε το Ινστιτούτο Γκαίτε στο πλαίσιο των δράσεων για τα 100 χρόνια από την έναρξη του Πολέμου (1914-2014). Και να σημειώσω ότι, παρακολουθώντας το βίντεο "Υπνοβάτες" του Christofer Clark, δεν μπορούσα να μην θυμηθώ τους Υπνοβάτες του Χέρμαν Μπρόχ (το τελευταίο της τριλογίας του διαδραματίζεται στα 1918, στο μετά τον πόλεμο!).

Lewis Hine: παιδιά του πολέμου

Lewis Hine: παιδιά του πολέμου


Lewis Hine: αγόρι που άφησε κοτσίδες για να θυμάται τις αδελφές που έχασε στον πόλεμο

Lewis Hine: πρόσφυγες πολέμου

Αξίζει να δει κανείς το βίντεο με τη Σέρβα καθηγήτρια ιστορίας Dubravka Stojanović να αφηγείται πώς δημιουργήθηκε η Γιουγκοσλαβία! Ναι, αυτή που πριν λίγα χρόνια διαλύθηκε. Πολύπαθα Βαλκάνια...

Sampson Tchernoff: Οι Σέρβοι στην υποχώρηση και στην εξορία
Και τα παιδιά παγώνουν! Τότε στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, σήμερα πίσω από τους φράχτες της Ειδομένης! Και η ιστορία επαναλαμβάνεται;

Sampson Tchernoff: "Βιαστείτε. Τα παιδιά παγώνουν!"

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Ρέα Γαλανάκη – Μάρω Δούκα – Ιωάννα Καρυστιάνη: «Γεωγραφία» πνευματικών περιπλανήσεων με αφετηρία την Κέρκυρα



Μια ιστορική συνάντηση πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα το τριήμερο 13-15 Νοεμβρίου 2015. Η Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών και το Μουσείο Σολωμού οργάνωσαν ένα επιστημονικό συνέδριο, αφιερωμένο στις τρεις κορυφαίες σύγχρονες πεζογράφους μας, δίνοντας την ευκαιρία για ένα ζεστό συναπάντημα στο νησί της Καλυψούς, αλλά και νησί του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, του Μάρκου Ζαβιτσιάνου, του Νικόλαου Μάντζαρου, του Ευγένιου Βουλγάρεως, των μηχανικών Χρόνη και Παρμεζάν, της Ιονίου Πολιτείας, το νησί που διάλεξαν οι κορυφαίοι μας ποιητές Διονύσιος Σολωμός και Ανδρέας Κάλβος να περάσουν μεγάλο μέρος της ζωής τους, το νησί των φιλαρμονικών, της μουσικής, του πολιτισμού.


Ήταν ένα πολύ σφιχτό, καλά οργανωμένο συνέδριο με πολλές και πολύ ενδιαφέρουσες εισηγήσεις από ομιλητές που ήρθαν από όλα τα μέρη της Ελλάδας, από τα Πανεπιστήμια της Κρήτης και της Αθήνας, από το Ιόνιο, το Αριστοτέλειο, το Δημοκρίτειο, αλλά και από το Πανεπιστήμιο του Κιέλου της Γερμανίας, από το Σύλλογο Φιλολόγων Χανίων κτλ κτλ. Το πρόγραμμα μπορεί να βρεθεί εδώ: http://www.ionio.gr/central/download.php?f=07000-07999/IU-nf-07612-88421-gr.pdf).

Ήταν μια ευτυχής συγκυρία να έχουμε μαζί τις Ρέα Γαλανάκη, Μάρω Δούκα και Ιωάννα Καρυστιάνη. Ακούγοντάς τις στο στρογγυλό τραπέζι την Κυριακή το μεσημέρι να ξεδιπλώνουν τις σκέψεις τους, γιατί γράφουν, πώς ξεκίνησαν, πώς βλέπουν τον κόσμο, ο νους μου πήγαινε στα έργα τους, στα σημεία εκείνα που με είχαν αγγίξει ιδιαίτερα.




Από την  Κρήτη και οι τρεις, η Κρήτη είναι παντού, στο έργο τους, στον τρόπο που σκέφτονται, που βλέπουν τη ζωή. Ήταν συγκινητικό όταν η Καρυστιάνη μετέφερε τις εικόνες του γενέθλιου τόπου σε άλλους τόπους που αγαπά, όταν έδεσε τα Χανιά με τη Σκιάθο κι ας μην έχει πάει ποτέ όπως είπε κι όταν αναφέρθηκε στης Χαλέπας τις αυλές με τα γιασεμιά που της θυμίζει η Άνδρος. Ήταν ενδιαφέρον όταν η Γαλανάκη όρισε τη λογοτεχνία ως σπουδή στην παραβίαση των ορίων. Και ήταν σημαντικό όταν η Δούκα είπε, ότι συνομιλώντας με την ιστορία, προσπαθεί να την εξανθρωπίσει, να την ενσωματώσει στην καθημερινή πράξη.

Προσωπικά, και για τις τρεις πεζογράφους μας, έχω θαυμασμό και εκτίμηση στο έργο τους. Αν μου ζητούσαν να ξεχωρίσω ένα, θα ήταν σίγουρα δύσκολο, θα μπορούσα όμως να προτείνω από τη Γαλανάκη το "Θα υπογράφω Λουί", από τη Δούκα το "Έλα να πούμε ψέματα", από την Καρυστιάνη το "Μικρά Αγγλία".

Βέβαια, το "Ελένη ή ο Κανένας", το πρώτο της Γαλανάκη που διάβασα,  ήταν μια αποκάλυψη, όπως και το "Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά" ήταν μια δυνατή ιστορία, δεμένη με την ιστορία και τη μοίρα της Κρήτης. Το "Αθώοι και φταίχτες" της Δούκα, πέρα από τις νοσταλγικές, για μένα, εικόνες της κοινής μας γενέτειρας πόλης, έφερε στην επιφάνεια το ζήτημα των Τουρκοκρητικών και της συμβίωσης τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την Ένωση. Ενώ με το δεύτερο της τριλογίας της, "το Δίκιο είναι ζόρικο πολύ", αποκάλυψε το ρόλο των Άγγλων και των ντόπιων φίλων τους στην παράταση παραμονής των Γερμανών στη Δυτική Κρήτη,  συνομιλώντας πάντα με την ιστορία και με τους ανθρώπους, πραγματικούς ή επινοημένους, που την γράφουν. Στην Καρυστιάνη, θα πρέπει να πω ότι το "Σουέλ" με εντυπωσίασε για το θέμα και τις λεπτομέρειες που το περιγράφουν, αλλά και για τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει  στον αναγνώστη στην εξέλιξη της ιστορίας, ενώ τα "Σακιά" είναι δυνατό έως υποβλητικό, βάζοντας την αναγνώστρια στη θέση της ηρωίδας.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, αλλά επίσης ελπιδοφόρες και συγκινητικές ήταν οι παρουσίες των νέων που συμμετείχαν στο συνέδριο, παρουσιάζοντας πρωτότυπες αναλύσεις για το έργο των τριών πεζογράφων μας.



Οι χώροι του Μουσείου Σολωμού όπου πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο ήταν μικροί για τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις, ήθελαν όμως οι οργανωτές να γίνουν στο σπίτι του μεγάλου ποιητή Διονυσίου Σολωμού. Αξίζει μια επίσκεψη στο Μουσείο αυτό. Περιδιαβαίνοντας τις αίθουσες με τους πίνακες και με τις προθήκες με το ιστορικής αξίας αρχειακό και βιβλιακό υλικό που εκτίθεται, δεν έχω παρά να σκεφτώ πόσο σημαντικό ρόλο στα ελληνικά γράμματα, στην εκπαίδευση αλλά και στην επιστήμη έπαιξαν τα Επτάνησα και μάλιστα η Κέρκυρα και μάλιστα η Ιόνιος Ακαδημία, αλλά και γενικότερα οι θεσμοί και οι άνθρωποι που έζησαν και έδρασαν στο νησί.





Βέβαια, δεν μπορώ να μην αναλογιστώ και τους "μοναχικούς μαυροντυμένους περιπατητές της Κέρκυρας", μαζί τον Κάλβο και το Σολωμό, που, όπως περιγράφει ο Σωκράτης Καψάσκης, δεν αντάλλαξαν ούτε μία κουβέντα όλα τα χρόνια που ζούσαν στο νησί (και ήταν πολλά αυτά τα χρόνια).

Ας έρθω στο σήμερα όμως, για ν' αναφερθώ στη συνέχεια της παράδοσης πολιτισμού στην Κέρκυρα. Και θα σταθώ μόνο στο εξαιρετικό λογοτεχνικό περιοδικό "Πόρφυρας", βασικοί συντελεστές του οποίου είναι οι κ. Παγκράτης και Κονιδάρης, Πρόεδρος και Γραμματέας της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών. Και να παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από το ομώνυμο ποίημα του Διονυσίου Σολωμού (το έγραψε μετά το περιστατικό στην Κέρκυρα, όπου ένας πόρφυρας - καρχαρίας - κατασπάραξε έναν Άγγλο στρατιώτη):

«Φιλώ τα χέρια μ' και γλυκά το στήθος μ' αγκαλιάζω.
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση;»

Αλλά, δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στον Κερκυραίο ποιητή Ορέστη Αλεξάκη, που έφυγε πριν λίγους μήνες:

"...
ας προχωρήσομε
ανοίγοντας ένα φεγγίτη στην κατάκλειστη κάμαρα
ανάβοντας ένα καντήλι στο αφάλι του μεσονυχτιού
σκάβοντας μια σήραγγα πίστης μέχρι το εύφλεκτο
κοίτασμα
πυρπολώντας τον έγκλειστο ορίζοντα με μιαν έκρηξη
ελπίδας
ας προχωρήσαμε λοιπόν - ας προχωρήσομε
ρ υ μ ο υ λ κ ώ ν τ α ς  τ η ν  Ε ξ ο δ ο  π ρ ο ς  τ α  τ ε ί χ η".

(Απόσπασμα από το ποίημα "Οι Κόνδορες", Πηγή: http://poema.gr/dokimio.php?id=300&pid=29)

Επιστρέφοντας στην αρχή, ήταν όντως το ίδιο το Συνέδριο μια συνάντηση περιπλανήσεων, αλλά και μένα, μου δόθηκε πάλι αφορμή δικών μου περιπλανήσεων σε τόπους, σε πρόσωπα, σε καιρούς και σε έργα ανθρώπων.


Όπως, όταν κοιτάζεις από το παράθυρο του Μουσείου Σολωμού τη θάλασσα ν' απλώνεται μπροστά σου και το νησάκι του Βίδο απέναντι, κι αφήνεις τη σκέψη ελεύθερη να σε ταξιδέψει... Όπως μας ταξιδεύουν η Γαλανάκη, η Δούκα και η Καρυστιάνη με το λόγο τους, που, είτε είναι λόγος νοσταλγικός ή αγαπητικός ή συνομιλία ή παραβίαση ορίων, είναι όμως λόγος ανθρώπινος και  λόγος ανθρωπιάς.