Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Οι Δώδεκα, του Αλεξάντρ Μπλοκ στη μετάφραση του Πέτρου Κολακλίδη




Βρήκα αφορμή από την πρόσφατη ανάρτηση του Νίκου Σαραντάκου για τον Αλεξάντρ Μπλοκ και το ποίημά του "Δώδεκα" ν' αναφερθώ στην πρώτη μετάφραση του ίδιου ποιήματος στα ελληνικά. Ο Σαραντάκος παραθέτει δύο μεταφράσεις ολόκληρου του ποιήματος, η μία της Ρανέλε και η δεύτερη του Γιώργου Μπλάνα. (1) Παραθέτει επίσης το τελευταίο μέρος του ποιήματος μεταφρασμένο από τον Γιάννη Ρίτσο. (2)

Ο Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς Μπλοκ (1880-1921) ήταν Ρώσος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, εκπρόσωπος του ρώσικου συμβολισμού. Το ποίημα "Δώδεκα" γράφτηκε τον Ιανουάριο 1918, είναι χωρισμένο σε 12 μέρη και αναφέρεται στους δώδεκα στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού που περιπολούν νύχτα στους δρόμους της Πετρούπολης το χειμώνα 1917-18.

Η πρώτη μετάφραση του ποιήματος στα ελληνικά έγινε από τον Πέτρο Κολακλίδη (1920-1985) το 1945· το έχω σε έκδοση της Βικελαίας Βιβλιοθήκης του 1997, όπου εκτός από το ποίημα περιλαμβάνεται κατατοπιστικός πρόλογος του μεταφραστή και φιλολογικό επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη που είχε και την επιμέλεια της έκδοσης. (3)

Στο επίμετρο του Ζουμπουλάκη διαβάζω ότι ο Πέτρος Κολακλίδης γεννήθηκε το 1920 στην Κωνσταντινούπολη όπου είχαν καταφύγει οι γονείς του από την Οδησσό μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και επομένως γνώριζε τη ρωσική γλώσσα ως μητρική του. Ασχολήθηκε με την ελληνική και τη λατινική γραμματεία και είχε ακαδημαϊκή καριέρα, αρχικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1964 στην Αμερική. Χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα στα ποιήματα και τις μεταφράσεις του, προλαβαίνει όμως ... τυχόν παρεξηγήσεις, σημειώνοντας: "την εθεώρησα ως το καταλληλότερον μέσον ποιητικής εκφράσεως, χωρίς τούτο να εμφαίνη τας επί του γλωσσικού ζητήματος πεποιθήσεις μου". Εξάλλου, ο Κολακλίδης είναι και ο δημιουργός του εμβατηρίου "Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει" για το οποίο βραβεύτηκε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού το 1945. (4)

Ο Κολακλίδης στον πρόλογο κάνει εκτενή αναφορά στη ζωή και το έργο του Μπλοκ. Γράφει για τους Δώδεκα:

"Τα βιώματα, που γέννησε η επανάσταση μεσ' στην ψυχή του Μπλοκ, καρπώθηκαν στο πιο φημισμένο του ποίημα, τους "Δώδεκα", που είναι το "ανώτατο ποιητικό έργο που ενέπνευσε η σοβιετική επανάσταση", καθώς λέει ο Καζαντζάκης. Ο Μπλοκ έγραψε τους Δώδεκα το Γενάρη του 1918. Το ποίημα πήρε τον τίτλο του από τους δώδεκα στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού που περιπολούνε στους δρόμους της Πετρούπολης. Αναφέρεται στις μέρες που ακολούθησαν μετά την πτώση του Κερένσκυ, μόλις επικράτησε η επανάσταση, και απαρτίζεται από δώδεκα κομμάτια. Η ουσία του ποιήματος βρίσκεται στο πρώτο κομμάτι, που είναι και το πιο μεγάλο. Δίνει μια συνταραχτικήν εικόνα της ατμόσφαιρας, που είχε τις πρώτες μέρες η μετεπαναστατική Πετρούπολη. Τίποτε δε στέκει στα πόδια του..."

Διαβάζουμε στο πρώτο μέρος:

Βράδυ ολόμαυρο.
Άσπρο χιόνι.
Αέρας, αέρας!
Στα πόδια του δε στέκεται κανένας.
Αέρας, αέρας παντού -
σ' ολάκερο τον κόσμο του Θεού!
..............................................
Κι ο αγέρας μαστιγώνει!
Μήτε παυει η παγωνιά!
Κι ο μπουρζουάς στο μκρύο ζαρώνει
με τη μύτη στο γιακά.
..............................................
Κι ο ρασοφόρος νάτος -
παράμερα τραβά ...
Γιατί όχι πιακεφάτος,
σύντροφε παπά;

Κάποτε, σα γάλλος
φούσκωνε εμπρός,
κι άστραφτε μεγάλος
στην κοιλιά σταυρός.
..................................
Μαύρος, μαύρος ουρανός.
Μίσος, άσβηστο μίσος
βράζει στα στήθια...
Μαύρο μίσος, άγιο μίσος ...

Σύντροφε! Τα μάτια σου
τέσσερα!

Και συνεχίζει ο Κολακλίδης:


"... Μονάχα οι δώδεκα 'ασυνείδητοι' άνθρωποι, που 'το χιόνι τους τυφλώνει, είτε φέγγει είτε νυχτώνει', που 'τίποτε πια δε λυπούνται κι έχουν για όλα ετοιμαστεί', στάθηκαν και πάνε κόντρα στον άνεμο και στη θύελλα. Πρωτοπαρουσιάζονται στο δεύτερο κομμάτι..."

Τα μέρη τώρα είναι πιο σύντομα και αναφέρονται στις νυχτερινές περιπλανήσεις των στρατιωτών· διαβάζουμε για τον Βάνκα, για τον Πέτχα ή Πετρούχα, για την Κάτκα την πόρνη:

Πετά το χιόνι απ' τον αγέρα,
δώδεκα ανθρώποι πάνε πέρα.
....................................
- Ο Βάνκας πάει στα καπηλειά,
κι έχει την Κάτκα συντροφιά.
.......................................
Κανένα θόρυβος στην πόλη,
γύρω στο Νέβα τι σιωπή,
και δεν υπάρχουν πια αστυνόμοι -
γλέντα, παιδί, χωρίς κρασί!
.......................................
Δίχως τ' άγια να φοβούνται
παν οι δώδεκα μαζί.
Τίποτε πια δε λυπούνται
κι έχουν για όλα ετοιμαστεί...

Τα τουφέκια τους κρατάν,
μπας κι ο εχτρός κάτι σκαρώνει...
Στα σοκάκια απ' όπου  παν,
μον' η θύελλα ξεφαντώνει ...
Μεσ' στα χιόνια όποιος βουλάει -
δίχως μπότα ξεκολλάει ...

Το ποίημα τελειώνει με την εμφάνιση της οπτασίας του Χριστού. Ο μεταφραστής γράφει γι' αυτό: "Για μερικούς κριτικούς η εμφάνιση αυτή έχει μόνο αισθητική σημασία. Άλλοι στην εμφάνιση αυτή στηρίζουν το συσχετισμό των δώδεκα φαντάρων με τους δώδεκα αποστόλους, που τυφλοί κι ασυνείδητοι όπως κι εκείνοι περίμεναν το Χριστό για να τους δείξει το ρόμο της αλήθειας".


... Παν με βήματα βαριά ...
Πίσω - ο σκύλος που πεινά ...
Μπρος - κρατώντας την ακμαία
την αιμάτινη σημαία,
δίχως μάτι να τον φτάνει,
δίχως βόλι να τον πιάνει,
κι απ' τη θύελλα πιο ψηλά
με τα πόδια τ' απαλά,
χιονισμένος, φαρφουρένιος,
σάμπως μαργαριταρένιος,
και ροδοστεφανωτός -
πάει εμπρός - ο Ιησούς Χριστός.

Ο Μπλοκ, λέει ο Κολακλίδης, δεν ήταν μαρξιστής, όμως "είδε στην επανάσταση ένα οριστικό βήμα της Ρωσίας προς την εκπλήρωση των ιστορικών της πεπρωμένων, δηλαδή την μεσσιανική της αποστολή".

Και τελικά

"Ο Μπλοκ στους "Δώδεκα" μήτε δικαιώνει μήτε κατηγορεί την επανάσταση. Εκφράζει απλώς ό,τι αιστάνθηκε, ό,τι είδε, ό,τι "συνέλαβε". Και μπόρεσε να δει και να "συλλάβει" γιατί δεν τρόμαξε και δεν έπαθε παράλυση από τον τρόμο. Η απλή διάλεκτος των στρατιωτών μεταπλασμένη σε στίχους κλασικής έμπνευσης, με ρυθμούς και τραγούδια λαϊκά, κάνει τους "Δώδεκα" έργο καθαρά ρωσικό, μα ταυτόχρονα μέγα και παγκόσμιο..."

Ο Αλεξάντρ Μπλοκ πέθανε το 1921, λίγο μετά την εκτέλεση του φίλου του ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ. (5)

Για να επιστρέψω στην αφορμή για τη σημερινή ανάρτηση, έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τις τρεις πλέον μεταφράσεις μαζί (ή και τις τέσσερις μαζί με του Ρίτσου). Ο Ζουμπουλάκης το 1997 έγραφε παραπέμποντας στον Λορεντζάτο ότι "η καλή μετάφραση είναι σπανιότερη από το καλό ποίημα". Δεν είμαι σίγουρη ότι έτσι είναι πάντα, μια μετάφραση μπορεί να θεωρηθεί κάτι σαν ένα καινούριο έργο καμιά φορά, ιδίως στην ποίηση. Δύσκολο το έργο της μετάφρασης στην ποίηση, άξιος σεβασμού και εκτίμησης όποιος δοκιμάζει και δοκιμάζεται...

---------------------------------------------------------------------------------------

Σημειώσεις

(1) Το έργο σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Γκοβόστη ως επετειακή έκδοση για τα 100 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης.

(2) Η μετάφραση από το Γιάννη Ρίτσο έγινε το 1957 και αποτέλεσε τη συμμετοχή του ποιητή στο αφιέρωμα της Επιθεώρησης Τέχνης για την Οκτωβριανή Εαπανάσταση (για την οποία μάλιστα κυνηγήθηκε). Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου εκδόθηκε αυτοτελώς από τον Κέδρο (πληροφορίες υπάρχουν στη σελίδα του ΕΚΕΒΙ για τον Γιάννη Ρίτσο, σε πρόσφατο άρθρο του Θανάση Γιούνη στο RedNotebook και σε άρθρο του Δημ. Σκορδίλη στο Kommon).

(3) Αλεξ. Μπλοκ, Οι δώδεκα, Πρόλογος και απόδοση απ’ τα ρωσικά Πέτρου Κολακλίδη, Αθήνα, Τυπογραφικά Καταστήµατα Κ. Λ. Κυριακούλη, 1945.

(4) Μάλιστα, ο Αλέξης Ζήρας, σε βιβλιοκριτική για το βιβλίο της Σοφίας Νικολαίδου "Απόψε δεν έχουμε φίλους" στο περιοδικό "Διαβάζω" (τεύχος 511, Οκτ. 2010), αναφέρεται στο εν λόγω εμβατήριο και προσθέτει σε υποσημείωση: "τους στίχους του εμβατηρίου έγραψε το 1945 ο εξαίρετος λατινιστής Πέτρος Κολακλίδης όντας στρατιώτης ακόμα, προτού απολυθεί και φύγει για τη Γαλλία με το πλοίο Ματαρόα".

(5) Ο Νικολάι Γκουμιλιόφ ανήκε μαζί με την Αχμάτοβα, τον Μπλοκ τον Μπέλι και άλλους ποιητές στην ομάδα των ρώσων συμβολιστών. Ήταν ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του καλλιτεχνικού κινήματος του ακμεϊσμού μαζί με την Αχμάτοβα, η οποία ήταν και σύντροφός του. Στο βιβλίο του Βόλφγκανγκ Χέσνερ Άννα Αχμάτοβα: Η θυελλώδης ζωή μιας μεγάλης ποιήτριας (μτφρ. Ανίτα Συριοπούλου και Γιάννης Αντιόχου, εκδ. Μελάνι, 2007, είχα γράψει εδώ), περιέχεται ένα ποίημα γραμμένο το 1913 από τον Μπλοκ και αφιερωμένο στην Αχμάτοβα:

Η ομορφιά είναι τρομακτική - σας λένε.
Σεις όμως ρίχνετε κουρασμένα στους ώμους ένα ισπανικό σάλι
Στα μαλλιά ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
..............................................
Δεν είμαι τόσο απλή ώστε να μην ξέρω πόσο τρομακτική
                                                         είναι η ζωή.

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Όνειρο αγγελικό, του Αντόν Ρουμπινστάιν


Ο Αντόν Ρουμπινστάιν ήταν Ρώσος συνθέτης και πιανίστας, που γεννήθηκε το 1829 στη σημερινή Μολδαβία και πέθανε το 1894. Οι γονείς του ήταν Εβραίοι, ασπάστηκαν τον χριστιανισμό όταν ήταν μικρός (εποχή τσάρου Νικολάου Α', διωγμοί των Εβραίων), ο ίδιος αργότερα δήλωνε άθεος. Ο πατέρας του είχε εργοστάσιο μολυβιών στη Μόσχα και η μητέρα του ήταν σπουδαία μουσικός και η πρώτη του δασκάλα στο πιάνο. Ο Ρουμπινστάιν ήταν κι αυτός καθηγητής μουσικής, δάσκαλος μάλιστα του Τσαϊκόφσκι στη σύνθεση. Ήταν επίσης ο ιδρυτής του Ωδείου της Αγίας Πετρούπολης (ο αδελφός του δε Νικολάι ίδρυσε το Ωδείο Μόσχας).

Θεωρείται ένας από τους τρεις σπουδαίους πιανίστες του 19ου αιώνα, μαζί με τον Σοπέν από την Πολωνία και τον Λίστ από την Ουγγαρία, ο λιγότερο πάντως γνωστός, αν και η καριέρα του άρχισε πολύ νωρίς· ήδη στα δέκα του χρόνια είχε την πρώτη δημόσια εμφάνιση ως πιανίστας, ενώ στα 14 κυκλοφόρησε το πρώτο του έργο, μια μελέτη για πιάνο πάνω στο ποιητικό θέμα του Undine (δημοφιλές γερμανικό παραμύθι γραμμένο από τον Friedrich de la Motte Fouqué, στο οποίο έχουν βασιστεί μουσικά, κινηματογραφικά, εικαστικά και άλλα έργα).

Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα λόγια με τα οποία περιγράφει τον εαυτό του στο βιβλίο του με σκέψεις και αφορισμούς που κυκλοφόρησε στη Λειψία το 1897 με τον γερμανικό τίτλο Gedanken-Korb και το 1901 στα γαλλικά ως Pensées et Aphorismes d'Antoine Rubinstein (το αντιγράφω από τη Βικιπαίδεια):

Οι Ρώσοι με λένε Γερμανό, οι Γερμανοί με αποκαλούν Ρώσο, οι Εβραίοι Χριστιανό και οι Χριστιανοί, Εβραίο. Οι πιανίστες με θεωρούν συνθέτη και οι συνθέτες, πιανίστα. Οι κλασικιστές με αποκαλούν φουτουριστή και οι φουτουριστές με θεωρούν αντιδραστικό. Το συμπέρασμά μου είναι ότι δεν είμαι ούτε ψάρι ούτε πουλί, ... ένα θλιβερό άτομο.




Από τα έργα του (για τα οποία υπάρχουν πολλές πληροφορίες και στο Διαδίκτυο) γνωρίζω και ξεχωρίζω το Rêve Angélique ("Όνειρο αγγελικό") από το έργο του Kamennoi-Ostrow Opus 10 No. 22. Στο πρώτο βίντεο ακούμε μια εκτέλεση του κομματιού από τη Philharmonia Slavonica, ενώ στο δεύτερο ακούγεται μόνο πιάνο και παίζει ο Φινλανδός δεξιοτέχνης Jouni Somero.

Υπάρχει μάλιστα και μια ερμηνεία για το λόγο που ο Ρουμπινστάιν έγραψε το συγκεκριμένο έργο. Kamennoi-Ostrow είναι το νησί Kamennoi, ένα από τα πάμπολλα νησιά πάνω στον ποταμό Νέβα που αποτελούν την Αγία Πετρούπολη. Βρήκα αναφορές του 19ου αιώνα για το νησί στο βιβλίο "The land of Thor." του αμερικανού ιρλανδικής καταγωγής περιηγητή και συγγραφέα John Ross Browne (1867). Εκεί περιγράφεται ως όμορφο χωριό θερινών κατοικιών με ποικίλες δυνατότητες διασκέδασης για κάθε αργόσχολο, όπως χορό, μουσική, τσάι, καφέ, ζαχαροπλαστεία, τυχερά παιγνίδια κτλ. 

Νέοι χωρικοί από τα νησιά του Νέβα στην περιοχή της Αγίας Πετρούπολης,
όπως τους είδε και τους ζωγράφισε ο Browne

Επιστρέφοντας όμως στον Ρουμπινστάιν, στο περιοδικό Etude Magazine, τεύχος Απριλίου του 1912, δημοσιεύτηκε άρθρο με τίτλο Why Rubinstein Wrote "Kamennoi Ostrow" (Γιατί ο Ρουμπινστάιν έγραψε το "Kamennoi Ostrow"), στο οποίο μεταφέρεται μια ποιητική εικόνα του νησιού όπου τα κουδουνίσματα από τις καμπάνες ηχούν μελωδικά στ' αυτιά του επισκέπτη και τον κάνουν να πιστεύει πως "η Αρκαδία είναι στη Ρωσία και όχι στην Ελλάδα". Έτσι και ο Ρουμπινστάιν, όταν βρέθηκε στο νησί, μαγεύτηκε από τις μελωδίες αυτές και γυρνώντας στο σαλέ της Μεγάλης Δούκισσας Ελένας, της οποίας ήταν φιλοξενούμενος, έγραψε την περίφημη αυτή σύνθεση.

Όμως, γιατί θυμήθηκα σήμερα τον Αντόν Ρουμπινστάιν. Πρέπει να πω ότι τον γνώρισα από αναφορά σε βιβλίο της Χανιώτισσας συγγραφέα Κλεοπάτρας Πρίφτη (είχα ξαναγράψει εδώ). Συγκεκριμένα, στο βιβλίο της Από τα σημειωματάρια μου : εννιά ιστορίες (Σύγχρονη Εποχή, 1978), σε μια από τις ιστορίες αναφέρεται στα παιδικά της χρόνια στα Χανιά και στις μουσικές σπουδές της στο Ωδείο Χανίων. Το μόνο μουσικό κομμάτι που θυμάται από το Ωδείο Χανίων τόσο έντονα, γράφει, είναι το "Αγγελικό όνειρο" του Αντόν Ρουμπινστάιν. Ήταν το κομμάτι που είχε παίξει η φίλη της η Τζένη, η Εβραιοπούλα, ντυμένη κάτασπρα. Και...


Ήταν οι τελευταίες εξετάσεις στο Ωδείο... Κι ήρθε ο χαλασμός. Φάνηκε το Άγριο πρόσωπο του ανθρώπου... τα παραθύρια σκοτείνιασαν, οι καρδιές σφίχτηκαν, τα χαμόγελα χάθηκαν...

Κανείς δε σώθηκε, ούτε η Τζένη και η αδελφή της η Τζούλια, ούτε ο γέρος Όσμου, ούτε η Εσθήρ, ούτε η Ζιζέλα...
Ήταν καλοκαίρι του 1944, τους μάζεψαν στην Αγιά και από κει στο πλοίο Ταναϊς· στ' ανοιχτά της Μήλου, το βύθισαν το πλοίο. Κανείς δε σώθηκε.


Τους πνίξανε στη μέση του πελάγους!

Και γράφει ακόμη:


Ένας άγγελος κάθεται στην ακροθαλασσιά κι ακούει το κύμα που σπα, απαλά-απαλά. Τραγουδά τη χαρά του κόσμου τούτου και κλαίει... Κλαίει γιατί έχει φτερά, γιατί είναι Άγγελος και ποτέ δε θα χαρεί τις χαρές του ανθρώπου.


Όταν ακούστηκαν οι πρώτες μπατούτες, κράτησα την αναπνοή μαγεμένη, κι ένιωσα όλο τον πόνο του Άγγελου και λυπήθηκα τον Άγγελο που θα μείνει στερημένος αιώνια απ' τις χαρές του κόσμου τούτου... θυμήθηκα τα νεκρά παιδιά που όμοια με τον Άγγελο θα κλαίνε αιώνια όσα στερήθηκαν!


27 Ιανουαρίου σήμερα, παγκόσμια ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, γι' αυτούς που πνίξανε στη μέση του πελάγους, γι' αυτούς που κουβαλούνε μνήμες κι έναν αριθμό στο χέρι, γι' αυτούς που τους έκλεψαν την εφηβεία, γι' αυτούς που γνώρισαν την τραυματισμένη πραγματικότητα της φρίκης του ναζισμού, για όλους εμάς που αντιστεκόμαστε στη δολοφονία της μνήμης...

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Το ισόπαλο τραύμα του Γιάννη Στίγκα



Μεγάλο μποτιλιάρισμα κι από τις δυο μεριές του τρόμου


                                                                             στον Γιάννη Κοντό*

του Γιάννη Στίγκα

Έτσι όπως μπαίνουν όλοι τους
αξύριστοι στην ποίηση
να βόσκουν τα σκοτάδια τους
και καρδαμώνει η συμφορά
το λίγο λίγο τρώει τα θεμέλια
εγώ κορνάρω βέβαια
Τον Όμηρο τον κάνανε
χιλιάδες ξοφλημένα σύννεφα


έχω μεγάλη δυσκολία να χρυσώσω την πνοή

ευτυχώς που υπάρχεις κι εσύ
                    δηλαδή το κασκόλ σου
μαγκωμένο γερά
                   στα γρανάζια της πόλης
για να σ' έχουμε εδώ
με ξενύχτια
        κι ό,τι άλλο αιχμηρό
να ανοίγουμε τρύπες στο γέλιο σου
και να παίρνουμε
                         ολόχρυσες τζούρες


Το παραπάνω είναι ένα από τα 21 ποιήματα της συλλογής "Ισόπαλο τραύμα" του Γιάννη Στίγκα (Κέδρος, 2009), γιατρού και ποιητή με αξιοσημείωτη παρουσία στα ποιητικά πράγματα του τόπου (προς θεού, μη θεωρηθούν κριτική αξιολόγηση τα λόγια μου, την αίσθηση της αναγνώστριας μεταφέρω μόνο). Τα ποιήματα της συλλογής είναι όλα αφιερωμένα ή κάνουν αναφορές σε άλλους ποιητές, όπως στον Καρυωτάκη, στο Σινόπουλο, στον Πόε, στον Μιγκέλ Ερνάντεθ, στον Οκτάβιο Παζ, στον Ντύλαν Τόμας, στο Μαγιακόφσκι, στον Καρούζο, στο Σαχτούρη, στον Βερλέν, στο Ρίτσο, στον Ρεμπώ ...

Και λέει ο Ρίτσος:
                            Γραμμή τερματισμού το φως
                            για τους νεκρούς μου τρέχω
                             να λαχανιάσουν μέσα μου

...................................

Και λέει ο Λόρκα:
                            Εγώ δεν λογαριάζω ντουφεκιές
                            όσο βαθιά κι αν πάνε
                            το νήμα θα το κόψει το φεγγάρι

Τέτοιο αγώνισμα η ποίηση

---------------------------------------------------------------------------------------

* Ο Γιάννης Κοντός έφυγε σαν σήμερα το 2015.

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Δανάη Στρατηγοπούλου, μια θρυλική φωνή



Άκουγα και σιγοτραγουδούσα τα ελαφρά τραγούδια όταν ήμουν μικρή (έπαιζαν τότε πολύ στο ραδιόφωνο, τα τραγουδούσαν και οι μανάδες μας φωναχτά) και η Δανάη ήταν από τις αγαπημένες μου φωνές. Ή μήπως έτσι αποφάσισα, όταν μεγαλώνοντας έμαθα πως ήταν πολύ φίλη του Νερούντα και ότι είχε μεταφράσει ποιήματά του στα ελληνικά. Μπορεί να 'γινε κι έτσι. 

Και βέβαια, το Canto General του Πάμπλο Νερούντα, το ποίημα των ποιημάτων, έγινε παγκόσμιο σύμβολο αγώνα και αντίστασης χάρη στο Μίκη Θεοδωράκη. Διαβάσαμε όμως και καταλάβαμε τα λόγια του καλύτερα με τις λέξεις  στα ελληνικά που έβαλε η Δανάη στο χαρτί  και τότε ακούσαμε τον ποιητή να λέει, λές και για τη δικιά μας πατρίδα:

Πατρίδα έχεις γεννηθεί από ξυλοκόπους,
από τέκνα αβάφτιστα, από μαραγκούς,
από κείνους που δώσαν σαν παράξενο πουλί
μια σταγόνα αίμα πετούμενο
και σήμερα θα γεννηθείς και πάλι σκληρή,
μες από κει που ο προδότης και ο δεσμοφύλακας
σε πιστεύανε παντοτεινά θαμμένη...




Πληροφορίες μπορεί να βρει κανείς πολλές για τη Δανάη Στρατηγοπούλου. Αξίζουν όμως τα δύο αφιερώματα της ΕΡΤ, το ένα από τον Νυχτερινό επισκέπτη του Άρη Σκιαδόπουλου, παραγωγής 1997 και το άλλο από την εκπομπή Ιχνηλάτες του Δαυίδ Ναχμία, παραγωγής 2003.




--------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σημειώσεις
Στο πρώτο βίντεο ακούγεται η Δανάη να τραγουδά Νερούντα (πληροφορίες για το δίσκο "Danai canta a Neruda" εδώ και εδώ).
Η φωτογραφία είναι από το εξώφυλλο του δίσκου "η Δανάη στα πιο όμορφα τραγούδια του Αττίκ" (η Δανάη τραγούδησε ιδιαίτερα και ξεχωριστά τον Αττίκ, αλλά και τον Σουγιούλ και τον Γιαννίδη). Όπως διαβάζω στο CD που έχω στη συλλογή μου (αγορασμένο σίγουρα πριν από το 2002 αφού η τιμή του ήταν 2400 δρχ. όπως δείχνει η ετικέτα που ακόμα υπάρχει), κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1972 από την Polydisc και στη συνέχεια από την Polygram το 1982 και το 1994. Στο πιάνο συνοδεύει ο Μίμης Πλέσσας. Στα τραγούδια του δίσκου περιλαμβάνεται και το Οργανάκι που ακούγεται στο δεύτερο βίντεο.
Η Δανάη έφυγε σαν σήμερα πριν από 9 χρόνια, πλήρης ημερών (είχε γεννηθεί το 1913). Πληροφορίες για την ίδια και τη σχέση της με τον Νερούντα και τη Χιλή μπορεί να διαβάσει κανείς και στο αφιέρωμα της Αυγής για τη Χιλή του Νερούντα και του Αλλιέντε στις 29/5/2008.

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

"Καίω τα δέντρα χτίζω μεζονέτες..." Εις μνήμην


Κάνω βουτιές σε βόθρο με εικόνες
φουσκώνω τα βυζιά μου με ορμόνες
θέλω να γίνω σαν Αμερικάνος,
μ’ αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος

Έλληνας νεοέλληνας

Μαράθηκε η λουλουδιασμένη ιτιά
και ψήλωσε η κοντούλα λεμονιά.
στα Σάλωνα δε σφάζουνε αρνιά
δεν πάει το παπάκι στην Ποταμιά.

Κι η παπαλάμπραινα γυμνή
χαϊδεύει δώρο συσκευή
σ’ ένα τηλεπαιχνίδι πουλημένο

Πουλάκι ξένο
πουλί χαμένο
μου τρώει τα σπλάχνα
δεν βγάζω άχνα.

Καίω τα δέντρα χτίζω μεζονέτες
θα κάνω τα παιδιά μου μαριονέτες
σ’ ένα κλουβί γραφείο σαν αγρίμι
παίζω ατέλειωτο βουβό ταξίμι.

Έλληνας νεοέλληνας

Μαράθηκε η λουλουδιασμένη ιτιά
και ψηλωσε η κοντούλα λεμονιά.
στα Σάλωνα δε σφάζουνε αρνιά
δεν πάει το παπάκι στην Πόταμιά.

Κι η Παπαλάμπραινα γυμνή
χαϊδέυει δώρο συσκευή
σ’ ένα τηλεπαιχνίδι πουλημένο

Πουλάκι ξένο
πουλί χαμένο
μου τρώει τα σπλάχνα
δεν βγάζω άχνα.

Φάκα adidas μου 'πιασε τη φτέρνα
μπερδεύω το τζουκ μποξ με τη λατέρνα.
πάνω απ του τάφου μου το κυπαρίσσι
μαύρη χελώνα με έχει κατουρήσει

Έλληνας νεοέλληνας

Μαράθηκε η λουλουδιασμένη ιτιά
και ψήλωσε η κοντούλα λεμονιά.
στα Σάλωνα δε σφάζουνε αρνιά
δεν πάει το παπάκι στην Ποταμιά.

Κι η Παπαλάμπραινα γυμνή
χαϊδεύει δώρο συσκευή
σ’ ένα τηλεπαιχνίδι πουλημένο

Πουλάκι ξένο
πουλί χαμένο
μου τρώει τα σπλάχνα
δε βγάζω άχνα.



Τα είχε πει για το Νεοέλληνα ο Τζίμης Πανούσης τόσα χρόνια πριν, δεν εξαιρούσε κανέναν, ούτε τον εαυτό του, "Πουλάκι ξένο πουλί χαμένο μου τρώει τα σπλάχνα δεν βγάζω άχνα". Ακόμη κι αν παριστάναμε τους ... καθωσπρέπει  και "πολιτικώς ορθούς" πολίτες και αποφεύγαμε  να παινέσουμε το λόγο και τον τρόπο του, "μ’ αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος", να τώρα που θα μας λείψει,  καυστικός, αξιοπρεπής, αληθινός, ευαίσθητος, κι είναι σαν να τον βλέπουμε να γελοκλαίει για την ιτιά που μαράθηκε ... 

Όπα, όπα είπα λέω, 
όπα, τραγουδάω και κλαίω...

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

Τ' αστέρια, του Γιάννη Δάλλα


Εγώ δεν φοβάμαι τ’ αστέρια
είπ’ ο Λουκάς
να έν’ αστέρι που τ’ αγκάλιασα
χωρίς να καώ
ώρες το κοίταζα μες στα μάτια
και δεν τυφλώθηκα
μου άνοιξε τότε τα φυλλοκάρδια
και μπαίνοντας
είδα πλατείες και γαλάζιες στοές
και στο βάθος τους
προτομές από σπάνιους λίθους
και κρύσταλλα
Που οι δικές μας σκέφτηκα Που
εκεί κάτω
από πρόστυχα μέταλλα αστέρι μου
και χαλκεία
τ’ αστέρι γέλασε με τη σκέψη μου
κι ύστερα
άναψε μια λυχνία πολλών μεγαβάτ
ή τι λέω
έγινε κομήτης και με προβόδησε
ως εδώ
εδώ που τόσοι φίλοι ακροβολισμένοι
συνέχιζαν
ακόμη συνέχιζαν τη χαμένη μάχη
πετροβολώντας
τα δικά τους αδέσποτα αστέρια
και εκείνα
σφυρίζαν γύρω τους σαν εξωγήινοι
ή αστρίτες


Το παραπάνω ποίημα του ποιητή και θεωρητικού της λογοτεχνίας  Γιάννη Δάλλα (1924-) είναι από τη συλλογή "Αποθέτης" (Γαβριηλίδης, 2005). Αφορμή ή καλύτερα κίνητρο για τη σημερινή ανάρτηση είναι η παρακολούθηση από το κανάλι της Βουλής  (σε επανάληψη) του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ-αφιερώματος στον Κώστα Βάρναλη για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του (παραγωγής 1984, https://archive.ert.gr/99216/). Στο αφιέρωμα μιλούν σημαντικοί λογοτέχνες και διανοούμενοι (όπως Ρίτσος, Μαρωνίτης, Γιατρομανωλάκης, Καψάλης, κ.ά.), και ανάμεσά τους ο Δάλλας, ο οποίος έκανε μια ξεχωριστή (κατά τη γνώμη μου) ανάλυση και τοποθέτηση, δίνοντας το στίγμα της προσωπικότητας και του έργου του Έλληνα ποιητή και βοηθώντας εμάς (θεατές και αναγνώστες) να το προσεγγίσουμε καλύτερα και να εμβαθύνουμε σε αυτό.

Να ευχηθούμε, λοιπόν, στο σπουδαίο ποιητή μας Γιάννη Δάλλα νάναι καλά, σήμερα που είναι και η γιορτή του!

.................................................

Σημείωση.  
Ένα αρκετά κατατοπιστικό αφιέρωμα για το έργο του είχε δημοσιεύσει η Αυγή στις Αναγνώσεις τον Ιούλιο του 2009. Περισσότερα για το έργο του Γιάννη Δάλλα υπάρχουν επίσης, πέρα από τη σελίδα της Βιβλιονετ, στη Βικιπαίδεια.

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Ο χρόνος γυρίζει, παλιά ιστορία!




Το γύρισμα του χρόνου

                         της Σοφίας Κολοτούρου

Ο χρόνος γυρίζει, παλιά ιστορία :
ζεστή κάποια νύχτα, γλυκιά του Ιουλίου
στη μνήμη έχει μείνει, σαν φωτογραφία
κρυμμένη στη μέση κλεισμένου βιβλίου.

Ζεστή κάποια νύχτα, γλυκιά του Ιουλίου
θυμίζει και πάλι αυτά που ξεχνάω
–κρυμμένη στη μέση κλεισμένου βιβλίου–
θαμμένα για πάντα, για να μην πονάω.

Θυμίζει και πάλι αυτά που ξεχνάω,
η νύχτα ετούτη, του άγριου χειμώνα.
Θαμμένα για πάντα, για να μην πονάω,
τα λόγια που κρύβω κι απέμειναν μόνα.

Η νύχτα ετούτη, του άγριου χειμώνα,
τις σκέψεις μου παίρνει, σκορπά στον αέρα.
Τα λόγια που κρύβω κι απέμειναν μόνα,
ζητάω – να βγάλω ακόμα μια μέρα.

Τις σκέψεις μου παίρνει, σκορπά στον αέρα,
το φύσημα τώρα, τ’ ανέμου η μανία.
Ζητάω να βγάλω ακόμα μια μέρα –
ο χρόνος γυρίζει, παλιά ιστορία.


Καλή Χρονιά, λοιπόν. Ο χρόνος γυρίζει, παλιά ιστορία!

.................................
Στη Σοφία Κολοτούρου απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2016, εξ ημισείας με τον Δημήτρη Αγγελή, για το έργο της με τίτλο «Η τρίτη γενιά» (και αντίστοιχα στον Αγγελή για το έργο του με τίτλο «Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου»). Το ποίημα της Σοφίας Κολοτούρου "Το γύρισμα του χρόνου" πρωτοδημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο Νέοι Ήχοι στο Παμπάλαιο Νερό
Η παραπάνω φωτογραφία είναι του Δημήτρη Χαρισιάδη από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη.

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Τι έγιναν τα παιδιά του Καρόλου Ντίκενς;

Γ. Ιακωβίδη "Η προσφυγοπούλα ή Κοιμισμένη ανθοπώλις"
(Εθνική ΠΙνακοθήκη)



Χάθηκαν προσωρινά, γίνανε σκιές,
με παρακολουθούν για δευτερόλεπτα
μέσα από την ομίχλη,
πιάνουν την άκρη του παλτού μου.
Χειμώνας είναι γι αυτά, βαρύς, με χιόνια.
Με παπούτσια χαλασμένα, με αισθήματα
κουρέλια τριγυρνάνε άσκοπα στους δρόμους,
κάτω από φανάρια του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Το χιόνι σφυρίζει και τα χτυπάει αλύπητα.
Προσπαθεί να τα σβήσει από τις σελίδες των
βιβλίων. Αυτά όμως επιμένουν να τριγυρνάνε
στη μνήμη μας, να μας τυραννούν, να μας συντροφεύουν.
Χλομά και πεινασμένα μας περιμένουν
στη γωνιά, με τους ώμους να διψούν
για χάδι. Σούρουπο τα είδαμε για πρώτη
φορά και μα έφεραν τα πιο παράτολμα σχέδια.
Εκεί που σβήνει η μουσική, κρύβονται φοβισμένα
τα παιδάκια κοιτώντας το φεγγάρι.



Το ποίημα "Τι έγιναν τα παιδιά του Καρόλου Ντίκενς" του Γιάννη Κοντού (από τη συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα», Κέδρος, 1997) αναθυμήθηκα διαβάζοντας στη σελίδα του BBC  για τη χριστουγεννιάτικη ιστορία που έγραψε ο Κάρολος Ντίκενς το 1843. Δύσκολη περίοδος για τη Βρετανία, η βιομηχανική επανάσταση στο ζενίθ και από κοντά οικονομική κρίση, αύξηση τιμών, ανεργία και πείνα, πολλή πείνα, πεινασμένα παιδιά και ολόκληρες οικογένειες στους δρόμους. Πεινασμένη δεκαετία του 19ου αιώνα είπαν εκείνη τη δεκαετία του '40. Και ο Ντίκενς, βλέποντας τις εικόνες αυτές και βλέποντας τη φτώχεια, την αδυναμία και τη μιζέρια στις ζωές των παιδιών, έγραψε μια νουβέλα με τίτλο A Christmas Carol: A Ghost Story of Christmas, με τη σκέψη να δώσει λίγη χαρά κι αισιοδοξία στους ανθρώπους, να τους κάνει να θυμηθούν και να νοσταλγήσουν τις καλύτερες μέρες που είχαν ζήσει, να νιώσουν την αξία της αγάπης και της αλληλεγγύης.


Η πρώτη έκδοση του A Christmas Carol του Ντίκενς κυκλοφόρησε στις 19 Δεκεμβρίου 1843

Πρωταγωνιστής ο τσιγκούνης, ιδιότροπος και αγέλαστος Σκρούτζ. Αγέλαστος; Όχι για πάντα...

Παραμονὴ Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο του, ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ δούλευε ἀσταμάτητα. Τὸ δωμάτιο ἦταν μᾶλλον κρύο, γιατί τὰ λιγοστὰ κάρβουνα στὴ σόμπα δὲν ζέσταιναν ἀρκετά. Ὄχι ὄχι ἔλειπαν τοῦ Σκροῦτζ τὰ χρήματα γιὰ ν᾿ ἀγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Ἀλλὰ ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ ἦταν ἕνας φοβερὸς τσιγκούνης! Στὸ διπλανὸ δωμάτιο, χωρὶς θερμάστρα, ἐργαζόταν ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, ὁ κλητήρας του, ποὺ ἔτρεμε ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγωνιά. Ξαφνικὰ ἡ πόρτα ἄνοιξε κι ἕνας χαμογελαστὸς ἄντρας μπῆκε στὸ γραφεῖο.

«Θεῖε, Καλὰ Χριστούγεννα!».

«Κακά, ψυχρὰ κι ἀνάποδα...» γκρίνιαξε ὁ Σκροῦτζ.

«Θεῖε μου, μὴ μουτρώνεις. Ἦρθα νὰ σὲ καλέσω γιὰ τὸ μεσημέρι», εἶπε ὁ Φρέντ, ὁ ἀνιψιός του.

Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση. Ποτέ του δὲν γιόρταζε τὰ Χριστούγεννα. Τὰ θεωροῦσε χάσιμο χρόνου. Ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Σκροῦτζ δὲ χάλασε τὸ κέφι τοῦ Φρέντ. Ἔφυγε χαμογελαστός, ἀφοῦ προηγουμένως ἀντάλλαξε εὐχὲς μὲ τὸν Μπὸμπ Κράτσιτ.

Λίγα λεπτὰ ἀργότερα χτύπησαν τὴν πόρτα. Ὁ ὑπάλληλος ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξει. Παρουσιάστηκαν δυὸ κύριοι.

«Ἐδῶ εἶναι ἡ ἑταιρεία Σκροῦτζ καὶ Μάρλεϊ;» ρώτησε ὁ πρῶτος.

«Ὁ συνέταιρός μου, ὁ Μάρλεϊ, πέθανε σὰν ἀπόψε πρὶν ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια», τοῦ ἀπάντησε ψυχρὰ ὁ Σκροῦτζ.

«Τὰ συλλυπητήρια μου», εἶπε ὁ δεύτερος.

«Ἐμεῖς κάνουμε ἔρανο γιὰ τοὺς φτωχούς. Αὔριο, ποὺ ξημερώνει μέρα χαρᾶς, ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν πείνα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴ συνδρομή σας;».

Ὁ γέρο-σπαγκοραμμένος δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ξοδέψει οὔτε μία πένα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπάντησε ἀρνητικὰ στοὺς δυὸ ἐπισκέπτες.

...................................................................................

«Ποιὸς εἶναι;» ρώτησε ἔκπληκτος ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Σκροῦτζ γυρνώντας τὸ κεφάλι του.

«Ὁ θεῖος σου ὁ Σκροῦτζ», τοῦ ἀπάντησε. «Ἦρθα γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι ποὺ μὲ κάλεσες!».

Ὁ Φρὲντ καὶ ἡ γυναίκα του χάρηκαν πολὺ ποὺ τελικὰ ὁ Σκροῦτζ ἀποφάσισε νὰ τοὺς κάνει τὴν τιμή. Καὶ ἡ γιορτὴ ἐξελίχτηκε θαυμάσια. Τὸ γεῦμα ἦταν νοστιμότατο. Ἀκολούθησαν μουσικὴ καὶ χορός. Ἔπαιξαν διάφορα διασκεδαστικὰ παιχνίδια καὶ φυσικὰ παντομίμα. Ἀλλὰ τὸ καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα ἦταν ἐκείνη ἡ ξέφρενη χαρὰ ποὺ ἔνιωθε μέσα του ὁ Σκροῦτζ.

Τὴν ἑπομένη, ὁ Σκροῦτζ πῆγε πολὺ νωρὶς στὸ γραφεῖο. Ἤθελε νὰ κάνει ἔκπληξη στὸν κλητήρα του, ποὺ ἤξερε ὅτι θὰ ἀργοῦσε νὰ φανεῖ στὴ δουλειά. Καὶ πράγματι, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἦρθε λίγο πρὶν τὶς δέκα. Κάθησε ἀθόρυβα στὴ θέση του, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Σκροῦτζ δὲ θὰ ἔπαιρνε εἴδηση τὴν καθυστέρησή του.

«Ἄαα!» γκρίνιαξε τότε ὁ Σκροῦτζ προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὸ γνωστὸ κακότροπο ὕφος του. «Τί σημαίνει πάλι αὐτό;».

«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, «δὲν πρόκειται νὰ ξαναργήσω».

«Καὶ πῶς μπορεῖς νὰ δίνεις τέτοιες ὑποσχέσεις;» τοῦ εἶπε μουτρωμένος ὁ Σκροῦτζ. Ὁ Μπὸμπ ἄρχισε νὰ τρέμει. Φοβήθηκε τὴν ἀπόλυση.

«Πάντως, γιὰ τούτη τὴ φορά...» συνέχισε ὁ Σκροῦτζ «νομίζω ὅτι πρέπει νὰ σοῦ αὐξήσω τὸ μισθό σου!».

Κατάπληκτος ὁ Μπὸμπ σκέφτηκε νὰ τρέξει γιὰ βοήθεια. Νόμισε ὅτι ὁ ἐργοδότης του τρελάθηκε!

«Καλὰ Χριστούγεννα, ἀγόρι μου», τοῦ εἶπε τότε ἤρεμος καὶ χαμογελαστὸς ὁ Σκροῦτζ, μὲ τρόπο τόσο εἰλικρινῆ, ὥστε τελικὰ τὸν ἔπεισε ὅτι τὰ εἶχε τετρακόσια. «Καὶ ὄχι μόνο θὰ σοῦ κάνω αὔξηση, ἀλλὰ θὰ βοηθήσω καὶ τὴν οἰκογένειά σου. Πήγαινε, ὅμως, πρῶτα σὲ παρακαλῶ, νὰ ἀγοράσεις κι ἄλλα κάρβουνα, θὰ ζεσταθοῦμε καλὰ κι ἔπειτα καθισμένοι δίπλα στὴ φωτιὰ θὰ συζητήσουμε ὅλες τὶς λεπτομέρειες.

Ὁ Σκροῦτζ κράτησε τὸ λόγο του. Καὶ σύντομα ὁ μικρὸς Τὶμ ξεπέρασε τὴν ἀρρώστια, ἀπέκτησε δυνάμεις κι ἔγινε ἕνα γελαστὸ καὶ ὄμορφο ἀγόρι, ποὺ ὁ Σκροῦτζ τὸ φρόντισε σὰν νὰ ἦταν δικό του παιδί. Ὁ πρώην τσιγκούνης ἔγινε πολὺ γενναιόδωρος κι ἦταν πάντα εὐγενικός με ὅλους. Μερικοὶ βέβαια τὸν κορόιδεψαν γιὰ τὴ μεταβολὴ τοῦ χαρακτήρα του. Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ δὲν ἐνοχλήθηκε γιατί, ὅπως εἶπε πολὺ σοφά: «Καλύτερα νὰ σὲ περιγελοῦν παρὰ νὰ σὲ περιφρονοῦν!».

Ὁ Σκροῦτζ δὲν ξαναεῖδε τὰ πνεύματα. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅπως λένε, δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος ποὺ νὰ γιορτάζει καλύτερα τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὸν Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ.

Τα παιδιά του Ντίκενς ακόμη περιμένουν ένα χάδι, κι αυτό τον πεινασμένο 21ο αιώνα!

Καλά Χριστούγεννα!

--------------------------------------------------
Σημείωση
Στα ελληνικά, το βιβλίο κυκλοφορεί με τους τίτλους "Χριστουγεννιάτικη ιστορία" ή "Χριστουγεννιάτικα κάλαντα". Το παραπάνω απόσπασμα είναι πιστή αντιγραφή από εδώ

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Ο "ηλεκτρονικώς αναλφάβητος" Σπύρος Ασδραχάς για τον "αμητό της πληροφόρησης"



... Η πρώτη παρατήρηση αφορά στην ηλεκτρονική διάδοση της πληροφορίας: δεν βλέπω τίποτε το αρνητικό σ' αυτή, στο μέτρο όπου μεταφέρει στην οθόνη σας τον διάσπαρτο αμητό της πληροφόρησης, με ό,τι τούτο συνεπάγεται ως προς την εξοικονόμηση χρόνου και οικονομικού κόστους για τους υποψιασμένους χρήστες. Αν εμφωλεύει ένας κίνδυνος, αυτός συνίσταται στην υπαγωγή του ευρυμαθούς τεκμηριολόγου στον τεχνικό της πληροφορικής, αλλά κι αυτός ο κίνδυνος είναι υπερβάσιμος με τη σύμπτωση των δύο ιδιοτήτων στο ίδιο πρόσωπο. Οι κίνδυνοι αυτοί είναι υπερβάσιμοι σε ό,τι αφορά τα κέντρα τεκμηρίωσης, αρχεία και βιβλιοθήκες. Προφανής είναι επίσης η ευεργετική επίπτωση της ταχείας και μάλιστα εξατομικευμένης διάδοσης άλλων πληροφοριών που δεν αφορούν τα κέντρα τεκμηρίωσης, αλλά τις τρέχουσες δημοσιεύσεις.

.....................................................

Ηλεκτρονικώς αναλφάβητος εγώ, υποψιάζομαι τη δυναμική, δηλαδή την άμεση σύνδεση των ενδιαφερομένων μεταξύ τους και την ταχύτητα της πληροφόρησής τους ή, τουλάχιστον, της πρόσβασής τους στις πηγές των πληροφοριών, εν μέρει εμμέσως, κάποτε συνολικώς αμέσως: στους τίτλους και στα περιεχόμενα με τη βοήθεια των πολλαπλών ανακλήσεων. Πριν από την τωρινή στιγμή, όλα αυτά προϋπόθεταν πολύ χρόνο κι ακόμη πολύ χρήμα. Όλα αυτά είναι ωραία και οδηγούν, ανάμεσα στ' άλλα, στην αναπρόσληψη της χρονικότητας. Συνεχίζουν ωστόσο να υπάρχουν οι σταθερές: για να διαβάσεις τα Μετά τα Φυσικά, το Κεφάλαιο ή ακόμη και τις Βυζαντινές Μελέτες του Ζαμπελίου, χρειάζεται ένας χρόνος που υπακούει σε άλλες ταχύτητες· για να κατανοήσεις τα κείμενα αυτά χρειάζεται μια επίσκεψη εννοιών και πραγμάτων που κι αυτή υπακούει στον δικό της αργό χρόνο. Το αιτούμενο είναι με ποιους τρόπους συντίθενται οι ταχύτητες αυτές, ώστε να γίνεται δυνατή η συγκρότηση πνευματικών προσωπικοτήτων, ιστορικών για το δικό μας μικρό, ίσως, αλλά πολυσήμαντο πεδίο...

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την ομιλία του Σπύρου Ασδραχά στην ημερίδα που διοργάνωσαν τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας στις 18 Δεκεμβρίου 2006 και στην οποία παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος "Πολιτισμός και Αριστερά στον 20ο αιώνα. Ψηφιοποίηση τεκμηρίων από τις συλλογές των ΑΣΚΙ". Έκανα την αντιγραφή από το Αρχειοτάξιο, τεύχος 9, Μάιος 2007 (οι υπογραμμίσεις δικές μου).

Πλούσιο λεξιλόγιο, νεολογισμοί, μεγάλες προτάσεις, και συχνά δυσκολία κατανόησης του λόγου του. Δεν χρησιμοποιεί τα χιλιοειπωμένα, τα "μυριόλεκτα", όπως γράφει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος στη χθεσινή Εφημερίδα των Συντακτών, αλλά χρησιμοποιεί "ένα λεξιλόγιο πλούσιο, προϊόν μιας απέραντης ενδοχώρας πολυμάθειας, που δεν χρησιμοποιείται σήμερα, πολύ κοντά στις πηγές, αντιστοιχεί σε μορφές ζωής που έχουν εξαφανιστεί σήμερα και συνδυάζεται με τολμηρούς νεολογισμούς οι οποίοι διαδόθηκαν όχι μόνο ως όροι αλλά και ως σημαίνοντα μιας ιστοριογραφικής ταυτότητας". Ο Ασδραχάς, γράφει ο Λιάκος, "τόνιζε ότι θα έπρεπε κανείς να δει την Ιστορία ως τρόπο ανάγνωσης των πραγμάτων, μέσα από εμβρίθεια, μέσα από εκείνη τη γεφύρωση ανάμεσα στο eruditio και τη σημειολογία, ως τρόπο σκέψης... Η εμμονή με τη γλώσσα άγγιζε τον πυρήνα της ιστοριογραφικής θεωρίας του. Αν και δεν την κωδικοποίησε, η θεωρία αυτή συναρτά το παρελθόν με την εξιστόρησή του. Αυτή η συνάφεια εκφράζεται πρωτίστως στη γλώσσα."

Και ο χρόνος, η "χρονικότητα" όπως λέει, στοιχείο των συλλογισμών του διαρκώςΑυτή του την εμμονή με τη χρονικότητα και ταυτόχρονα με τη γλώσσα ("επίσκεψη εννοιών και πραγμάτων που κι αυτή υπακούει στον δικό της αργό χρόνο") τη βρίσκω και αλλού. Ξεφυλλίζω τα πρακτικά της ημερίδας που διοργάνωσε η Ελληνική Αρχειακή Εταιρεία στις 2 Μαρτίου 2001 με τίτλο " Δικαίωμα στην πληροφόρηση: νέα όρια και αντιφάσεις". Η συζήτηση γίνεται για τα νομικά και άλλα ζητήματα που σχετίζονται με την πρόσβαση στα αρχειακά τεκμήρια, είναι γνωστή η θέση των ΑΣΚΙ για τα ανοικτά αρχεία· και λέει ο Ασδραχάς, απαντώντας στη χρήση από τους νομικούς της έννοιας "νομικά πλάσματα" ("expedients juridiques - πώς τα λέμε, τεχνάσματα;" αναρωτιέται, για να του απαντήσει "πλάσματα" ο Νίκος Αλιβιζάτος) ):

Πλάσμα είναι οι έννοιες, οι γενικές έννοιες με τις οποίες είστε αναγκασμένοι να δουλεύετε, κατόπν αυτές τις γενικές έννοιες τις φέρνετε σε αντιπαράθεση με μία πραγματικότητα, δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί η πραγματικότητα από τις γενικές έννοιες... Με τη διαφορά πως είστε αχρονικοί. Στο σκεπτικό σας, όπως στην περίπτωση των δογματιστών του Δικαίου τι λείπει; Η χρονικότητα...

Και συνεχίζοντας τις "α-νομικές και άνομες ίσως παρατηρήσεις" του, προβληματίζεται για το ρόλο που μπορεί να έχει μια Αρχή προστασίας δεδομένων στην ιστορική έρευνα μέσα από τα αρχεία, τα οποία λειτουργούν σε όλο τον κόσμο περίπου με τον ίδιο τρόπο. "Υπάρχουνε πρακτικές κατακτημένες, πρακτικές που διευκολύνουνε να γίνεται η έρευνα και δεν υπάρχει καμία περίπτωση, δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση, να θέτουμε προβλήματα του είδους, πού σταματάει η ατομική βούληση. Πού σταματάει η ατομική βούληση τίνος; Εκείνου στον οποίο αφορούν τα δοκουμέντα... Η δίκη του Μπελογιάννη, η δίκη του Βαβούδη, η δίκη του Αργυριάδη, είναι γνωστές με δύο τρόπους: ο ένας είναι με πρόσβαση στα έγραφα τα οποία παρήχθησαν κατά τη διάρκεια της δίκης και ο δεύτερος είναι διά των εφημερίδων... Τα δοκουμέντα δεν μπορεί να τα απαγορεύσει κανείς, την επίκληση του ευαίσθητου στοιχείου θα την ανατρέψει μία επιχειρηματολογία που θα προέρχεται από τη λογική της επιστήμης την οποία καλλιεργεί - ο ιστορικός στην περίπτωση: καμία Αρχή δεν μπορεί να καταργήσει τη λογική των επιστημών..."

Ο Σπύρος Αδραχάς έφυγε πριν λίγες μέρες στα 84. Αύριο θα τον δεχτεί η γη της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Λευκάδας. Τούτο το σημείωμα, στη μνήμη του, ξεκίνησε με αφορμή την αναφορά του στον αμητό της πληροφόρησης· πόσο όμορφα πλουτίζεται ο λόγος. Κι όμως, πόσοι από εμάς, αλήθεια, έχουμε χρησιμοποιήσει αυτή την έκφραση; Ακόμη κι όσοι λέμε πως έχουμε ιδιαίτερη επαφή με την πληροφόρηση, κάνουμε λόγο για αύξηση, για μεγάλο όγκο, για εκθετικούς ρυθμούς, για έκρηξη, τόσο κοινότοπα και ... τόσο "μυριόλεκτα" πια. Όσο για τον χρόνο και τη χρονικότητα, κρατώ αυτό που ο ίδιος λέει: Για να κατανοήσεις τα κείμενα αυτά χρειάζεται μια επίσκεψη εννοιών και πραγμάτων που κι αυτή υπακούει στον δικό της αργό χρόνο.

Ή, για να αντιγράψω το πνεύμα του Ασδραχά, πώς το 'λεγε ο Κοραής αναφερόμενος στον Επίκτητο;

Δικαίως λοιπόν έλεγεν ο φιλόσοφος Επίκτητος ότι η παιδεία των ανθρώπων πρέπει ν' αρχίζη απ' αυτήν των λέξεων την έρευναν, "αρχή παιδεύσεως η των ονομάτων επίσκεψις"... Την τοιαύτην έρευναν ονομάζει ο Επίκτητος "παρακολούθησιν των ονομάτων" και την διακρίνει από την απλήν αυτών χρήσιν... (Αδαμάντιου Κοραή Χρυσά Έπη, Ακαδημία Αθηνών, 1934).
--------------------------------------------------------------
Σημειώσεις

- Η φωτογραφία είναι από την ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Δρόμος της Αριστεράς, φύλλο 228 - 13/9/2014, όπου δημοσιεύεται και η πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που έδωσε ο Σπύρος Ασδραχάς στον Σταμάτη Μαυροειδή. Αξίζει να διαβαστεί.
- Πρέπει να σημειώσω επίσης ότι η χρήση του όρου τεκμηριολόγος με έχει βάλει σε σκέψη· γιατί αλήθεια είναι πιο σωστό το τεκμηριωτής (documentalist) που έχει ήδη καθιερωθεί. Και θυμάμαι τον φίλο μου Δημήτρη Καρακώστα που στις αρχές της δεκαετίας του '80, τότε που εμφανίστηκε το επιστημονικό πεδίο information science και η ιδιότητα information scientist, πρότεινε την ελληνική απόδοση "πληροφοριολόγος". Ούτε αυτό καθιερώθηκε, λέμε επιστήμονας της πληροφόρησης. Για την ιστορία...
- Για την ιστορία επίσης, και για όποιον ενδιαφέρεται, να σημειώσω ότι το συγκεκριμένο τεύχος του Αρχειοτάξιου, έχει ως κύριο περιεχόμενο το αφιέρωμα "Ιστορία και Φωτογραφία", με αναφορές στους σπουδαίους φωτογράφους Μελετζή, Τλούπα, Παπαϊωάννου και Μπαλάφα, με φωτογραφίες από τα αρχεία ΑΣΚΙ, ΕΛΙΑ κ.ά. και με φωτογραφικές μαρτυρίες που δίνουν ξεχωριστή διάσταση στο ρόλο και στην ανάγνωση της φωτογραφίας.

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Κράτησα τη ζωή μου... Στη μνήμη της Αννούλας




"...Μέναμε στην αρχή, στο προάστιο Vitry με την οικογένεια του τραγουδιστή Αντώνη Καλογιάννη. Μετά νοικιάσαμε ένα διαμέρισμα στο προάστιο Villejuif. Τέλος, πήγαμε σ' ένα πολύ ωραίο διαμέρισμα στο δήμο του Ivry-sur-Seine, σε μικρή απόσταση με το μετρό από το κέντρο του Παρισιού. Το οικοδομικό συγκρότημα που βρισκόταν το διαμέρισμά μας είχε κτίσει ο Renaudie, ένας πολύ καλός αρχιτέκτονας. Τα σπίτια είναι από μπετόν γκρίζο, άβαφο και μοιάζουν σαν δαντέλες..." *

Μου 'χε μιλήσει για τον Καλογιάννη η Άννα. Και χθες βράδυ που έβλεπα μια πρόσφατη εκπομπή της Έλενας Κατρίτση από τη σειρά Προσωπικά με τον Αντώνη Καλογιάννη (δείτε την, αξίζει, ο Καλογιάννης είναι αυθεντικός), όταν προς το τέλος τον ρώτησε η δημοσιογράφος τι θάθελε να κρατήσει, είπε το "Κράτησα τη ζωή μου". Είναι το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη "Επιφάνια, 1937", που το τραγούδησε ο ίδιος αξεπέραστα πάνω στη μουσική του παντοτινού Μίκη Θεοδωράκη. Ένιωσα ότι ταιριάζει στην Αννούλα, τη Σολωμίτσα μας (είχα γράψει εδώ και εδώ και εδώ).

Αντιγράφω το ποίημα από τη σελίδα του ΕΚΕΒΙ (φάκελο "Ταξιδεύοντας με το Γιώργο Σεφέρη" στο πρόγραμμα του ... πάλαι ποτέ "προγράμματος εμψύχωσης σχολικών βιβλιοθηκών" - και με την ευκαιρία, τι γίνεται με το ΕΚΕΒΙ και με την περίφημη πολιτική βιβλίου;;;) 

Επιφάνια, 1937

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγ-
γαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλ-
λιά σου
χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδε-
βαράν.

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους' βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου. στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά. μελανιασμένες λαγκαδιές. ο χιονι-
σμένος
κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι
δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη
σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ. ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα
χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των
νερών
κάτω απ' τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλει-
στά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες
που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που
σ' αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτε-
ρά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο
γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν
εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τούς πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή. κράτησα τη ζωή μου.

Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.


----------------------------------------------------


* Το απόσπασμα είναι από το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Άννας Σολωμού "Μια ζωή μέσα από καταιγίδες".

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Μπερλίν, της Άντζη Σαλταμπάση: αναζητώντας τις μνήμες μιας πόλης


Περιεργαζόμενη το βιβλίο πριν ξεκινήσω την ανάγνωση, διάβασα για το εξώφυλλο: "Μνημείο της Nelly Sachs στο Βερολίνο". Πάλι η Νέλλυ Ζακς μπροστά μου, τον τελευταίο καιρό βρέθηκε πολλές φορές στα διαβάσματά μου. Γερμανίδα ποιήτρια, γεννημένη στο Βερολίνο από Εβραίους γονείς, πρόλαβε να φύγει το 1940 στη Σουηδία· πιστή φίλη του ποιητή Πάουλ Τσέλαν, πληγωμένες υπάρξεις και οι δύο, χτυπημένες από την "τραυματισμένη πραγματικότητα" της φρίκης του ναζισμού. Έτσι περιγράφει τη συνάντηση των δύο ποιητών ο Κώστας Νασίκας στο εξαιρετικό βιβλίο του "Εξορίες γλώσσας". Ποιήματά της βρήκα πως υπάρχουν στο βιβλίο "Τέσσερις νομπελίστες ποιητές: Nelly Sachs, Jaroslav Seifert, Günter Grass, Elfriede Jelinek", Λεξίτυπον 2007 (σε μετάφραση και ανθολόγηση από Σωτήρη Γυφτάκη). Δεν το έχω ξεφυλλίσει, βρήκα όμως ποιήματά της στην ανθολογία της Μαρίας Λαϊνά "Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα: Επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις" (Ελληνικά γράμματα, 2007, με μια παρατήρηση ότι δίνονται τα ονόματα των μεταφραστών, όχι όμως και η πηγή δημοσίευσης των μεταφράσεων). Το μνημείο που φωτογράφισε η Σαλταμπάση για το εξώφυλλο του βιβλίου της είναι το μνημείο του Ολοκαυτώματος και βρίσκεται στο πάρκο Koppenplatz του Βερολίνου, πολύ κοντά στην πλατεία Rosenthaler.

Αλλά νομίζω ξεστράτισα, αφορμή το βιβλίο της Άντζη Σαλταμπάση Μπερλίν (Πόλις, 2017). Τη Σαλταμπάση την έχω συναντήσει ως μεταφράστρια πριν από λίγα χρόνια, αρχικά στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο "Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933" του Χάινριχ Βίνκλερ. Τώρα, μας συστήνεται και ως συγγραφέας η ίδια, με μια πρωτοπρόσωπη αφηγηματική περιήγηση στην πόλη του Βερολίνου, στους χώρους και στην ιστορία του, με έμφαση στον όλεθρο του Ολοκαυτώματος και στις μικροϊστορίες των Εβραίων που κάποτε έζησαν σ' αυτή την πόλη.

Η συγγραφέας, ως δημοσιογράφος, αναζητεί και παρακολουθεί τις τύχες απλών ανθρώπων που ζούσαν στο Βερολίνο από τη δεκαετία του '30 ή και παλιότερα και που είτε χάθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης ή κάποιοι πρόλαβαν να ξεφύγουν και βρέθηκαν στην Αμερική, στο Ισραήλ ή αλλού.

"Νεκρές και σχεδόν νεκρές" γυναίκες στο Ράβενσμπρουκ
Θέμα της η μνήμη· αυτή που καταγράφεται και στο σπαρακτικά αποκαλυπτικό, μνημειώδες εννιάωρο ντοκιμαντέρ του Κώντ Λανζμάν Σοά, που σκηνές του θυμάται καθώς το πούλμαν τους πηγαίνει για επίσκεψη στο γυναικείο στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ. Και τι ειρωνεία, εκεί δίπλα στο στρατόπεδο σχεδίαζαν να χτίσουν ένα πολυκατάστημα· ειρωνεία ή μάλλον κυνισμός θα έλεγα καλύτερα. Ευτυχώς για τον σεβασμό στη μνήμη, τη συλλογική και την ατομική, για την κοινωνική μνήμη, το σούπερ μάρκετ δεν έγινε, μάλλον δεν λειτούργησε ποτέ σ' εκείνη τη θέση, όπως μας πληροφορεί και φυλλάδιο της πόλης (η συγγραφέας, πάντως, μας πληροφορεί πως έγινε τελικά στην άλλη άκρη της πόλης, δίπλα στο νεκροταφείο, εκεί που, όπως είπε ένας φύλακας του νεκροταφείου, έκαιγαν τα πτώματα πριν το στρατόπεδο αποκτήσει τους δικούς του φούρνους!). 

Ψάχνει τι απέγιναν οι Εβραίοι της πόλης, αλλά και ποια ήταν η στάση των υπόλοιπων κατοίκων της, των Γερμανών, των φίλων, των γειτόνων· άλλοι δεν μιλάνε, άλλοι δεν γνωρίζουν, άλλοι δεν έμαθαν ποτέ και άλλοι ξέχασαν. Επισκέπτεται σπίτια που κάποτε έζησαν εβραϊκές οικογένειες μαζί με τη φίλη της την Γκαμπριέλε· η φίλη της ανήκει σε μια πρωτοβουλία Γερμανών που προσπαθούν να ζωντανέψουν, να καλλιεργήσουν και να διατηρήσουν τη συλλογική μνήμη, τοποθετώντας τις Stolpersteine (στόλπερστάινε) μπροστά από τέτοια σπίτια. Λίθους μνήμης τα λέει ή πέτρες που σκοντάφτεις πάνω τους, κι έτσι αναγκάζεσαι να μάθεις για την ιστορία του συγκεκριμένου σπιτιού, την ιστορία κάποιων ανθρώπων που έζησαν εκεί και, βέβαια, για το Ολοκαύτωμα, τη Σοά, τον μαζικό αφανισμό εκατομμυρίων ανθρώπων που σχεδίασαν και πραγματοποίησαν οι ναζί στα μέσα του 20ου αιώνα.

Λίθοι μνήμης έχουν τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης, μια πόλη 
απ' όπου πολλές χιλιάδες Εβραίων κατοίκων της εξοντώθηκαν από τους Ναζί
Ψάχνει και συζητά με ιδιαίτερη ευαισθησία για τους Εβραίους, για τους Εβραίους της Γερμανίας τη νοιάζει περισσότερο σε τούτο το βιβλίο, μα και για τους Εβραίους της Ελλάδας έχει την πίκρα της. Κι όταν τη ρωτούν πώς γίνεται να είναι ο άντρας της Έλληνας Εβραίος, και τη ρωτούν αν είναι "κανονικός ή αφομοιωμένος" κι αν υπάρχουν Εβραίοι στην Ελλάδα, γράφει:

Ε ναι, ναι, υπήρχαν κάποτε, μετά έμειναν ελάχιστοι, έτσι ήθελα να απαντήσω, αλλά δεν το έκανα και πώς μπορούσα άλλωστε, ποιος μπορεί να μιλήσει τόσο σκληρά και να πει ότι φυσικά και υπήρχαν πολλοί Εβραίοι στην Ελλάδα, αλλά οι περισσότεροι έγιναν στάχτη. Όσο δε για το αφομοιωμένος, φυσικά είχαν δίκιο, αφομοιωμένοι είναι οι Εβραίοι στην Ελλάδα, κρυμμένοι για να μην ερεθίζουν τα αντισημιτικά αισθήματα. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία...

Την κατατρώει η Γερμανία και οι σύγχρονοι Γερμανοί· πώς προσλαμβάνουν εκείνο το τραύμα, είναι αλήθεια τραύμα γι' αυτούς το Ολοκαύτωμα; Μερικοί ρίχνουν την ευθύνη στους ίδιους τους Εβραίους. "Θα ήθελα να μπορώ κι εγώ να κάνω αυτό το σχόλιο", της είπε Γερμανός φίλος, πολιτικοποιημένος σοσιαλδημοκράτης και ειρηνιστής, όταν εκείνη του είπε χαριτωμένα για έναν Εβραίο φίλο της που άνοιξε μαγαζί και ότι νιώθει χαρούμενος γιατί ξύπνησε μέσα του ο Εβραίος έμπορος. Αυτός νομίζει πως οι Εβραίοι δεν τους επιτρέπουν να μιλούν ελεύθερα. Δεν ήταν πάντα καλές οι συμπεριφορές απέναντι στους Εβραίους, της είπαν κάποιοι απόγονοι εβραϊκών οικογενειών του Βερολίνου· ας ήταν Εβραίοι Γερμανοί, πάλι σαν εβραιόπουλα ξεχώριζαν τα παιδιά στο σχολείο και ήταν ανεπιθύμητα.

Πολλές οι ιστορίες για παιδιά που εξοντώθηκαν και άλλες τόσες σημερινές προσπάθειες μαθητών σε γερμανικά σχολεία να ανακαλύψουν την ιστορία του σχολείου τους εκείνη τη ζοφερή εποχή και να ξεθάψουν μνήμες παιδιών που φοιτούσαν τότε. Συγκινητική η ιστορία των έντεκα Εβραιόπουλων από το γυμνάσιο Χέρμαν Έλερ στο Στέγκλιτς.

 Άλλοι νιώθουν οι ίδιοι ενοχές, άλλοι αρνούνται ότι γνώριζαν ή ότι γειτόνεψαν με Εβραίους.

Τα αισθήματα μιας ξένης στη Γερμανία είναι ανάκατα, αγαπά την πόλη, αναγνωρίζει τα χαρίσματα των ανθρώπων της, αλλά άλλο τόσο τους δίνει, με παρρησία θα έλεγα, χαρακτηρισμούς κάθε άλλο παρά κολακευτικούς πάντα. Κι εμείς, επηρεασμένοι μάλιστα από τις τρέχουσες καταστάσεις της κρίσης και από τις συμπεριφορές κάποιων επώνυμων ανθρώπων αλλά και μέσων ενημέρωσης από τη χώρα αυτή, κάποιες φορές νιώθουμε και δικαιωμένοι για τυχόν αντιδράσεις μας. Βέβαια, δεν είμαι από αυτούς που θα συμφωνούσαν για τη συνολική καταδίκη του γερμανικού λαού, του οποίου εκτιμώ και αναγνωρίζω αρετές και ικανότητες, όμως δεν μπορώ και να μην παραδεχτώ πως κάποιοι από τους χαρακτηρισμούς που έδωσε νιώθω να ταιριάζουν στα γενικά χαρακτηριστικά τους (όπως τα αντιλαμβάνομαι, φυσικά).

Όταν μάλιστα χρησιμοποιεί το παράδειγμα της συμπεριφοράς αστυνομικών απέναντι σε κατοίκους που δείχνουν "ξένοι", ακόμη κι αν έχουν γερμανική υπηκοότητα, μ' εκείνο το ανατριχιαστικό ερώτημα "Geboren?" και με την κατάταξη στην κατηγορία "Migrationshintergrund", όχι όμως αν έχουν γεννηθεί π.χ. στην Ολλανδία (όπου θεωρούνται και πάλι "άριοι", συμπεραίνει η συγγραφέας), τότε σκέφτομαι τα δικά μας, και τους μπαρμπάδες μου που είχαν μεταναστεύσει αρχές δεκαετίας του '60 στη Γερμανία και όλους αυτούς τους ταλαίπωρους ανθρώπους που φτάνουν στη χώρα μας αναζητώντας μια καλύτερη ζωή... Αλλά, όπως τόσο καλά το είχε πει η Ανέτ Βιβιορκά που την αναφέρει η συγγραφέας, "το Άουσβιτς είναι μια μετωνυμία για όλα" (είχα κάνει αναφορά εδώ).

Το βιβλίο τελειώνει με μια εκδρομή στο Νησί των Παγωνιών, τον μικρό παράδεισο που θυμίζει τις παραστάσεις έργων του Ρακίνα, αλλά και την τελετή λήξης των Ολυμπιακών αγώνων του '36, τότε που το ζεύγος Γκέμπελς υποδεχόταν τον κόσμο, την ίδια ώρα που "κρατούμενοι ξεχέρσωναν το δάσος Ζάξενχάουζεν για το μελλοντικό στρατόπεδο, και εξακόσιοι Σίντι και Ρομά κλείνονταν σε ένα Τσιγκόινερ Λαγκερ στα ανατολικά της πόλης" και με μια αναφορά στην Έβδομη Σφραγίδα του Μπέργκμαν, όπου "ο ιππότης Αντόνιους Μπλοκ...". (Και τι σύμπτωση: για τους Ολυμπιακούς του '36 είχα σχόλιο από τον Χάρη Κουρή σε πρόσφατη ανάρτηση σχετικά με τη γλώσσα και την ορολογία στη λογοτεχνία).

Η συνέχεια στο βιβλίο, η μνήμη και οι μνήμες, οι ατομικές και οι συλλογικές, η κοινωνική μνήμη, αυτό είναι το θέμα του, μακάρι να μην ήταν (είναι) και το ζητούμενο της εποχής μας..