Θέλοντας να χαρακτηρίσω την τελευταία ποιητική συλλογή του Γιάννη Δούκα "η θήβα μέμφις" (Πόλις, 2020), χωρίς να είμαι ειδική στη θεωρία της λογοτεχνίας ούτε στην ιστορία, παρά μόνο αναγνώστρια και των δύο, ας μου επιτραπεί να δώσω δυο πλευρές της όπως τις αντιλήφθηκα διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντάς την. Είδα ποιητικές αφηγήσεις από τις σιωπές της μικροϊστορίας. Είδα κι ένα συνεχές αφηγηματικό ποίημα, τόσο λόγω της μορφής (το ένα ποίημα ακολουθεί το άλλο χωρίς αλλαγή σελίδας), αλλά κυρίως λόγω του ίδιου του περιεχομένου και του τρόπου ποιητικής παρουσίασης.
Για τις ερμηνείες αυτές, βοήθησε και ο ίδιος ο ποιητής. Στον πρόλογό του εξηγεί ότι με τα ποιήματά του επιχειρεί να δώσει φωνή σε
ανθρώπους που έζησαν κι έδρασαν κατά την περίοδο 1914-1945, στα χρόνια
δηλαδή που ο Έντσο Τραβέρσο αποκαλεί "ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο". Δίνει φωνή σε
ανθρώπους των χρόνων αυτών, μια ευκαιρία που δεν τους δόθηκε όσο ζούσαν.
Κάθε ποίημα είναι μια ιστορία, μια ποιητική αφήγηση ή σωστότερα ένα αφηγηματικό ποίημα, από διαφορετικά γεγονότα, "αφορμές" όπως τα ονομάζει, που αφορούν όχι έναν άνθρωπο, αλλά δύο, τρεις, ακόμη και τέσσερις, και που δεν είναι πάντα από την ίδια χρονιά. Τα γεγονότα, οι αφορμές, πέρα από προσωπικές ιστορίες ανθρώπων, μπορεί να είναι εκθέσεις, θεατρικές παραστάσεις, προβολές ταινιών.
Είναι ιστορίες που μάλλον περνούν απαρατήρητες, που έρχονται από τις σιωπές της ιστορίας, ο ίδιος τις βρίσκει στη Βικιπαίδεια, ένα μέσο που, όπως λέει, "αποτελεί αντικείμενο διαρκούς επεξεργασίας, έργο εν εξελίξει, έργο αδιάκοπα ρευστό". Ο Γιάννης Δούκας παίρνει τις δύο, τρεις, τέσσερις διαφορετικές ιστορίες και φτιάχνει μια νέα δική του, με κανονική ροή, χωρίς σημάδια συγκόλλησης.
Γράφει στον πρόλογο, επικαλούμενος τον ανθρωπολόγο από την Αϊτή Μισέλ-Ρολφ Τρουιγιό (Michel-Rolph Trouillot, 1949 – 2012):
Οι σιωπές εισέρχονται στη διαδικασία της ιστορικής παραγωγής σε τέσσερις κρίσιμες στιγμές: τη στιγμή της δημιουργίας δεδομένων (δημιουργία των πηγών)· τη στιγμή της συνάθροισης δεδομένων (δημιουργία των αρχείων)· τη στιγμή της ανάκτησης δεδομένων (δημιουργία αφηγήσεων)· και τη στιγμή της αναδρομικής σημασίας (δημιουργία της ιστορίας στον ύστατο βαθμό).
Δεν γνώριζα τον Τρουιγιό, το παραπάνω απόσπασμα όμως μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον, οι σιωπές του νομίζω αντιστοιχούν με κάποιο τρόπο σ' αυτό που λέμε "σιωπές της ιστορίας", κι είναι τόσες οι σιωπές αυτές... (Για τις σιωπές έχει γράψει το βιβλίο "Silencing the Past: Power and the Production of History", Beacon Press 1995, με πολλές επανεκδόσεις έκτοτε, κρίμα που δεν υπάρχει έργο του μεταφρασμένο στη γλώσσα μας).
Ξεκίνησα να διαβάζω χωρίς βοήθεια, στη συνέχεια ανέτρεξα στις Αφορμές που έχει στο τέλος και ξαναδιάβασα και είδα κομμάτια της ευρωπαϊκής μικροϊστορίας κι ένιωσα σιωπές να ζωντανεύουν, την ίδια την Ευρώπη να ζει και μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων αυτών.
κι ανοίγει
τις πύλες της ανατολής,
σα να 'ναι προμηθέας λακεδαίμων,
το σταθερό του μέτωπο σχεδιάζει,
μια μεσοθάλασσα περίκλειστη
ομόσπονδων ομαίμων τον πνίγει
ο φύλακας ψυχρός σε μια προληπτική
κι ακήρυχτη σκακιέρα
Έδωσε τον τίτλο στις δύο αρχαίες αιγυπτιακές πρωτεύουσες, τη Θήβα και τη Μέμφιδα. Για την επιλογή των τοπωνυμίων αυτών με διττή σημασία, λέει σε συνέντευξή του στην Καθημερινή:
Είναι και η Θήβα της Βοιωτίας, με τη μυθική φόρτιση που φέρει από τον κύκλο των Λαβδακιδών, είναι και το Μέμφις του Τενεσί, ως κοιτίδα της μαύρης μουσικής. Είναι, θα λέγαμε, το σημείο εκείνο στο οποίο συνενώνονται το τρίστρατο του Οιδίποδα με το σταυροδρόμι όπου ο Ρόμπερτ Τζόνσον, κιθαρίστας των μπλουζ, συνάντησε τον διάβολο και του πούλησε την ψυχή του.
Αν ήθελα να δώσω κάποιο συνδετικό στοιχείο του έργου αυτού με την προηγούμενη ποιητική συλλογή του Γιάννη Δούκα "Το Σύνδρομο Σταντάλ", θάλεγα ότι κι εκεί ο ποιητής συνομιλούσε με την ιστορία, με τον τρόπο του, κι έγραφε τις δικές τους ποιητικές ιστορίες. Κι εκεί, όπως και τώρα, καταθέτει μια "προσωπική πινακοθήκη" για να δανειστώ τα δικά του λόγια. Κι αν ήθελα να τον φέρω κοντά με άλλον δημιουργό, στα γρήγορα μου ήρθε ο Κόλεριτζ στη "Μπαλλάντα του γέρου ναυτικού", κι ύστερα πιο κοντά ο Πάουντ που τον μνημονεύει κιόλας, ο Κάμινγκς, ο Σεφέρης, ο Καρούζος ...
Το πρώτο ποίημα έχει τον τίτλο "αιθιοπία ανάβαση" κι αρχίζει έτσι:
το χέρι στη χορδή
κινείται σβέλτα,
πλασμένο
από την άργιλο
του δέλτα, από διχαλωτούς
εργάτες δρόμους
και τη νομάδα σκόνη τους
κρατάει την κιθάρα
ο κουρδιστής,
στο κοιμητήρι παίζει,
το πνεύμα φιλοδώρημα ζητά
κι εκείνος, ενορίτης του,
ως τη στρυχνίνη σύφιλη θα φτάσει
................
Γράφει στην πρώτη αφορμή:
Ο Ρόμπερτ Τζόνσον εκπληρώνει τη συμφωνία του με τον διάβολο (1938) ...
Δεν συνεχίζω, πραγματικά αξίζει να διαβαστεί, δεν είναι εύκολο ανάγνωσμα, κι εγώ ίσως στραβά να αντιλήφθηκα κάποιες ερμηνείες, πάλι όμως είναι συγκλονιστικός ο τρόπος της ποιητικής γραφής, αλλά και η αποτύπωση της ευρωπαϊκής ιστορίας μέσα από τη μικροϊστορία των ανθρώπων της και από τις σιωπές που ζωντάνεψαν.
Συγκινητική η αφιέρωση στη μνήμη των δύο γιαγιάδων του, της Αριάδνης και της Βαρβάρας, "που έζησαν κατά μήκος αυτού του χρόνου και μου παρείχαν σπαράγματα της αυτοψίας τους".
Υστερόγραφο: Γράφω όλο τον τίτλο της ανάρτησης με πεζά σεβόμενη τον τύπο της έκδοσης, προφανώς επιθυμία του ποιητή. Μήπως και γι' αυτό μου ήρθε στο νου ο Κάμινγκς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου