"[…] Τρεις μέρες περπατούσανε να φτάσουνε στα Χανιά. Μπαίνουν στο φρούριο, το Φιρκά, ανοίγουν τη μεγάλη πόρτα της φυλακής και τους σπρώχνουν στο σκοτάδι. Παλιό βενετσιάνικο κάστρο, στην είσοδο του λιμανιού, με τοίχους φαρδιούς όσο ένα σπίτι, με πολεμίστρες και πύργους, είχε τη φυλακή πέντε μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. […] Σ’ αυτό το φρούριο- φυλακή κλείστηκαν ο ένας μετά τον άλλον όλες οι γενιές των Θεοδωράκηδων και τελευταίος ο παππούς μου, ο Μιχαήλ. Εγώ , πιο τυχερός, υπηρέτησα φαντάρος στα 1951. […]
[…] Ο λογαχός κ. Σαραντινάκης με τοποθέτησε στο Γραφείο Κινήσεως, όπου, εκτός από μένα υπηρετούσε ο δεκανεύς Γιώργος απ’ το Ναύπλιο. Η δουλειά μας ήταν να προμηθεύουμε τους σοφέρ με καύσιμα, να περνάμε τις ποσότητες στα δελτία Κινήσεως και να κρατάμε βιβλίο. Στην αρχή, εγκαταστάθηκα μέσα στο σημαιοστάσιο, και αργότερα, μαζί με το Γιώργο, σ’ ένα δωματιάκι που χτίσανε στο βάθος της ταράτσας ειδικά για μας. Έτσι, όλη την ημέρα βρισκόμουν πάνω απ’ τη θάλασσα. Αριστερά, στο βάθος, το νησάκι Θοδωρού, απέναντι απ’ το χωριό μου. Μπροστά μου το Κρητικό Πέλαγο. Δεξιά ο Φάρος και ακόμα πιο δεξιά το λιμάνι. Όταν αγρίευε η θάλασσα, ο αφρός των κυμάτων μας έλουζε. Σκουπίζαμε την υγρασία απ’ τα πρόσωπα μας και με τη γλώσσα γλείφαμε το αλάτι…Όταν δεν είχαμε δουλειά, καθόμουν μπροστά στις λευκές νότες, προσπαθώντας να συνεχίσω την σύνθεση της “ΠΡΩΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ” …Με τις μοτοσικλέτες και τα τζιπ πηγαίναμε συχνά στη Σούδα, στο Μάλεμε και στο Ακρωτήρι για δουλειές. Τις περισσότερες ώρες τις περνάγαμε έξω απ’ το Φρούριο, στην προκυμαία.
Μερικοί ψάρευαν, άλλοι έπιναν μπίρες στα καφενεία κι όταν το βραδάκι άρχιζε ο περίπατος , ντυνόμαστε, χτενιζόμαστε και μπαίναμε και μείς στη σουλάτσα πάνω κάτω πειράζοντας τα κορίτσια, που τα τραβούσε σα μαγνήτης η στολή. Δε λέω. Ήμαστε νέοι, ανέμελοι, γελαστοί. Όμως η στολή είναι το κάτι άλλο… Ποτέ δεν είδα γυναίκες να λιώνουν έτσι, παρά τότε που φόραγα το χακί…Ίσως να τραβούσε το γεγονός ότι ήμαστε ανώνυμοι. Ένα νούμερο… Άρα ελεύθεροι. Άρα ακίνδυνοι, υπεράνω υποψίας για τα ήθη και έθιμα της επαρχιακής πόλης. Άλλωστε, αυτό το γεγονός της ανωνυμίας, του νούμερου έδινε και σε μας ένα διαφορετικό αέρα, που ίσως να ήταν αυτός που γοήτευε και αιχμαλώτιζε τα κορίτσια. Σ’ αυτούς τους περιπάτους, εκείνο που έμεινε ήταν τα σπινθιροβόλα βλέμματα. Η ομορφιά των ματιών . Το κρυφό γέλιο στα ηδονικά χείλη…"
Σαν σήμερα, κάθε χρόνο, γίνονται γιορτές στα Χανιά, κάτω από το Φρούριο Φιρκά στο παλιό λιμάνι, απέναντι από το Φάρο, γιατί εκεί, 1 Δεκεμβρίου 1913, υψώθηκε η ελληνική σημαία και πραγματοποιήθηκε η Ένωση, η ένωση της Κρήτης με τη "Μητέρα Ελλάδα" όπως λέγαμε στο σχολείο. Ο Φιρκάς έχει λοιπόν για μας τους Κρητικούς, και ιδίως τους Χανιώτες, μια ξεχωριστή σημασία, ένα δέος, αλλά και μια ξεχωριστή ομορφιά.
Για τη μέρα, προτίμησα να παραθέσω ένα κείμενο με αναφορά στο Φιρκά, γραμμένο από το Μίκη Θεοδωράκη. Ήταν στρατώνας και φυλακή και εκεί, το 1951, ο Μίκης Θεοδωράκης στάλθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του μετά την εξορία του στη Μακρόνησο. Εκεί (ξανα)έγραψε μάλιστα και την Πρώτη Συμφωνία του, που τις παρτιτούρες της είχε χάσει κατά την εξορία του στη Μακρόνησο το 1948 (βλ. περισσότερα εδώ).
Το κείμενο προέρχεται από την αυτοβιογραφία του Μίκη «Οι Δρόμοι τον Αρχάγγελου». Για την αποψινή ανάρτηση, το αντέγραψα από το Λεύκωμα με τίτλο "Τα Χανιά στη Λογοτεχνία: 750 χρόνια από την ανοικοδόμησή τους" (ημερολόγιο 2002, επιμέλεια: Αγγελική Καραθανάση, Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού Χανίων, Δήμος Χανίων, 2002 - ήταν μια πολύ καλή έκδοση, μέρος του λευκώματος μπορεί κανείς να δει στον ιστότοπο του Δήμου Χανίων).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου