Σελίδες

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Αληθινές ιστορίες για καθημερινούς ανθρώπους και η Θεσσαλία στο επίκεντρο από τη Βασιλική Πέτσα





Ποιο ρόλο μπορεί να έχουν ο κόρακας, οι σκύλοι, το φίδι, το άλογο ή το αρνί σε μια συλλογή διηγημάτων; Και πώς μπορεί ο Σολωμός, ο Μαγιακόφσκι, ακόμη ακόμη και η Παλαιά Διαθήκη να εμπνεύσουν τέτοια διηγήματα; 

Αυτό κάνει  η Βασιλική Πέτσα στο τελευταίο της βιβλίο,  μια συλλογή τεσσάρων διηγημάτων με τίτλο "Μόνο το αρνί". Ο τίτλος  είναι εμπνευσμένος, όπως σημειώνει η συγγραφέας, από το ποίημα του Διον. Σολωμού "Ο θάνατος της ορφανής", όπου

"κανείς δεν την ακλούθαε πάρεξ το αρνί μονάχο"

ιδέα που χρησιμοποιεί και στο τελευταίο διήγημα ως κατακλειδα: "Μόνο τ' αρνιά βοσκούσανε αμέριμνα, ανέγγιχτα απ' των ανθρώπων τις χαρές, μα και τις λύπες". Το διήγημα αυτό έχει τίτλο "Άνθρωποι και σκύλοι" (που σε μένα θύμισε και λίγο το "Άνθρωποι και ποντίκια" του Τζων Στάινμπεκ).

Εξάλλου, όπως η ίδια σημειώνει, και οι τίτλοι δύο διηγημάτων είναι εμπνευσμένοι από άλλα διαβάσματα. Συγκεκριμένα, ο τίτλος "Ο κόραξ εξελθών" είναι από την Παλαιά Διαθήκη, και συγκεκριμένα από τη Γένεση, το κεφάλαιο για το τέλος του κατακλυσμού, όπου έστειλε ο Νώε τον κόρακα έξω από την κιβωτό να δει αν σταμάτησε το νερό, και που ποτέ δεν ξαναγύρισε

"καὶ ἀπέστειλε τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ· 
καὶ ἐξελθών, οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς"

Το διήγημα αυτό, γραμμένο στη ντοπιολαλιά της γενέτειράς της, της Καρδίτσας, μπορεί να δυσκολέψει στην κατανόηση λόγω της γλώσσας, δείχνει όμως εντυπωσιακή γνώση της  συγγραφέα, τόσο για το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, αλλά και για την ιστορία του τόπου και μάλιστα την περίοδο της κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, όπου στα μέρη της το φορτίο της Ιστορίας εκείνης της εποχής είναι ιδιαίτερα βαρύ. Είναι μια συγκινητική ιστορία και παράλληλα μια καταγραφή των καταστάσεων και των αισθημάτων που πρωταγωνιστούσαν την περίοδο εκείνη στα μέρη της Καρδίτσας  (και όχι μόνο βέβαια, θα έλεγα στην ηπειρωτική Ελλάδα περισσότερο).

"... Τι μ' ένοιαζε, σι λέω ιγώ, τι σημασία να 'χει, στου μήνα τ'σ δεακαοχτώ ή τ'ς εικοσιμία, Παλαιοκαρυά μεριά ή στης Βλαχοκρανιάς τα μέρη αν τον βρήκε το κακό, κι ούτε που ψάξαμε μετά να ιδούμε ποια η αλήθεια, για πάντα απόυ τον έχανάμαν και κατά τον Άδη απού τραβούσε, νιρό μας είπαν που σταμάτ'σε να πιει σε δροσερή βρυσούλα, το στόμα τ' να βράξει μια στιγμή γι' αναπαμό, απού 'ταν και γλυκός καιρός, και λέω για παρηγοριά, θε ν' άν'ξε λίγο η καρδιά τ', το χωριό τ' να θ'μήθ'κε και τη ρεματιά που θα φουντώναν τα πλατάνια τ'σ, χαρά Θεού η άν'ξη το χρόνο εκείνο κι άκαφτα τα παλούκια σαν μπήκε ο Μάης..."

Το δεύτερο διήγημα έχει τον τίτλο "Ο καθένας άλογο", εμπνευσμένο από το ποίημα του Μαγιακόφσκι "Δείχτε συμπάθεια στ' αλογα" (μετάφραση Μήτσου Αλεξανδρόπουλου).

«...
Άλογο, μη!
Άλογο, ακούστε με:
Τάχα χειρότερο είσαι από δαύτους;
Άκου, παιδί μου,
από λίγο λίγο
άλογα είμαστε όλοι μας
άλογα - ο καθένας με την αναλογία του...»

Και να πώς τελειώνει το διήγημα:

"... Η Ρηνιώ απλώνει το χέρι της προς τη μουσούδα του αλόγου, το υψώνει αργά, στο άλλο κρατά ένα γυαλιστερό χαρτάκι. Το ζώο δεν αντιδρά, την αγνοεί, έπειτα σκύβει και, καθώς καταπίνει τη ζαχαρίτσα, γλείφει απαλά το χέρι της. Η Ρηνιώ έχει αφήσει το χαρτάκι να πέσει στο χώμα και με το άλλο χέρι χαϊδεύει τις μαυριδερές, σκληρές τούφες του αλόγου."

Τέλος, το τρίτο διήγημα της συλλογής έχει τον τίτλο "Φίδι στον κόρφο":

"...Ηρέμησε, μαϊμού, κι άλλο θα χορέψεις, θα σου βαρέσουν κι άλλα νταούλια για να κουνηθείς, δεν ήρθε η ώρα σου ακόμα, έπαιζε το φίδι, σε κορόιδευε, νά το, δες, ξεμακραίνει στη φωλιά του..."

Δεν αποκαλύπτω τις ιστορίες γιατί αξίζουν να διαβαστούν, έχω όμως να σημειώσω ότι και στα τέσσερα διηγήματα βρίσκεις να ξεδιπλώνεται η ζωή στα θεσσαλικά χωριά, από τον πόλεμο μέχρι τη μεταπολίτευση, με φανερά τα σημάδια από τη φτώχεια, τις δυσκολίες, τις συγκρούσεις, τα κυνηγητά, τα αδιέξοδα, τις μοναξιές, Εικόνες, που όσο κι αν νομίζονται μακρινές, φανταστικές, άλλο τόσο είναι  αληθινές, 



Αλλά και στο πρώτο της βιβλίο, τη νουβέλα "Θυμάμαι", είχα εντυπωσιαστεί με το ιδιαίτερο στυλ γραφής στο δέσιμο της πλοκής. Κάθε κεφάλαιο αφηγείται τη συνέχεια της ιστορίας από το σημείο που την άφησε στο προηγούμενο, αλλά από την πλευρά ενός διαφορετικού ήρωα της ιστορίας. Έτσι, διατηρώντας για όλα τα πρόσωπα πρωταγωνιστικό, αλλά και διακριτό ρόλο, εξετάζει τις διαφορετικές οπτικές και εν τέλει κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση αναμένοντας την αιτία και την εξέλιξη των συμβάντων. Και σε αυτό το βιβλίο, είχα επίσης σημειώσει τις πολλές της αναφορές στην ελληνική ιστορία, κυρίως από τη δεκαετία του '40, με πηγή και πάλι τα μέρη της Καρδίτσας.

".... Με βαθύ κόκκινο, ο τοίχος έγραφε "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ", με κεφαλαία, έγερναν τα γράμματα, κατηφορίζανε, το "Α" είχε φτάσει σχεδόν στο πάτωμα. Ένα κόκκινο βαθύ, ίδιο με το ηλιοβασίλεμα που χαζεύαμε στο κατάστρωμα, στο καράβι της επιστροφής, αγκαλιασμένοι και σιωπηλοί. Γύρισα τη στρόφιγγα, το νερό ξεπήδησε με ορμή. Τα γράμματα κύλησαν σε στάλες προς το πάτωμα, χάθηκαν. Ένιωσα σαν να κατέστρεφα έργο τέχνης..."

Και στα δύο βιβλία που διάβασα, έχει απλές, καθημερινές ιστορίες, γραμμένες με πολλή τρυφερότητα, με πολλή ευαισθησία, με όμορφες, λεπτομερείς περιγραφές απλών πραγμάτων και απλών ανθρώπων. Η Καρδίτσα και όλη η Θεσσαλία σε πρώτο πλάνο. Η Ιστορία παντού, και οι συνέπειές της. Νιώθεις ότι καταγράφει τις ιστορίες που άκουγε από τον παπού ή τη γιαγιά, τις ιστορίες που έρχονται από την κατοχή και τον εμφύλιο, κυρίως τον εμφύλιο. Η Βασιλική Πέτσα είναι νέα, έχει ταλέντο, έχει έμπνευση, δείχνει να κατέχει τα εργαλεία γραφής και να τα χρησιμοποιεί ποικιλοτρόπως και πρωτότυπα. Αξίζει να διαβάζεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου