Σελίδες

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Οι βιβλιοθήκες ως χώροι κατανάλωσης ή ως χώροι ειδικών λειτουργιών; Μερικές σκέψεις και πολλά ερωτήματα


Με αφορμή το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του αρχιτέκτονα Χάρη Χεϊζάνογλου που αναρτήθηκε χθες στο ιστολόγιο του Βιβλιοθηκάριου με τίτλο "Οι βιβλιοθήκες ως χώροι κατανάλωσης", διατυπώνω λίγες σκέψεις ως πιθανή αφορμή για παραπέρα προβληματισμό και συζήτηση. 

Η άποψη του γράφοντος έχει ενδιαφέρον, όταν μάλιστα είναι αρχιτέκτονας, δηλαδή άνθρωπος, καλύτερα επιστήμονας/επαγγελματίας/μελετητής του χώρου και των λειτουργιών του. Σημειώνει ότι " οι χώροι πια δεν ταυτοποιούνται τυπολογικά όπως στο παρελθόν, σύμφωνα με την λειτουργία τους, ούτε σχεδιάζονται ως τέτοιοι",κι ενώ οι βιβλιοθήκες, όπως και τα μουσεία, "εξακολουθούν να υφίστανται ως λειτουργίες, σχεδιάζονται πλέον ως δημόσιοι χώροι με μια κυρίαρχη λογική που πριμοδοτεί ισχυρά το στοιχεία του θεάματος, της κατανάλωσης (εμπορικής και οπτικής) και της συνάθροισης με στόχο τα παραπάνω".

Δεν είμαι ειδική σε θέματα του χώρου, τα οποία όμως παρακολουθώ, ακριβώς γιατί θεωρώ ότι ο χώρος αποτελεί στοιχείο της ζωής μας και του πολιτισμού μας, διαμορφώνει την καθημερινότητά μας, την κουλτούρα μας, τις συνθήκες που αυτά αναπτύσσονται και λειτουργούν. Και μιας και χρησιμοποίησα την έννοια της λειτουργίας που και ο συντάκτης του κειμένου επικαλείται συνεχώς, αναρωτιέμαι αν αρκεί αυτό για να δώσουμε χαρακτήρα σε ένα χώρο, και συγκεκριμένα στο χώρο της βιβλιοθήκης. Και ποιες είναι οι λειτουργίες αυτές σήμερα;

Η αλήθεια είναι ότι, ακριβώς και επειδή υπάρχει αυτή η εξέλιξη και "εισβολή" της τεχνολογίας, γίνεται διεθνώς μια κουβέντα για το τι είναι και τι κάνει μια βιβλιοθήκη σήμερα, ακόμη και πώς πρέπει να ονομάζεται πλέον (για παράδειγμα εδώ). Και δυστυχώς, εμείς δεν συμμετέχουμε σ' αυτό το διάλογο και τον προβληματισμό, αλλά οι μισοί απλά αντιγράφουμε/μεταφέρουμε αυτά που φαίνονται πιο "μοντέρνα" (όχι νεωτερικά) και οι άλλοι μισοί τα κρίνουμε ή τα απορρίπτουμε χωρίς όμως πολλή παραπέρα επεξεργασία της σκέψης μας. Η κάθε πλευρά λειτουργεί μόνη της. Δεν υπάρχει πεδίο διαλόγου, δεν προσφέρεται από τους θεσμικούς φορείς, είτε είναι επίσημοι, δημόσιοι, κρατικοί φορείς ή είναι εκπαιδευτικοί ή είναι συνδικαλιστικοί/επιστημονικοί φορείς.

Κι έτσι, αντιγράφονται μοντέλα, καλλιεργείται όντως μία κουλτούρα θεάματος και κατανάλωσης, οι βιβλιοθήκες μετατρέπονται σε χώρους παιδικής χαράς, σε χώρους "εργαστηρίων τεχνολογίας", όπου αναρωτιέται κανείς αν οι  επισκέπτες ή χρήστες ή εν τέλει καταναλωτές τους, όπως τους ορίζει ο Χεϊζάνογλου, γνωρίζουν - τουλάχιστον - ότι η βιβλιοθήκη έχει και βιβλία, ότι δηλαδή οι χώροι που πηγαίνουν για να περιηγηθούν στους υπολογιστές ή για να χορέψουν ή για να μάθουν κηπουρική είναι - και - βιβλιοθήκες!

Θα έλεγα όμως από την άλλη ότι η βιβλιοθήκη είναι (ή πρέπει να είναι) ΚΑΙ ανοιχτός, δημόσιος, κοινωνικός χώρος, ένας "τρίτος χώρος", που όμως τα χαρακτηριστικά του δεν είναι είναι όπως αυτά του καφενείου ή του δημόσιου πάρκου (ή δεν μπορεί να είναι μόνο αυτά, ας αρχίσουμε να το συζητάμε και αυτό). Δανείζομαι τις ιδιότητες για το χώρο από τον David Harvey όταν ορίζει ότι ο δημόσιος χώρος είναι κατάλληλος για επικοινωνία και για κοινωνική συμμετοχή και παρέμβαση και από τον Ray Oldenburg όταν ορίζει τον τρίτο χώρο ως τον άτυπο δημόσιο χώρο πέραν της κατοικίας και της εργασίας και όπου περιλαμβάνει καφενεία, βιβλιοπωλεία, διάφορα στέκια, ακόμη και κομμωτήρια και στον οποίο εγώ θα πρόσθετα τη βιβλιοθήκη (αναφορές κάνω εδώ)

Κι επίσης, ας το συζητήσουμε, για ποιους είναι απαραίτητη η βιβλιοθήκη; Και ποιοι είναι οι εργάτες της γνώσης; Μήπως στενεύει την έννοια της βιβλιοθήκης ο περιορισμός αυτός;

Κι αφού καταθέτω μερικές σκέψεις και βάζω ερωτήματα, ας μου επιτραπεί να παραθέσω δυο τσιτάτα του Μανώλη Παπαδολαμπάκη (αρχτέκτονας επίσης, ήταν καθηγητής στο ΑΠΘ) από το βιβλίο του "Χώροι της ελευθερίας, 1. Δοκίμια για μια διαλεκτική της χωροποιητικής" (Εξάντας, 1988).
Το πρώτο αφορά τη δομή και τη μορφή του χώρου:

"Δείξε μου τη γεωμετρία σου 
να σου πώ την ιδεολογία σου"

ενώ το δεύτερο είναι ένα τρίπτυχο που χαρακτηρίζει την υποβάθμιση, όπως λέει, της ποιότητας της καθημερινότητας και του χώρου της:

"Fast-food, Fast-love, Fast-culture"

 Κι επειδή συμφωνώ ότι υπερέχει το θέαμα και το κλίμα ευφορίας και καταναλωτισμού, θα επικαλεστώ τον Zygmunt Bauman που στο εξαιρετικό βιβλίο του "Ζωή για κατανάλωση" (Πολύτροπον, 2008) - και στο οποίο δεν χαρίζεται ούτε στον καταναλωτισμό της πληροφορίας - γράφει  για "μια νέα μορφή εκπολιτιστικής διαδικασίας, για ένα εναλλακτικό και φαινομενικά βολικότερο τρόπο επιτέλεσης του έργου της διαδικασίας αυτής", που θα είναι λιγότερο ευεπίφορος σε συγκρούσεις:

"... Ο νέος αυτός τρόπος, τον οποίο εφαρμόζει η ρευστή μοντέρνα κοινωνία των καταναλωτών, προκαλεί ελάχιστες ή μηδενικές αντιρρήσεις, αντιστάσεις ή εξεγέρσεις, χάρη στη μεθόδευση της παρουσίασης της νέας υποχρέωσης (της υποχρέωσης να επιλέγει κανείς) ως ελευθερίας επιλογής....".

Και βέβαια δεν πρέπει να παραλείψω ότι αν και δεν αναφέρθηκα εδώ καθόλου στη σημερινή δεινή κατάσταση που βιώνουμε στη χώρα μας ούτε και σε αιτίες κτλ (έχω εξάλλου αναφερθεί σε άλλες αναρτήσεις και αυτά ισχύουν), για τα όποια ερωτήματα και προβληματισμούς έθεσα, οπωσδήποτε οι σκέψεις και οι απαντήσεις δεν μπορούν να είναι σε  άλλο, θεωρητικό, εκτός πραγματικότητας πλαίσιο.

5 σχόλια:

  1. Με μεγάλο ενδιαφέρον διάβασα τις σκέψεις και ακόμα μεγαλύτερο τα ερωτήματα που κατατίθενται εδώ. Συμφωνώ πως δεν συζητάμε σοβαρά και σε βάθος το ρόλο των βιβλιοθηκών στη σημερινή εποχή και έχουμε σχεδόν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα "μοντερνιστών" και αρνητών (ή ακόμα και φανατικών υποστηρικτών και λυσσαλέων εχθρών του Future Library) αναπαράγοντας σχήματα του παρελθόντος χωρίς καλά καλά να αναλογιζόμαστε τις συνέπειες της κάθε επιλογής. Όντως υπάρχει σοβαρός κίνδυνος μετατροπής των βιβλιοθηκών σε χώρο κατανάλωσης πληροφοριών και θεάματος. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα εφιαλτικό μέλλον χωρίς βιβλιοθήκες ή ακόμα χειρότερα με βιβλιοθήκες που θα γίνουν μολ πληροφοριών παίζοντας απλώς έναν διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στους εμπόρους και στους 'καταναλωτές' των πληροφοριών, θα μετατραπούν σε κέντρα προώθησης της εταιρειοκρατίας και θα χρεώνουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο τις υπηρεσίες τους παρέχοντας μόνον κάποιες υπηρεσίες δωρεάν με εισοδηματικά κριτήρια (σε ομάδες και στρώματα πληθυσμού ήδη κοινωνικά αποκλεισμένα και περιθωριοποιημένα). Όμως τι αντιτάσσουμε σε αυτήν την εφιαλτική προοπτική; Το παρελθόν; Τον ισχυρισμό του Χάρη Χεϊζάνογλου ότι "[αυτό] που κάνει μια βιβλιοθήκη αυτό που είναι [είναι] τα βιβλία"; Γινόμαστε υποστηρικτές μιας οργάνωσης του χώρου των βιβλιοθηκών ιεραρχικά δομημένης που έρχεται από το παρελθόν, από την εποχή της σπάνης της πληροφορίας; Ενός χώρου που τοποθετεί τους βιβλιοθηκονόμους πίσω από πάγκους και γκισέ (κατά το πρότυπο των τραπεζών) με σκοπό να τους διαχωρίσει από τους χρήστες μιας βιβλιοθήκης. Ενός χώρου που βλέπει τους βιβλιοθηκάριους ως θεματοφύλακες ενός θησαυρού (της συλλογής των βιβλίων της βιβλιοθήκης) τον οποίον "δανείζουν" ή επιτρέπουν την ανάγνωση στους χρήστες που ευλαβικά και σιωπηλά πρέπει να τον χρησιμοποιήσουν; Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι μπορούν αυτά τα πράγματα να επιβιώσουν στη σημερινή εποχή του διαδικτύου και της αφθονίας της πληροφορίας; Μήπως τελικά τους χρήστες των βιβλιοθηκών του παρελθόντος τους αντιμετωπίζαμε ως καταναλωτές πληροφοριών και πρέπει όντως να κάνουμε τον χώρο των βιβλιοθηκών χώρο παραγωγής πληροφοριών και γνώσης; Και με ποιόν τρόπο μπορεί να έρθει ο χρήστης στο επίκεντρο της οργάνωσης του χώρου των βιβλιοθηκών;
    Η στείρα άρνηση είναι εύκολη. Το όραμα για το μέλλον πρέπει να οικοδομήσουμε μαζί.
    Και πάλι ευχαριστώ για τα ερωτήματα της Κατερίνας Τοράκη που δώσαν την αφορμή για ακόμα περισσότερα δικά μου ερωτήματα. Ελπίζω να μην κάνω κατάχρηση του φιλόξενου αυτού χώρου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπητέ Κώστα, καλημέρα. Δεν έχω να προσθέσω κάτι παραπάνω σε αυτά που γράφεις. Το πρόβλημα - και η αλήθεια - είναι ότι, όπως και σε άλλους τομείς του βίου μας ως κράτος και ως άνθρωποι μιας διακριτής χώρας (με προσοχή προσπαθώ να διατυπώσω αυτό που θέλω να πω), δεν καταφέραμε ή αργήσαμε να φτάσουμε πράγματα που άλλοι πέτυχαν πολύ πολύ νωρίτερα. Έτσι, και για διάφορους άλλους λόγους, μάθαμε ν' ακολουθούμε και και να αποδεχόμαστε, να αντιγράφουμε κτλ κτλ.
    Σχετικά με τις βιβλιοθήκες, συμβαίνει περίπου το ίδιο. Δεν είμαστε δα και κανένας λαός που τρέχει ή έτρεχε ποτέ στις βιβλιοθήκες, δεν είμαστε κανένας λαός με κουλτούρα ανάγνωσης, δεν αγκάλιασαν επί της ουσίας οι διάφορες κοινότητες τις βιβλιοθήκες κατά πώς έπρεπε, δεν έπαιξαν και δεν παίζουν και οι διάφοροι θεσμικοί αρμόδιοι - για τις βιβλιοθήκες αλλά και για τη χρήση των βιβλιοθηκών - το ρόλο που έπρεπε και πρέπει.
    Από την άλλη όμως, δεν υπάρχει και το πλήρες σκοτάδι που πολλοί επικαλούνται, είτε από άγνοια είτε από συνήθεια είτε για να δείξουν την δική τους τωρινή ανωτερότητα και συμβολή.
    Όσο για το ρόλο της βιβλιοθήκης και του προσωπικού της σήμερα, ναι, δεν είναι μόνο μια βιβλιοθήκη με ράφια τυπωμένων βιβλίων και ο βιβλιοθηκάριος πίσω από ένα γκισέ, όμως, όταν υπάρχουν αυτά που ανέφερα παραπάνω (δηλαδή και η ελλιπής ανάπτυξή τους και το χάσμα με ... τους ξένους, για τα οποία δεν φταίουν μόνο και κυρίως οι ίδιες οι βιβλιοθήκες), καλό θα ήταν να το βάλουμε στην κουβέντα . Και καλό είναι να απαιτήσουμε την ουσιαστική εμπλοκή αυτών που έχουν ρόλο στην παιδεία μας, στην κουλτούρα μας (και πρώτιστα βέβαια στα παιδιά). Αυτό είναι το πνεύμα μου. Το πρόβλημα είναι όντως πώς. Νομίζω συμφωνούμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Είδα σήμερα το κείμενο σας εντελώς τυχαία. Αρχικά σας ευχαριστώ για την αναφορά και λυπάμαι που δεν είδα το κείμενο σας νωρίτερα ώστε να μπορέσω να επισημάνω κάποια πράγματα και να συνεχίσουμε τον διάλογο πάνω στο ωραίο και γόνιμο αυτό θέμα.

    Επειδή φαίνεται σαν να έχει εκληφθεί ότι εμμένω στο "παραδοσιακό" λειτουργικό μοντέλο της βιβλιοθήκης, ή στο βιβλίο ως "ιερό" υλικό αντικείμενο, θα ήθελα να επισημάνω ότι δεν εννοώ καθόλου αυτό. Αυτό που με ενδιαφέρει πρωτίστως είναι το να αποφύγουμε να σχεδιάζονται και να λειτουργούν οι βιβλιοθήκες αποκλειστικά ως χώροι happening, ως πολυκαταστήματα, ως περιβάλλοντα που συμπιέζουν την λειτουργική τους διάσταση προς όφελος της θεαματικής τους διάστασης.

    Αυτό βεβαίως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι η βιβλιοθήκη δεν πρέπει να έχει και μια θεαματική διάσταση, ωστόσο δεν είναι αυτός ο ρόλος της και είναι σημαντικό να το επισημαίνουμε ειδικά σε μια περίοδο που η υλικότητα της πληροφορίας (το βιβλίο, ο χάρτης, το CD) δεν είναι προϋπόθεση για την διατήρηση της πληροφορίας και συνεπώς ούτε και της βιβλιοθήκης με τον τρόπο που την γνωρίζουμε σήμερα.

    Δεν θα ήθελα να κάνω προβλέψεις για το ποιο είναι το μέλλον, θα πω μόνο ότι σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, σε αυτή τη συγκυρία του καπιταλισμού οι χώροι που οι κοινωνίες μοιράζονται (όπως είναι και οι βιβλιοθήκες) στο σύνολό τους μετασκευάζονται και μετατρέπονται από παραγωγικά και συμμετοχικά πεδία σε πεδία παθητικής κατανάλωσης. Αυτό είναι κάτι που οφείλουμε να αντιστρέψουμε αλλιώς διατρέχουμε τον κίνδυνο να βιώσουμε έναν αποστειρωμένο και αντικοινωνικό δημόσιο (μη)κοινωνικό χώρο.

    Η κριτική μου για της βιβλιοθήκες είναι κομμάτι αυτής της συνολικότερης θέσης μου. Θεωρώ ότι μεταξύ των σημαντικών δημοσίων χώρων η βιβλιοθήκη, ως τυπολογία, είναι κάτι που εμείς οι αρχιτέκτονες θα πρέπει να επανεξετάσουμε. Θεωρώ ότι ο πιο λογικός και συνετός τρόπος είναι να την δούμε ξανά ως ενεργό περιβάλλον εργασίας, παραγωγής έρευνας, διαλόγου, γνώσης, παραγωγής πληροφορίας με έναν τρόπο που κάνει τον χρήστη της βιβλιοθήκης ταυτόχρονα παραγωγό του περιεχομένου της (χωρίς βεβαίως να αποκλείουμε άλλες χρήσεις). Αυτό βεβαίως είναι εξαιρετικά δύσκολο σε ένα οικονομικό περιβάλλον που η έρευνα δεν χρηματοδοτείται, η παιδεία ατονεί, τα πανεπιστήμια στοχεύουν στην εξειδίκευση και όχι στην παραγωγή συγγραμμάτων κλπ κλπ. Σε κάθε περίπτωση όμως θεωρώ ότι αυτός είναι ο δρόμος, με τη χρήση νέων μέσων, με τη ηλεκτρονική διασύνδεση των βιβλιοθηκών, των πανεπιστημίων, με το άνοιγμα της βιβλιοθήκης στην πόλη και την κοινωνία και ενδεχομένως και με λίγο θέαμα, δεν είναι κακό, απλά δεν μπορεί να είναι ο πυρήνας της βιβλιοθήκης μόνο το θέαμα.

    Συγγνώμη για το μπαγιάτικο του σχολίοθ και ευχαριστώ και πάλι για την αναφορά.

    Με εκτίμηση,
    Χάρης Χεϊζάνογλου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αγαπητέ Χάρη, δεν έχω παρά να συμφωνήσω μαζί σας και με την αντίληψη για τον δημόσιο χώρο και με την αντίληψη για το ρόλο της βιβλιοθήκης. Πάντως, ειδικά για το τελευταίο πρέπει να σημειώσω ότι σήμερα δικαιολογημένα υπάρχει αυτός ο προβληματισμός δεδομένου ότι και λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης και έκρηξης η πληροφορία φτάνει στον χρήστη από ποικίλες πηγές πέραν της "παραδοσιακής" πηγής που ήταν η βιβλιοθήκη. Επομένως, τα ζητούμενα είναι από τη μια ποια είναι αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που (πρέπει να) αναπτύσσει η βιβλιοθήκη ώστε να επιτελεί (καλύτερα;) τον συγκεκριμένο ρόλο της και από την άλλη τι είναι δημόσιος κοινωνικός χώρος και πώς εμπλέκεται η βιβλιοθήκη σε αυτό.
    Βέβαια για τα "happenings" που το 2014 ήταν σε ... έξαρση είχα από τότε εκφράσει άποψη που είναι κοντά στη δική σας.
    Αυτό που κρατώ ιδιαίτερα από το σημερινό σας σχόλιο είναι οι χώροι που οι κοινωνίες μοιράζονται να μην μετασκευάζονται και μετατρέπονται από παραγωγικά και συμμετοχικά πεδία σε πεδία παθητικής κατανάλωσης και η βιβλιοθήκη να λειτουργεί "ως ενεργό περιβάλλον εργασίας, παραγωγής έρευνας, διαλόγου, γνώσης, παραγωγής πληροφορίας με έναν τρόπο που κάνει τον χρήστη της βιβλιοθήκης ταυτόχρονα παραγωγό του περιεχομένου της".
    Συμπτωματικά, κάποιες σκέψεις διατυπώνω και στην τελευταία μου ανάρτηση http://katerinatoraki.blogspot.gr/2017/01/blog-post_11.html που αφορά πολιτικές βιβλιοθηκών.
    Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη το αποψινό σας σχόλιο, και μια ευχάριστη σύμπτωση ταυτόχρονα, αφού πριν από λίγο είχα συζήτηση με φίλο αρχιτέκτονα (με άποψη) για το ρόλο των βιβλιοθηκών, κυρίως σε μια πόλη της περιφέρειας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αναφορά στο άρθρο του Χάρη Χεϊζάνογλου και στη δική μου ανάρτηση στο ιστολόγιο της Κυπριακής Ένωσης Βιβλιοθηκονόμων - Επιστημόνων Πληροφόρησης http://kebep.blogspot.com/2014/04/blog-post_4805.html.

    ΑπάντησηΔιαγραφή