Είμαι σχεδόν φανατική επισκέπτρια των μουσείων. Όταν πηγαίνω (μάλλον ... πήγαινα) στο εξωτερικό, τα μουσεία έχουν προτεραιότητα. Έχω επισκεφθεί όλα (στην κυριολεξία, και τα πιο απόμακρα) τα μουσεία του Λονδίνου, μουσεία σε Νέα Υόρκη, Παρίσι, Όσλο, Μπέργκεν, Λισσαβώνα, Πεκίνο, Βερολίνο, Κοπεγχάγη, Μόσχα, Λένινγκραντ, Γρανάδα, Ρώμη, Φλωρεντία, Βενετία, Πέργαμο, Βουδαπέστη, Κρακοβία, Βαρσοβία, στις ελληνικές πόλεις που έχω επισκεφθεί, κτλ. κτλ. Κι έχω νιώσει πολλή ευχαρίστηση και ακόμη θυμάμαι κάποιες εξαιρετικές στιγμές.
Και τώρα, έρχεται ένας κατεξοχήν άνθρωπος των μουσείων, ο Jean Clair, να γκρεμίσει το είδωλο, να αποδομήσει ό,τι μέχρι τώρα είχα συλλέξει ως ομορφιά και ως ικανοποίηση να επισκέπτομαι ένα μουσείο! Στο πρόσφατο βιβλίο του, Χειμώνας στον πολιτισμό (εκδ. Μικρή Άρκτος 2012 σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλια), ο Γάλλος ακαδημαϊκός, με τρόπο εκρηκτικό και τολμηρό, μιλάει για τα μουσεία όπως είναι και όπως θα έπρεπε να είναι, για τους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, για το ρόλο της εμπορευματοποίησης στην τέχνη, αλλά και για τους ανθρώπους που πάνε στα μουσεία.
Για τους τελευταίους μάλιστα λέει πως ... πάνε όσο περισσότερο μόνοι είναι και πάνε όπως οι ηλικιωμένοι στις εκκλησίες! (σελ. 56) Εγώ θα συμπληρώσω, βέβαια, ότι πάνε και από μόδα ή και από υποχρέωση, έχοντας πρόσφατη την εικόνα των μαθητών ενός γυμνασίου ή λυκείου που τα έφεραν στην έκθεση "Πριγκίπισσες" του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης και απλά τα άφησαν εκεί και αυτά περιφέρονταν πάνω κάτω στο χώρο, χωρίς κανένα ενδιαφέρον και καμιά περιέργεια! Έφταιγαν; Δεν νομίζω, όχι ακόμα τουλάχιστον, αφού δεν είδα καμιά προσπάθεια ούτε των συνοδών καθηγητών ούτε άλλων αρμοδίων να ασχοληθούν με τα παιδιά αυτά. Ο ίδιος εξάλλου παραθέτει ένα απόσπασμα από βιβλίο του Ανρί Ριβιέρ, όπου γράφει:
"Η επιτυχία ενός μουσείου δεν μετριέται με βάση τον αριθμό των επισκεπτών του, αλλά με βάση τον αριθμό των επισκεπτών στους οποίους έμαθε κάτι .... Διαφορετικά είναι κάτι σαν πολιτιστικό σφαγείο" (σελ. 62).
Ονομάζει τα μουσεία "πολύτιμες επιπλαποθήκες" που προκαλούν "ατελείωτη μανία" (σελ. 54), επίσης "αποθήκες νεκρών πολιτισμών" (σελ. 54) αλλά και "οίκους ανοχής" (σελ. 60).
Κάνει αναφορές στην ιδέα των οικομουσείων που απέτυχαν όμως να δημιουργήσουν "έναν διάλογο πολιτισμών" όπως ήθελαν, έννοια που είναι, όπως λέει, "καρπός μιας ανομολόγητης αδυναμίας και ομολογία μιας οκνηρίας" (σελ. 44). Και αναφέρεται στο Φανταστικό μουσείο του Αντρέ Μαλρώ, ο οποίος επινόησε αυτό τον διάλογο, τον "διάλογο των κωφών", όπως τον ονομάζει, όπου συνδιαλέγονται διάφορες ("αμφιλεγόμενες όσο και εντυπωσιακές") γενεαλογίες "σε μια έκσταση που καταλήγει αισθητική επιφάνεια".
Εκφράζεται αυστηρά για το θεσμό του Υπουργείου Πολιτισμού, που είναι γαλλικό εφεύρημα του 1959 και που από θεσμός εξύμνησης υψηλότερων μορφών του πνεύματος, αλλάζει προσανατολισμό στρεφόμενο σε εμπορευματικές μορφές, γίνεται θεσμός με τον οποίο "θα ασχολούνται πλέον οι διευθυντές ανάπτυξης και επικοινωνίας".
Γράφει επίσης:
"Υπάρχει κάτι το απρεπές και μια αποικιοκρατική αντίληψη εξαιρετικά ισχυρή, επειδή ακριβώς είναι υπόρρητη στο να τοποθετεί κανείς ένα αντικείμενο προερχόμενο από έναν ξένο πολιτισμό σε ένα μουσείο, να το επεξηγεί, να το φωτίζει, να το διατηρεί σαν να είναι κολεόπτερο. Στην πραγματικότητα, το εξωτικό αντικείμενο, απογυμνωμένο από τις λειτουργίες του, κοινότοπο πλέον, αποστειρωμένο, αντικείμενο μελέτης ή κερδοσκοπίας, δεν είναι παρά ένα παράδειγμα των "αξιοπερίεργων αντικειμένων" που προκύπτουν από διανοητικά εγχειρήματα που ουδεμία σχέση έχουν με τις συνθήκες γέννησης των αντικειμένων αυτών" (σελ. 47).
Αντίστοιχα μιλάει για τα γλυπτά που αποσπώνται από τους αρχικούς τους χώρους για να γίνουν "σκηνικό για μαθητευόμενους φωτογράφους", όπου "ο πλακατζής επισκέπτης θα αγκαλιάσει την Αφροδίτη... θα γαργαλίσει τη μύτη των ηρώων ... θα κάνει κερατάκια στους Αιγύπτιους θεούς..."
Η πυραμίδα του Λούβρου, κατασκευασμένη από τον κινεζικής καταγωγής Αμερικανό αρχιτέκτονα Ιέο Μινγκ Πέι |
Για την πυραμίδα στην είσοδο του Μουσείου του Λούβρου λέει ότι "δεν είναι παρά ένας έξυπνος μηχανισμός που αποστολή του είναι να
διανέμει τα διαρκώς αυξανόμενα πλήθη των φιλοπερίεργων, όπως στο Λούξορ
γυρίζει το μαγκανοπήγαδο των λεωφορείων" (σελ. 61).
Αναφέρεται εκτενώς στους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα που χρησιμοποίησαν το σώμα και τις λειτουργίες του για να εκφραστούν και να δημιουργήσουν έργα τέχνης, όπως αυτοί τα θεωρούν, στεκόμενος όχι μόνο αυστηρά, αλλά και επικριτικά, δίνοντας σε αρκετές περιπτώσεις αναλογίες ή και απευθείας συσχετίσεις με το φασισμό και το ναζισμό. Μια τέτοια περίπτωση είναι οι Αξιονιστές, ρεύμα που δημιουργήθηκε το 1963 στη Βιέννη, παραπέμπει όμως στη λέξη Aktion που χρησιμοποιούσαν οι ναζί τη δεακετία του '30 για να δηλώνουν τις δράσεις τους, λέξη "που είχαν δοξάσει τα Τάγματα Εφόδου" (σελ. 87).
Αναφέρεται επίσης στον 'Οττο Μυλ, στον Γιόζεφ Μπόυς, στην "ελευθερία" που δήθεν εξέφραζαν οι σουρρεαλιστές (και στο "Μανιφέστο του υπερρεαλισμού" του Αντρέ Μπρετόν"), στο "Αμόκ" του Στέφαν Τσβάιχ (λέξη μαλαισιανής προέλευσης που σημαίνει αιφνίδιο ξέσπασμα φονικής μανίας και που το συσχετίζει με το μπερσερκ των σκανδιναβικών παραδόσεων αλλά και με χαρακτηριστικά του βορειοαμερικάνικου πολιτισμού). Και λέει:
"... Οχι το αντικείμενο λοιπόν πια, με τη μορφή και τη δύναμή του, αλλά το χυδαίο, το άμορφο και το άψυχο.... Ο ζωγράφος και ο ποιητής δεν είναι πλέον αυτουργοί μιας έλλογης δημιουργίας, αλλά έρμαια μιας αλόγιστης και κτηνώδους ορμής..."
Το ίδιο μιλάει παρακάτω για "φανταχτερούς εκθεσιακούς χώρους" και για "χυδαίους πλειστηριασμούς που κλείνουν τον κύκλο..." (σελ. 100). Κι επίσης:
"Από τη λατρεία στην κουλτούρα, από την κουλτούρα στα πολιτιστικά, από τα πολιτιστικά στη λατρεία του χρήματος, καταλήξαμε, με απόλυτη φυσιολογικότητα, στο επίπεδο του αποχωρητηρίου...". Η κρίση, λέει, που την χαρακτηρίζουμε οικονομική, στην πραγματικότητα είναι ηθική και πνευματική. "Η τέχνη δεν παράγει ούτε ιδέες ούτε ηλεκτρονικές συναλλαγές και εικονικές αξίες, αλλά υλικά αντικείμενα, ενσώματα, ενπόστατα. Και τα αντικείμενα αυτά δεν έχουν να κάνουν με το διανοητικό ή το γνωστικό κεφάλαιο, αλλά με ένα πνευματικό κεφάλαιο, όρος παρωχημένος που δεν απαντά πια στο λεξιλόγιο της οικονομίας του άυλου" (σελ. 104).
Ο Γάμος εν Κανά του Βερονέζε, ως αντίγραφο που εκτίθεται στο Λούβρο (πηγή: http://www.factum-arte.com/eng/conservacion/cana/default.asp). Για τον Jean Clair, το αντίγραφο αυτό αποτελεί καλό παράδειγμα αναπαραγωγής με τη χρήση της τεχνολογίας |
Στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης των έργων τέχνης, η "αξία" λέει ο Κλέρ δεν είναι "αισθητική αξία", αλλά "αξία του προϊόντος σε επίπεδο οικονομικής απόδοσης", που "επ' ουδενί δεν πρόκειται για την αξία του έργου, είναι απλώς η τιμή του έργου που λαμβάνεται υπόψη καθώς ανεβαίνει στους πλειστηριασμούς" Πολύ ενδιαφέρουσα εδώ και η σημείωση της μεταφράστριας που συσχετίζει την άποψη του συγγραφέα με την αρχή της αξιοπρέπειας, όπως την έχει διατυπώσει το 1785 ο Ιμμάνουελ Καντ στα Θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών (εκδ. Δωδώνη, 1984, μτφρ. Γ. Τζαβάρα). Γράφει ο Κάντ:
"... Κάθε τι μέσα σ’αυτό το κράτος σκοπών έχει μια τιμή
και μια αξιοπρέπεια. Ό τι έχει μια τιμή, μπορεί να αντικατασταθεί από
ένα άλλο ισότιμό του. Ό τι είναι υπεράνω κάθε τιμής και συνεπώς δεν έχει
κανένα ισότιμό του, αυτό έχει αξιοπρέπεια..." (σελ. 100)
Να συμπληρώσω εδώ ότι η Τιτίκα Δημητρούλια έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, όχι μόνο στη μετάφραση, αλλά και στην παράθεση συμπληρωματικών, ιδιαίτερα κατατοπιστικών σημειώσεων. Για παράδειγμα, πέραν της προηγούμενης αναφοράς στον Καντ, κάνει αναφορά στα ληρολογήματα του Σεφέρη, αποδίδοντας και συσχετίζοντας με τον γαλλικό όρο fatrasie που χρησιμοποιεί ο Κλερ.
Ιδιαίτερα αυστηρός έως αρνητικός με το Μουσείο της Ακρόπολης γράφει:
"... Ο τρίτος και τελευταίος όροφος παρουσιάζει αποκλειστικά τις μετόπες του Παρθενώνα. Μου πήρε λίγη ώρα να καταλάβω ότι στην παρουσίαση υπήρχαν μαζί εκμαγεία και πρωτότυπα in situ, που τα είχαν αποσπάσει από τον ναό για να τα παρουσιάουν στο νέο μουσείο. Έφταιγε η παρουσίαση, ο φωτισμός, η κατάσταση των γλυπτών που εκτίθεντο και εμφανίζονταν ξαφνικά μπροστά σου, η αίθουσα που είναι μικρή, η μιζέρια του στοιχειωδώς ανακατασκευασμένου επιστυλίου; Όλο το σύνολο πάντως έδειχνε ψεύτικο, τόσο τα πρωτότυπα όσο και τα αντίγραφα". (σελ. 110)
Συνολικά, το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον, διαβάζοντας το όχι ως ειδική, αλλά μόνο και απλά ως "φιλότεχνη" (ας πούμε...). Συμφωνώ σε αρκετά σημεία του, αν και θεωρώ ότι ο λόγος του κάποιες φορές έχει μια υπερβολή που δεν μπορώ να ερμηνεύσω (γιατί δεν γνωρίζω και το έργο του φυσικά) από την δική του δραστηριότητα (διευθυντής μουσείων, επιμελητής εκθέσεων κτλ.). Νιώθω να γίνεται πολύ αυστηρός όταν λέει ότι "τα μουσεία λειτουργούν ως μηχανές μετατροπής των αληθινών έργων που δέχονται σε πλαστά ... χωρίς άλλη σκοπιμότητα πέρα από συγκεχυμένη αισθητική ικανοποίηση ... τα οποία στο παρελθόν μπορούσαν και σήμαιναν κάτι ... και μας πρόσφεραν την ευτυχία της προσκύνησης..." (σελ. 117) Για πολλά ζητήματα πάντως (όπως για καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν το "αποχωρητήριο" ως έμπνευση, για τις έννοιες πολιτισμός/πολιτιστικά, για την εμπορευματοποίηση, αλλά και για το μουσείο της Ακρόπολης κ.ά.), όχι απλά συμφωνώ, αλλά νιώθω και μια ικανοποίηση που τολμά να τα ξεσκεπάζει και να τα απομυθοποιεί.
Ο Ζαν Κλέρ είχε δώσει συνέντευξη στην Καθημερινή το 2009, όταν είχε έλθει στην Ελλάδα με αφορμή την επιμέλεια της Έκθεσης «Ο Πολ Ντελβό και ο Αρχαίος Κόσμος» για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο. Είπε τότε:
«Τα μουσεία είναι ένα εφεύρημα του 19ου αιώνα. Ηταν εργαλείο εκπαίδευσης
αλλά και αναψυχής. Οταν βλέπουμε σήμερα εννέα εκατομμύρια επισκέπτες
στο Λούβρο –λυπάμαι που το ομολογώ– αλλά ο εκπαιδευτικός ρόλος έχει
χαθεί ... Το μόνο που υπάρχει πια
είναι το πολιτιστικό μάνατζμεντ. Δείτε λ.χ. πώς η γαλλική κυβέρνηση δεν
είχε δισταγμούς να δώσει εκθέματα του γνωστότερού μας μουσείου στο Αμπού
Ντάμπι, λες και το Λούβρο είναι εμπορική φίρμα, Μπούλγκαρι ή Πράντα. Το
ίδιο αισθάνθηκα όταν είδα ότι η Σιτροέν βάφτισε ένα μοντέλο της Πικάσο.
Τα εκθέματα δεν είναι προϊόντα αλλά ανθρώπινα δημιουργήματα με ιστορική
αξία».
Πάντως, αν και όποτε ξαναπάω στο Παρίσι, θα αναζητήσω και πάλι την ομορφιά και την ευτυχία της προσκύνησης στα έργα αυτά, εκεί νομίζω και ο Κλερ βλέπει την αισθητική απόλαυση |
Από roadartist (http://roadartist.blogspot.com/) έλαβα το παρακατω σχόλιο που για κάποιους τεχνικούς λόγους δεν μπόρεσε να δημοσιεύσει. Ευχαριστώ:
ΑπάντησηΔιαγραφή"Εξαιρετική ανάρτηση.
Από κάθε άποψη! Φυσικά και έχει δίκιο στην εμπορευματοποίηση της τέχνης, έχει μια ευαισθησία που μάλλον τείνει πια να χαθεί. Ζούμε στην εποχή που τα πάντα υποκλίνονται στο χρήμα. Αυτή είναι η εποχή μας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως θα απαξιώσουμε τελείως το ρόλο των μουσείων και των πολιτιστικών ιδρυμάτων. Χρειάζονται όμως ένα άνοιγμα προς την κοινωνία, και να δείχνουν την κοινωνική τους ευαισθησία και το ρόλο τους έμπρακτα. Μα αναρωτιέμαι σε αυτή την εποχή της σήψης... μήπως τελικά ζητάμε πολλά;"
Ζητάς τ' αυτονόητα!
Είχα πάει σε αυτή την έκθεση στην Άνδρο. Ήταν κι ο γιος μου μαζί. Ένιωσα δέος- το έργο του Ντελβό το ήξερα, όμως οι πίνακές του από κοντά έχουν εκρηκτική δύναμη. Νομίζω πως μπόρεσα να μεταφέρω κάτι από την αίσθηση αυτή και στο παιδί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω πως βιβλία σαν κι αυτό μας είναι χρήσιμα, καταρχάς γιατί μας "ξεβολεύουν". Ζυγίσουν από την αρχή πάλι τα πράγματα.
υγ: εννοείται πως μπαίνει στα "προσεχώς"
Σίγουρα ο Κλερ ξεβολεύει Γιώργο. Πάντως, παρότι βρίσκω υπερβολές σε κάποιες τοποθετήσεις του - κατ' αρχάς ακυρώνει τη δική μου στάση απέναντι στα μουσεία και τις εκθέσεις, οπότε αμέσως αμέσως με ξεβολεύει και από την ευχαρίστηση που παίρνω εξ ορισμού απολαμβάνοντάς τα - ταυτόχρονα μας δίνει και την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε κάποια πράγματα και να νιώσουμε ότι υπάρχει και άλλη πλευρά και αυτή την πλευρά την "αποκαλύπτει" ένας άνθρωπος του χώρου, ο ίδιος μουσειολόγος και επιμελητής μεγάλων εκθέσεων κτλ.
ΑπάντησηΔιαγραφή