Συνεχίζοντας το ξεφύλλισμα στα Τεχνικά Χρονικά του 1932, θα ασχοληθώ σήμερα με τις αναφορές στο (... πολύπαθο και πολυπόθητο) Κτηματολόγιο.
Ο Δ. Ν. Λαμπαδάριος, Ακαδημαϊκός, Πρύτανης και Καθηγητής Γεωδαισίας του ΕΜΠ, ξεκινώντας το άρθρο του με τίτλο "Το πρόβλημα του ελληνικού κτηματολογίου" (Τεχνικά Χρονικά, 15 Οκτωβρίου 1932, τεύχος 20), αναφέρεται στο ζήτημα "το οποίον από εκατό ετών περίπου απησχόλησεν Κυβερνήσεις και Υπηρεσίας...", δηλαδή στο ζήτημα που ακόμη σήμερα, εδώ και 180 χρόνια δηλαδή, συζητάμε ότι πρέπει να έχουμε!
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή για το κτηματολόγιο στην Ελλάδα, αναφέρεται κατ' αρχήν στις ενέργειες κτηματογράφησης σε περιοχές της Πελοποννήσου από τους Ενετούς τον 17ο αιώνα. Μετά την επανάσταση του 1821, ήδη το 1836 δημοσιεύτηκε το διάταγμα “Περί Κτηματολογίων”, σε μια προσπάθεια μεταφοράς του γερμανικού θεσμού κτηματολογίου από τους Βαυαρούς στην Ελλάδα. Αν και το διάταγμα στην ουσία, όπως λέει ο συντάκτης του άρθρου, αφορούσε μόνο κατάρτιση κτηματικών καταλόγων, δεν εφαρμόστηκε και μόνο το 1888, στην Κυβέρνηση Τρικούπη, εκδηλώθηκε η ανάγκη σύνταξης του “Γενικού Επιτελικού Χάρτη της χώρας” (“αποδεικτικού κτηματολογίου”, όπως επίσης το ονομάζει). Όμως και τότε, αν και πρόθεση του Τρικούπη ήταν η σύνταξη Κτηματολογίου του Δημοσίου (μόνο) το οποίο θα ήταν “αφετηρία της συντάξεως του Γενικού Κτηματολογίου του Κράτους”, ούτε αυτό τελικά ψηφίστηκε.
Ο Δ. Ν. Λαμπαδάριος, Ακαδημαϊκός, Πρύτανης και Καθηγητής Γεωδαισίας του ΕΜΠ, ξεκινώντας το άρθρο του με τίτλο "Το πρόβλημα του ελληνικού κτηματολογίου" (Τεχνικά Χρονικά, 15 Οκτωβρίου 1932, τεύχος 20), αναφέρεται στο ζήτημα "το οποίον από εκατό ετών περίπου απησχόλησεν Κυβερνήσεις και Υπηρεσίας...", δηλαδή στο ζήτημα που ακόμη σήμερα, εδώ και 180 χρόνια δηλαδή, συζητάμε ότι πρέπει να έχουμε!
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή για το κτηματολόγιο στην Ελλάδα, αναφέρεται κατ' αρχήν στις ενέργειες κτηματογράφησης σε περιοχές της Πελοποννήσου από τους Ενετούς τον 17ο αιώνα. Μετά την επανάσταση του 1821, ήδη το 1836 δημοσιεύτηκε το διάταγμα “Περί Κτηματολογίων”, σε μια προσπάθεια μεταφοράς του γερμανικού θεσμού κτηματολογίου από τους Βαυαρούς στην Ελλάδα. Αν και το διάταγμα στην ουσία, όπως λέει ο συντάκτης του άρθρου, αφορούσε μόνο κατάρτιση κτηματικών καταλόγων, δεν εφαρμόστηκε και μόνο το 1888, στην Κυβέρνηση Τρικούπη, εκδηλώθηκε η ανάγκη σύνταξης του “Γενικού Επιτελικού Χάρτη της χώρας” (“αποδεικτικού κτηματολογίου”, όπως επίσης το ονομάζει). Όμως και τότε, αν και πρόθεση του Τρικούπη ήταν η σύνταξη Κτηματολογίου του Δημοσίου (μόνο) το οποίο θα ήταν “αφετηρία της συντάξεως του Γενικού Κτηματολογίου του Κράτους”, ούτε αυτό τελικά ψηφίστηκε.
Στη συνέχεια,
το άρθρο αναφέρεται στη συνεργασία με
την αυστροουγγρική κυβέρνηση, στη
βοήθεια για την οργάνωση των τμημάτων
Γεωδαισίας, Χαρτογραφίας και Κτηματολογίου
της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας Στρατού,
στις συνεννοήσεις του ειδικού περί
Κτηματολογίων Κ.Δ. Καρούσου με τους
ειδικούς από ινστιτούτα της άλλης
πλευράς, και εν τέλει στην αυστριακή
αποστολή που έμεινε στην Ελλάδα από το
1889 μέχρι το 1897 και στην οποία οφείλεται,
με “ιδιαιτέραν ευγνωμοσύνην” όπως
τονίζει, η ελληνική γεωδαιτική επιστήμη.
Έχει ενδιαφέρον
η εξιστόρηση των γεγονότων και των
ενεργειών των μετέπειτα κυβερνήσεων
που οδήγησαν στην ίδρυση “Ειδικού
Ταμείου Κτηματολογίου” καθώς και της
Ανωτάτης Σχολής Τοπογράφων Μηχανικών
στο ΕΜΠ. Στην ουσία όμως, το Κράτος
ουδέποτε απέκτησε Κτηματολόγιο και για
τούτο αναλύει τους λόγους αποτυχίας
του, ενώ προτείνει και τρόπους αντιμετώπισης
του προβλήματος.
Απόσπασμα διανομής στο συνοικισμό Καλλίφυτον της Δράμας (Πηγή: http://library.tee.gr/digital/techr/1932/techr_1932_2_21_1056.pdf) |
Αμέσως παρακάτω
στο ίδιο τεύχος δημοσιεύεται άρθρο για την τακτοποίηση και παγίωση της αγροτικής ιδιοκτησίας από τον Γ. Ξένο, Προϊστάμενο της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπ. Γεωργίας.
Εδώ, αναδεικνύονται από τον συντάκτη του άρθρου οι κοινωνικές, νομικές
και τεχνικές πλευρές του ζητήματος, ενώ θεωρεί προβληματικό μια μικροϊδιοκτησία να απαρτίζεται από πολλά και
διεσπαρμένα αγροτεμάχια. Όταν μάλιστα
τονίζει ότι “είναι άκρως δυσάρεστον
όσω και επιζήμιον το να διέρχεται ο
μικροϊδιοκτήτης διά των ξένων αγρών
ίνα μεταβή και εργασθή εις την ιδιοκτησίαν
του”, σκέφτομαι ότι αυτό συμβαίνει κατά
κόρον ακόμη σήμερα (και ότι κι εγώ για να φτάσω
τις 20 ρίζες ελιές που έχω κληρονομήσει από τον πατέρα μου σε μια θέση του χωριού θα
πρέπει να διασχίσω τρία κτήματα, άλλα
τόσα ή τέσσερα, δε θυμάμαι καλά, θα διασχίσω για το
επόμενο κτηματάκι με 10 ρίζες, ενώ έχω 9
ακόμη ρίζες μέσα σε ξένα κτήματα, που...
πια τις έχω ξεχάσει).
Εξαιρετικά
ενδιαφέρον και αναλυτικό είναι επίσης
το τρίτο άρθρο για το ίδιο θέμα του Χρ.
Παπαστράτου με τίτλο "Περί των διανομών Μακεδονίας - Θεσσαλίας και της ανάγκης καταρτισμού υπηρεσίας κτηματολογίου" (1 Νοεμβρίου 1932, τεύχος 21), ο οποίος, αναφερόμενος
ειδικότερα στις περιοχές Μακεδονίας
και Θεσσαλίας και στην ανάγκη απελευθέρωσης
των κολλήγων από την "δουλοπαροικία των
τσιφλικάδων", περιέγραψε τον τρόπο που
λειτούργησαν οι τοπογραφικές και
κτηματογραφικές υπηρεσίες για υλοποίηση
των παραπάνω, λαμβάνοντας υπόψη και την
αποκατάσταση των προσφύγων του '22 (μόνο στη Μακεδονία κατέφθασαν 120 χιλιάδες γεωργικές και ημιγεωργικές οικογένειες, όπως λέει, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, οι οποίες εγκαταστάθηκαν "εις γαίας ανταλλαξίμους, καταληφθείσας ή απαλλοτριωθείσας"). Διακρίνει το κτηματολόγιο σε αγροτικό και αστικό και διατυπώνει συγκεκριμένες προτάσεις για την οργάνωση, στελέχωση, λειτουργία και παρακολούθηση των υπηρεσιών που απαιτούνται.
Ορίζει δε το Κτηματολόγιο ως "το σύνολον των στοιχείων διατεταγμένων και εις σχήματα (σχέδια) και εις πίνακας κατά τρόπον απλούν, σαφή και ευμεταχείριστον δια των οποίων ορίζεται εις εκάστην στιγμήν η θέσις, το σχήμα, η έκτασις και ο ιδιοκτήτης ακινήτου ιδιοκτησίας αγροτικής ή αστικής και την παρακολούθησιν των μεταβολών των στοιχείων τούτων ώστε εις εκάστην στιγμήν να παριστώσι την πραγματικότητα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου