Ιδέες και πρόσωπα
εκθέτει ο Παύλος Μάτεσις στο “βραχέων
κυματισμών και ελαφρών λογοτεχνικών
ηθών” πόνημά του με τον συλλογικό τίτλο
“Έκθεσις Ιδεών” (Καστανιώτης, 2006).
Περιέχει κείμενα που πρωτοεμφανίστηκαν
σε εφημερίδες και περιοδικά την περίοδο
1985-2005. Με σαρκαστικό ύφος, ειρωνεία,
πλούσια γλώσσα και με πολλές πληροφορίες
παρουσιάζει καταστάσεις και κακοδαιμονίες
κυρίως της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά με
αναφορές και παραλληλισμούς με παλιότερες
εποχές.
Στο κείμενο
“Λογοκρισία και αγνωσία” αναφέρει
περιπτώσεις “λογοκρισιακής βλακείας”,
όπου απαγορεύονταν ολόκληρα έργα ή
γινόταν παραποίηση του πρωτότυπου
κειμένου ή του νοήματος. Έτσι, στην
Αγγλία πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
απαγορεύτηκε ο Οιδίπους Τύραννος ως
“έργο προσηλυτισμού εις αιμομειξίαν”,
ενώ για 152 χρόνια (1681-1833) στην ίδια χώρα
ο Βασιλιάς Λήρ παιζόταν με ... καλό τέλος
(ούτε ο Λήρ πεθαίνει ούτε η Κορδήλια)!
Στο “Οφειλές
της Κριτικής” δίνει παραδείγματα
κριτικής από λογοτέχνες και καλλιτέχνες
σε ομότεχνους (κακής κριτικής που έσταζε
χολή, θα λέγαμε σήμερα). Ο Φώτος Πολίτης
επιτίθεται στον Πιραντέλο ονομάζοντας
το έργο του γελοίο και δείγμα του
ευρωπαϊκού ξεπεσμού, ενώ αποκαλεί
“κορύφωμα αηδίας” την ποίηση του
Βάρναλη και “αρλούμπα” ένα ποίημα
του Καβάφη. Αλλά εξίσου ενδιαφέρον είναι
ότι για τον Καβάφη έγραψε και ο Θεοτοκάς
αρνητική κριτική (“ένας οποιοσδήποτε
Γιαγκούλας των ελληνικών βουνών μ'
ενδιαφέρει πολύ περισσότερο απ' ό,τι μ'
ενδιαφέρει ο Αλεξανδρινός ποιητής”),
την ανασκεύασε όμως αργότερα δηλώνοντας
ότι ήταν πολύ νέος τότε...
Στα “Εφήμερα”
μας μιλά για τα εφήμερα, τα μικροσκοπικά
ζωύφια που αναφέρει ο Ροϊδης για να
υμνήσει “το αναγκαίο και το τραγικό
του έρωτα” με παράθεση και φράσης του
Αριστοτέλη: “ζή και πέτεται μέχρι δείλης
[...] του ηλίου δυομένου αποθνήσκει, βιώσαν
ημέραν μίαν, διό και καλείται εφήμερον” (το καταπληκτικό κείμενο του Εμμ. Ροίδη για τα εφήμερα, τα ζωύφια που ζουν μόνο μια μέρα και πεθαίνουν πάνω στον ερωτικό σπασμό πριν πιάσει νύχτα, βρίσκεται στη σελίδα του Σπουδαστήριου Νέου Ελληνισμού).
Συνεχίζοντας με τα κείμενα του Μάτεσι, στο “Έκθεσις
Ιδεών” δίνει την εικόνα της βολεμένης
μικροαστικής οικογένειας, με πλούσια
γλώσσα και ανατριχιαστικές συχνά
(σουρεαλιστικές) καταστάσεις (η κεντρική
ιδέα μου θύμισε το τελευταίο βιβλίο της
Σώτης Τριανταφύλλου “Για την αγάπη της
Γεωμετρίας”). 'Ενα δείγμα του ύφους του
Μάτεσι στο τελείωμα της Έκθεσης Ιδεών
της αριστεύσασας μαθήτριας Στ' Δημοτικού
σχολείου των Βορείων Προαστείων: “...
και γενικώς τα ζωάκια έχουν γεννηθεί
διά να υμνούν τον άνθρωπο που είναι ο
αυτοκράτωρ των ζώων. Επιπλέον, άμα
εκλείψουν τα ζωάκια, ποιον θα τρώμε, τον
συνάνθρωπό μας; Και έτσι μας προφυλάσσουν
από το αμάρτημα της ανθρωποφαγίας μετά
χοληστερίνης, και συντείνουν να
διατηρούμεθα καλοί Χριστιανοί με
σιλουέτα, και να μη μας τρώνε οι κακοί
Χριστιανοί και οι όμορες αντίχριστες
ορδές αλλά να τους τρώμε εμείς. Και
υστερογραφικώς, οφείλετε να είσθε
ευτυχισμένες, διότι όποιον κάνει τσακωτόν
το κράτος να δυστυχεί, τον εκτελεί.
Μερσί.”
Θα σταθώ όμως
στο κείμενο “Η βόμβα και τα δώρα”
που μ' έφερε στα γυμνασιακά μου χρόνια.
Αναφερόμενος στην 6η Αυγούστου του 1945,
τότε που έπεσε η βόμβα στη Χιροσίμα για
να σημάνει (πρόφαση δηλαδή) το τέλος του
Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Και περιγράφει
πολύ όμορφα (όσο όμορφη μπορεί να είναι
εκείνη η εικόνα) την εικόνα της ζωής και
των ανθρώπων στα χρόνια της Κατοχής και
αργότερα με την αμερικάνικη βοήθεια.
Γράφει ο Μάτεσις:
“... Δέματα
της Ούνρα, με θεσπέσια αμερικανικά
αποφόρια. Οι ήχοι, και ο ρυθμός των ήχων
στην άσφαλτο, άλλαζαν. Μέχρι τότε, οι
δρόμοι αντιβούιζαν από τα τσόκαρα. Με
ανυποχώρητη φιλοκαλία, πίστη στη ζωή,
περιφρονώντας τον ενδημούντα χάρο, όπως
η γυναίκα εκείνη του Σολωμού που γέλασε
κατάμουτρα στον πειρασμό, οι αστέρες
της Κατοχής είχαν αποφασίσει να μείνουν
κομψά ποδεμένες. Έπλεκαν με βελονάκι
το απάνω του παπουτσιού, σχέδιο συχνά
ξεσηκωμένο κατά τη “βόλτα” από κάποια
πρωτοπόρο της μόδας. Ο τσαγκάρης
αναλάμβανε να το προσαρμόσει “μοδέρνα”,
αλλά και στέρεα, πάνω στο δρύινο,
δολοφονικού βάρους πέλμα, με τακούνι
απειλητικού ύψους για τον εξ ασιτίας
μόνιμο ίλιγγο της κυρίας. Σαν ράπισμα
προς την πείνα, ο δρόμος αντιλαλούσε με
ήχους σαν από καστανιέτες κυκλώπειες.
Καμιά φορά, ο ρυθμός κοβόταν άμουσα από
οιμωγή: κάποια που είχε προκαλέσει τις
Μοίρες με ύψος τακουνιού υπερβολικό
για τους θρεφόμενους με πληγούρι και
σταφίδα αστραγάλους της, είχε στραμπουλήξει
το πόδι της...”
Τι μου θύμισε
ο Μάτεσις εδώ. Ήταν γύρω στο 1972, στη μόδα
ήταν τότε τα τσόκαρα, με ψηλά χοντρά
ξύλινα τακούνια, ξυλοπάπουτσα δηλαδή.
Περπατούσαμε και αντηχούσαν στο δρόμο,
παντού, πέφταμε κιόλας, ήταν βαρειά και
δεν αντέχαμε πάντα να ... τα κουβαλάμε
στα πόδια μας. Πήγαινα στο φροντιστήριο
του Μπάτση στα Χανιά. Και μας έλεγε ο
Μπάτσης: “Τι τα φοράτε αυτά; Αυτά τα
φοράγαμε στον Πόλεμο, λαλίνια τα λέγανε
τότε...”. Λαλίνια λοιπόν αυτά που αναφέρει
κι ο Μάτεσις, βέβαια τα λαλίνια της κατοχής που μας έλεγε ο Μπάτσης δεν είχαν δαντελίτσες, ήταν παπούτσια της ανάγκης (δυστυχώς δεν έχω εντοπίσει σε καμιά πηγή τη λέξη αυτή). Με συγκίνηση θυμήθηκα αυτό τον εξαιρετικό άνθρωπο και
δάσκαλο. Καλή του ώρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου