Σελίδες

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Άγιος Βασίλης έρχεται

 

 
Ζώνεται το φθαρμένο ράσο του,
βάζει τα ξυλοπάπουτσά του,
φορεί το καλογερικό σκουφί του,
κάνει τον σταυρό του δυτικά,
παίρνει το μαγικό ραβδί του...
Εκεί στα βάθη της Μικράς Ασίας,
όπου η παλιά πολιτεία της Καισάρειας,
ετοιμάζεται, όπως κάνει αιώνες τώρα,
να ΄ρθει κι εφέτος την Πρωτοχρονιά
να μας επισκεφθεί ο παλιός Άγιος Βασίλης.
 
Τι κι αν έχει πεθάνει -
πάνε δεκάδες χρόνια τώρα -
και ο τελευταίος ζευγολάτης
που τον περίμενε πώς και πώς
για να ευλογήσει το αλέτρι του.
Τι κι αν τα παιδιά, αντί γι' αυτόν,
περιμένουν τον άγιο της κατανάλωσης
μ' όλα τα κάθε λογής δώρα του.
Τι κι αν βρει κλειστές, κατάκλειστες, τις πόρτες.
 
Όλο και κάποιος ξεχασμένος βοσκός
θα με περιμένει στο μαντρί του,
όπως ο Γιάννης ο Ευλογημένος,
σκέφτεται ο δικός μας, ο παλιός, Άγιος Βασίλης...

Το παραπάνω ποίημα είναι από την τελευταία συλλογή του Νιππιανού δασκάλου, ποιητή, δημοσιογράφου και φίλου Βαγγέλη Κακατσάκη Τα χελιδόνια του μοναχού (Κοινωφελές Ίδρυμα "Αγία Σοφία" και Πυξίδα της πόλης,  2020). Είναι μια συλλογή με εικόνες και βιώματα του ίδιου του δημιουργού από τον γενέθλιο τόπο, με συναπαντήματα, με γιασεμιά και κρίνους, με γλάρους και σπουργίτια, με πετάγματα κορυδαλλών, με βαρσάμους και βασιλικούς, με το άρωμα του αροσμαρή, με μνήμες και αφιερώσεις, με τη σοφή αιωνόβια ελιά του κήπου του που "όπως χαίρεται μια μάνα για τα παιδιά της, έτσι χαίρεται και η ελιά για τους δεκατρείς βασιλικούς"...


Και ζευγολάτης και οδοιπόρος ο  Άγιος Βασίλης της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, γράφει ο δάσκαλος. Να τον υποδέχεται στο μαντρί του ο Γιάννης ο Ευλογημένος τον θέλει ο Φώτης Κόντογλου στο διήγημά του "Το Βλογημένο μαντρί". Είναι ένα τρυφερό διήγημα, γραμμένο σε όμορφη γλώσσα. Παραθέτω εδώ την αρχή και το τέλος του*: 

Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ μὲ καθαρὴ καρδιά. Μία χρονιὰ λοιπόν, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε. Ἤτανε σὰν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μὲ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μὲ χοντροπάπουτσα στὰ ποδάρια του καὶ μ᾿ ἕνα ταγάρι περασμένο στὸν ὦμο του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν παίρνανε γιὰ διακονιάρη καὶ δὲν τ᾿ ἀνοίγανε τὴν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατὶ ἔβλεπε τὴν ἀπονιὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ συλλογιζότανε τοὺς φτωχοὺς ποὺ διακονεύουνε, ἐπειδὴς ἔχουνε ἀνάγκη, μ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.

Ἀφοῦ βολόδειρε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, κι ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ χῶρες πολλὲς κι ἀπὸ χιλιάδες χωριὰ καὶ πολιτεῖες, ἔφταξε στὰ ἑλληνικὰ τὰ μέρη, πού ῾ναι φτωχὸς κόσμος. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χωριὰ πρόκρινε τὰ πιὸ φτωχά, καὶ τράβηξε κατὰ κεῖ, ἀνάμεσα στὰ ξερὰ βουνὰ ποὺ βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.

Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιᾶς βογκοῦσε, ἡ πλάση ἤτανε πολὺ ἄγρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν ἀκουγότανε, ἐξὸν ἀπὸ κανένα τσακάλι ποὺ γάβγιζε.

Ἀφοῦ περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπάγκιο ποὺ ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ῾να μικρὸ βουνό, κι εἶδε ἕνα μαντρὶ κολλημένο στὰ βράχια. Ἄνοιξε τὴν αὐλόπορτα ποὺ ἤτανε κανωμένη ἀπὸ ἄγρια ρουπάκια καὶ μπῆκε στὴ μάντρα. Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ πιάσανε καὶ γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νὰ τὸν σκίσουνε· μά, σὰν πήγανε κοντά του, σκύψανε τὰ κεφάλια τους καὶ σερνόντανε στὰ ποδάρια του, γλείφανε τὰ χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καὶ κουνούσανε παρακαλεστικὰ τὶς οὐρές τους.

Ὁ Ἅγιος σίμωσε στὸ καλύβι τοῦ τσομπάνου καὶ χτύπησε τὴν πόρτα μὲ τὸ ραβδί του καὶ φώναξε:

«Ἐλεῆστε με, χριστιανοί, γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστὸς μᾶς διακόνεψε σὰν ἦρθε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!».

Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μὲ μαῦρα γένια· καὶ δίχως νὰ δεῖ καλὰ καλὰ ποιὸς χτυποῦσε τὴν πόρτα, εἶπε στὸ γέροντα:

«Πέρασε μέσα στ᾿ ἀρχοντικό μας νὰ ζεσταθεῖς! Καλὴ μέρα καὶ καλὴ χρονιά!».

Αὐτὸς ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα ποὺ βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα.

Μέσα στὴν καλύβα ἔφεγγε μὲ λιγοστὸ φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σὰν εἶδε στὸ φῶς πὼς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνασπάστηκε καὶ τό ῾βαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε καὶ τὴ γυναίκα του, ὡς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, ποὺ κουνοῦσε τὸ μωρό τους μέσα στὴν κούνια. Κι ἐκείνη πῆγε ταπεινὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι τοῦ γέροντα, κι εἶπε:

«Κόπιασε, παπποῦ, νὰ ξεκουραστεῖς».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στὴν πόρτα καὶ βλόγησε τὸ καλύβι κι εἶπε:

«Βλογημένοι νά ῾σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο τὸ σπιτικό σας! Τὰ πρόβατά σας νὰ πληθαίνουν ὡς τοῦ Ἰὼβ μετὰ τὴν πληγὴν καὶ ὡς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζί σας!».

Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι καὶ ξελόχισε ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σὲ μία γωνιὰ τὸ ταγάρι του, ὕστερα ἔβγαλε τὸ μπαλωμένο τὸ ράσο του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του. Τὸν βάλανε κι ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιά, κι ἡ γυναίκα τοῦ ῾βαλε καὶ μία μαξιλάρα ν᾿ ἀκουμπήσει.

Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κι εἶδε γύρω του καὶ ξανάπε μέσα στὸ στόμα του:

«Βλογημένο νά ῾ναι τοῦτο τὸ καλύβι!».

Ὁ Γιάννης μπαινόβγαινε, γιὰ νὰ φέρει τό ῾να καὶ τ᾿ ἄλλο. Ἡ γυναίκα του μαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάριξε ξύλα στὴ φωτιά.

........................................................................................................................................................

Καθίσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπάρμπα - Μάρκος ὁ Βουβός, ποὺ τὸν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καὶ τὸν βοηθοῦσε.

Καί, σὰν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπιτα κι εἶπε:

«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».

Κι ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κι εἶπε: «τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τὸ δεύτερο κι εἶπε: «τῆς Παναγίας», κι ὕστερα ἔκοψε τὸ τρίτο καὶ δὲν εἶπε: «τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλὰ εἶπε: «τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου!».

Πετάγεται ὁ Γιάννης καὶ τοῦ λέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τὸν Ἅη-Βασίλη!».

Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

«Ἀλήθεια, τὸν ξέχασα!».

Κι ἔκοψε ἕνα κομμάτι κι εἶπε:

«Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου!».

Ὕστερα ἔκοψε πολλὰ κομμάτια, καὶ σὲ κάθε ἕνα ποὺ ἔκοβε ἔλεγε: «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ μωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Μάρκου τοῦ μογιλάλου», «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».

Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στὸν Ἅγιο:

«Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιοσύνη σου;».

Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

«Ἔκοψα, εὐλογημένε!».

Μὰ ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ καλότυχος!

Ἔστρωσε ἡ γυναίκα, γιὰ νὰ κοιμηθοῦνε. Σηκωθήκανε νὰ κάνουνε τὴν προσευχή τους. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τὶς ἀπαλάμες του κι εἶπε τὴν δική του τὴν εὐχή, ποὺ τὴ λέγει ὁ παπᾶς στὴ λειτουργία:

«Κύριος ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὔκ εἰμι ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἴνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου...».

Σὰν τελείωσε τὴν εὐχὴ κι ἑτοιμαζόντανε νὰ πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης :

«Ἐσύ, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, πές μας σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἅη-Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστεν ἁμαρτωλοὶ καὶ κακορίζικοι, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε!».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τὶς ἀπαλάμες του καὶ ξαναεῖπε τὴν εὐχὴ ἀλλιώτικα:

«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς, ἄξιός ἐστιν καὶ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καὶ τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».

Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.

 

 Πώς τον περιμένουμε κι εμείς απόψε! Θα τον αναγνωρίσουμε άραγε;

 ................................................................................................................ 

Σημειώσεις:

Η εικόνα με τον Άη Βασίλη είναι έργο του Έλληνα εικονογράφου Νικόλα Ανδρικόπουλου με τίτλο Santa reading to his Friends (Ο Άη Βασίλης διαβάζοντας στους φίλους του). Είναι χριστουγεννιάτικη κάρτα της Unicef μάλλον του 1997 (δυστυχώς ο αποστολέας δεν έχει χρονολογία, αλλά υποθέτω ότι είναι 1997 ή 1998) σε υποστήριξη του προγράμματος 2000 για μείωση της μόλυνσης από τον ιό της πολυομυελίτιδας που χτυπά πάνω από 100.000 παιδιά κάθε χρόνο (όπως σημειώνεται στο πίσω μέρος της κάρτας).

* Ολόκληρο το διήγημα μπορεί να το βρει κανείς και στο διαδίκτυο, εγώ το αντέγραψα από εδώ.  

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Ξεφυλλίζοντας ευχετήριες κάρτες από τη Βιβλιοθήκη της Σχολής Καλών Τεχνών

Θανάσης Εξαρχόπουλος, "Decoration II", 2000, σχεδίαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή

Οι ευχετήριες κάρτες από χαρτί όλο και λιγοστεύουν. Τούτες τις γιορτινές μέρες σκέφτηκα ν' αφιερώσω λίγες γραμμές στις ευχετήριες κάρτες που έστελνε η Νίκη Ζαχιώτη, αγαπημένη φίλη, διευθύντρια και στυλοβάτισσα της Βιβλιοθήκης ΑΣΚΤ για πολλά χρόνια. Γράφω στον τίτλο "ξεφυλλίζοντας" γιατί οι κάρτες αυτές ήταν μικρά καλαίσθητα βιβλιαράκια, αφιερώματα κάθε χρονιά σ' ένα ξεχωριστό θέμα. Στο εξώφυλλο υπήρχε η εικόνα από ένα καλλιτεχνικό έργο ή μια φωτογραφία, που επέλεγε πολύ επισταμένα από πινακοθήκες και μουσεία. Το βιβλιαράκι περιείχε άλλοτε ένα δικό της αφιερωματικό κείμενο ή, συχνότερα, ένα ταιριαστό για την εποχή λογοτεχνικό κείμενο, διήγημα, ποιήματα ή άλλο.

Παρακάτω θα γράψω λίγα για το περιεχόμενο από τις κάρτες που βρήκα στο προσωπικό αρχείο μου.

Στην κάρτα του 2007 με το έργο του χαράκτη Θανάση Εξαρχόπουλου (1927- , Ηλείος, όπως και η Νίκη, πόσους και πόσους σπουδαίους λογοτέχνες και καλλιτέχνες έχει βγάλει αυτός ο τόπος!), υπάρχουν δυο κείμενα δικά του με τίτλους "χαρταετοί" και "το μεγάλο σύννεφο".

Ήταν ένας περαστικός, που κάθε άνοιξη τριγύριζε στα μέρη μας και πουλούσε χαρταετούς. Καμάρωνε πως οι δικοί του χαρταετοί είχανε σωστά ζύγια, καλά υπολογισμένες ουρές, έτσι που θα 'τανε  εύκολο στον καθένα, ακόμη και με σιγανό αεράκι, να σηκώσει ψηλά το χαρταετό που θ' αγόραζε [...]

Γιάννης Μόραλης: Ζευγάρι, ορείχαλκος, 22Χ16 εκ. Μικρό ανάγλυφο, ορείχαλκος, διάμετρος 6 εκ.

Τη χρονιά με το έργο του Μόραλη, η κάρτα περιείχε το παραμύθι Η Ανθούσα, η Ξανθομαλλούσα, η Χρυσομαλλούσα από την έκδοση "Ελληνικά παραμύθια / Εκλογή Γ.Α.Μέγα, Αθήνα, Εστία, 1956". 

Έναν καιρό κ' ένα ζαμάνι ήτανε μια γριά. Η κακότυχη εφτά χρόνια πεθυμούσε τη φακή και δε μπορούσε να το πετύχει. Όταν εύρισκε τη φακή, δεν είχε κρομμύδι, όταν εύρισκε κρομμύδι, δεν είχε λάδι, όταν εύρισκε το λάδι, δεν είχε νερό. Για τούτο κακιωνόταν κ' έλεγε:

- Αχ και δα πια! βουλήθ΄κε ο φτωχός να παντρευτή, χαθήκαν τα νταβούλια. [...]

(Τυχαίνει να το έχω, αξίζει ν' αναφερθεί και η εικονογράφηση των Φώτη Κόντογλου και Ράλλη Κοψίδη).

Λεπτομέρεια από ελληνικό λαϊκό κέντημα

Ως συμβολή της Βιβλιοθήκης στον εορτασμό των 150 χρόνων από τη γέννηση του Παπαδιαμάντη (1851-1911) εκδόθηκε η κάρτα με το λαϊκό κέντημα, η οποία περιείχε το τρυφερό διήγημα του άγιου των ελληνικών γραμμάτων "Ο έρωτας στα χιόνια".

 Καρδιά του χειμώνος, Χριστούγεννα, Άις-Βασίλης, Φώτα.

Και αυτός εσηκώνετο το πρωί έρριπτεν εις τους ώμους την παλαιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιαν αγοράν, μουρμουρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:

-Σεβτάς είν' αυτός, δεν είναι τσορβάς... έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας. 

[...]

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ' εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου. 
 
Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:
 
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
δεν είπες μια φορά κι εσύ. Γιαννιόμου έλα μέσα.
 
[...]

Alexandrie. Le Mahmal (Tapis Sacré)

Τον Δεκέμβριο του 2003, με αφορμή τα 140 χρόνια από τη γέννηση και τα 70 από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Καβάφη (1863-1933), η Νίκη μας έστειλε μια μικρή ανθολογία ποιημάτων του μεγάλου ποιητή. Ανθολόγος η Κική Δημουλά (1931-2020). Γράφει στην εισαγωγή:

Η ζεστή και άμεση ανταπόκρισή της [της Κικής Δημουλά] είναι τιμή για τη Βιβλιοθήκη και τους αναγνώστες της και την ευχαριστούμε θερμά.

Ευχαριστούμε επίσης το ΕΛΙΑ για τις φωτογραφίες εποχής που μας διέθεσε γενναιόδωρα το φωτογραφικό του αρχείο.

Ένα στολίδι ξεχωριστό.

Γ. Ιακωβίδης, "Παιδική Συναυλία", 1854, συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης

Η ευχετήρια κάρτα του 2004, με το έργο του Ιακωβίδη στο εξώφυλλο, περιέχει το κείμενο του Εμμανουήλ Ροΐδη "Η εν Ελλάδι ζωγραφική (περιήγησις εις την έκθεσιν)". Αναφέρεται στην έκθεση ζωγραφικής που οργανώθηκε στο Ζάππειο την άνοιξη του 1896 στο πλαίσιο της πρώτης Ολυμπιάδας και για την οποία ο Ροΐδης δημοσίευσε το κείμενο αυτό στην Ακρόπολη την 1η Ιουνίου του ίδιου χρόνου. Όπως αναφέρει και η Νίκη στην εισαγωγή "στο κείμενο αποτυπώνεται η ευρυμάθεια, η αισθητική κατάρτιση και το χαρακτηριστικό ύφος του συγγραφέα". Ας δούμε τι γράφει πριν ξεκινήσει την κριτική περιήγησή του στην έκθεση:

Όσους συναντώμεν αναβαίνοντας την κλίμακα του Ζαππείου παρεκινούμεν να σταθώσιν εις την τελευταίαν αυτής βαθμίδα και στρεφόμενοι προς νότον να θαυμάσωσι την προ αυτών απλουμενην εικόνα, τους λόφους, τους βράχους, τον Υμηττόν, την θάλασσαν, τον ορίζοντα και τα μνημεία.

Δεν είμεθα, ως πλείστοι άλλοι, ενθουσιώδεις εξ επαγγέλματος υπερτιμηταί των όσα φωτίζει ο ήλιος της Αττικής, ουδέ διστάζομεν να ομολογήσωμεν ότι ούτε κατά την μεγαλοπρέέιαν, ούτε κατά την φαιδρότητα εξισούνται προς την εκ του ατμοπλοίου άποψιν της Κωνσταντινουπόλεως, τον κόλπον της Παρθενόπης, την κοιλάδα των Τεμπών, ή και απόψεις τινάς της Κερκύρας.

Το εξαιρετικόν πλεονέκτημα και ιδιάζον γνώρισμα του αθηναϊκού οράματος είναι, ότι μόνον τούτο προξενεί εις τον θεατήν την εντύπωσιν, ουχί κατορθώματος της φύσεως, αλλά πολύ μάλλον εικόνος εξόχου κλασσικού ζωγράφου. Τα πάντα φαίνονται επίτηδες διατεθειμένα, ώστε να δύναται ο ακινητών οφθαλμός ακόπως να τα συμπεριλάβη. [...]

Η ευχετήρια κάρτα του 2010 είναι αφιερωμένη στην τελευταία μεταστέγαση της Βιβλιοθήκης στο νέο κτίριο της Πειραιώς 256 (πρώην Ελληνικά Υφαντήρια). Στο κείμενό της, η Νίκη Ζαχιώτη κάνει ιδιαίτερη αναφορά στις αρχαιότητες που αποκαλύφτηκαν κατά τις εκσκαφές θεμελίωσης και στη μέριμνα για την προστασία και την ανάδειξή τους:

[...] Κατάλοιπα ανθρώπινης δραστηριότητας, τέχνεργα που καλύπτουν μια μακρά περίοδο, από την ύστερη γεωμετρική και πρώιμη αρχαϊκή περίοδο (αγγεία, επιτύμβιος κιονίσκος) μέχρι και τους μεσοβυζαντινούς και υστεροβυζαντινούς χρόνους (κεραμική, νομίσματα, ληνός, λιθόστρωτος δρόμος), ήρθαν στο φως για να μας υπενθυμίσουν τη μακραίωνη και πολυσήμαντη ιστορία του τόπου που επιλέχτηκε να φιλοξενήσει ένα ίδρυμα αφιερωμένο στη μελέτη της ανθρώπινης δημιουργίας.

Με την αισιοδοξία που μας γεμίζει η ανέγερση του νέου κτιρίου της βιβλιοθήκης, σας απευθύνουμε τις θερμότερες ευχές μας για το 2011 και σας καλούμε όλους να σταθείτε πλάι μας ως αρωγοί και ένθερμοι υποστηρικτές για την ολοκλήρωση αυτού του έργου.

Ήταν πραγματικά μια αξιόλογη, πρωτότυπη και αξιέπαινη πρωτοβουλία της Βιβλιοθήκης Καλών Τεχνών και της Νίκης Ζαχιώτη ιδιαίτερα. Και μη μου πείτε ότι έχουν την ίδια αξία οι ηλεκτρονικές κάρτες που ανταλλάσσουμε πια με τόση ευκολία, με καμία πρωτοτυπία και με πολλή βαρεστημάρα. Άλλο ένα είδος προς κατανάλωση, φοβάμαι.

Νάσαι καλά Νίκη!

Καλές γιορτές!

 ΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄

Σημειώσεις

*  Τα παραπάνω κείμενα διατηρούν την ορθογραφία των πρωτοτύπων κειμένων όπως έχουν εκδοθεί στις ευχετήριες κάρτες, αλλά έχουν πληκτρολογηθεί από εμένα στο μονοτονικό.

** Η χρηματοδότηση για την έκδοση των καρτών, όπως καταγράφεται σ' αυτές, προερχόταν από ευρωπαϊκά και εθνικά κονδύλια για την ενίσχυση της Παιδείας στο πλαίσιο των προγραμμάτων ΚΠΣ και ΕΠΕΑΕΚ (ήταν οι εποχές που πραγματικά διατέθηκαν πολλά χρήματα για τις βιβλιοθήκες και σε μεγάλο βαθμό αξιοποιήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο).

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Τι γυρεύει η Αφεντούλα στο Φέισμπουκ; H Μάρω Δούκα ανοίγει την Πύλη εισόδου στην "κανονικότητα" του Ίντερνετ

 
Θα κατεβώ στον Ευαγγελισμό, και από εκεί, αν εσύ δεν μ' αγαπήσεις, αν εγώ δεν σ' αγαπήσω, εν δύο, εν δυο, πλάκα παρά πλάκα, στον διάδρομο του Σάμιουελ Μπέκετ, κατευθείαν στο παλάτι μου, με το λάπτοπ να με περιμένει σε νάρκη στο τετράγωνο τραπέζι. Θα χωθώ πάλι από την πύλη εισόδου μου στη δική μου αβάδιστη λεωφόρο.

Η Πύλη εισόδου είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο της Μάρως Δούκα (Πατάκης, 2019). Ένα μυθιστόρημα σε μονοπρόσωπη, ημερολογιακή γραφή, καλύτερα σε ημερολογιακή γραφή με τη μορφή αναρτήσεων στο Φέισμπουκ (Facebook). Ιδιαίτερη, πρωτότυπη, ξεχωριστή γραφή, όμορφος μεστός αγαπητικός λόγος, ιστορία μέσα στην ιστορία της ιστορίας, ιστορίες σε στρώματα και ήρωες μέσα από καθρέφτες, φανταστικά πρόσωπα και πραγματικά, αναρωτιέσαι ποιο είναι το πραγματικό και ποιο το επινοημένο.
 
Η 69χρονη πρωταγωνίστρια, η Αφεντούλα, είναι μια ας πούμε καθημερινή γυναίκα, που δεν είναι αγωνίστρια, δεν είναι συνδικαλίστρια, ούτε φεμινίστρια, ούτε σπουδαία επιστημόνισσα, είναι μια μητέρα και μια σύζυγος, που νοιάζεται την κάθε κόρη της χωριστά, που έχει τις αδυναμίες της, τις φίλες της, τα πάνω και τα κάτω στις διαθέσεις της, τα θέλω και τα δε θέλω της.
 
Και μέσα από την "παράξενη" ιστορία της Αφεντούλας που αφηγείται η Αίθρα με μακροσκελείς αναρτήσεις και αναδημοσιεύει πότε η Σεβαστή και πότε η Λουίζα και τις προσωπικές σημειώσεις από την Καίτη Καλή, ξεδιπλώνεται ο σύγχρονος κόσμος της ας πούμε κανονικότητας, πραγματικός και ιδεατός, δύο σ' ένα, ή μάλλον ένα σε δύο:
 
Είμαι και η Αφεντούλα Κάπα που δέχομαι τα λάικ μου, είμαι και η Καίτη Καλή (Μόνο εγώ) στο ωραίο μου κενό. Να γράφω ό,τι θέλω και όπως θέλω για μένα και από μένα. Ερμητικά κλειστή, αδιάτρητη. Και τώρα (μη χάσω εντελώς και τον λογαριασμό) αυτούς τους συμπαθείς οχτώ, που έκαναν λάικ στην πρώτη δημόσια ανάρτηση της Αφεντούλας μου, οφείλω να τους έχω περί πολλού, αφού την τίμησαν, θα πρέπει και αυτή να τους επισκέπτεται τακτικά, να τους τιμάει. Και τέλος πάντων, ας έχω και τις μαύρες μου, πώς να το πω; πανηγύρι στο μεϊντάνι!
  
Σκέψεις, αγωνίες, αγάπες και αδυναμίες καθημερινών ανθρώπων, και όλα αυτά στο διαδικτυακό περιβάλλον του Φέισμπουκ, στο οποίο η συγγραφέας όχι μόνο μας υποδέχεται με την άνεση της φιλόξενης οικοδέσποινας, αλλά και μας (προ)καλεί να αναγνωρίσουμε την Καίτη, την Αίθρα, την Αφεντούλα και τις άλλες γυναικείες περσόνες που διαπερνούν τον φυσικό και εικονικό χώρο της αφήγησης. Εξαιρετικό στην πρωτοτυπία της δομής, στην απλότητα της αφήγησης και στον πλούτο των λέξεων, των συναισθημάτων και των εικόνων.

Και είδα μεμιάς τη ζωή μου όλη σε μικρές δημοσιεύσεις στο φέισμπουκ. Αυτή που ήμουν κι αυτή που έγινα και αυτή που θα γινόμουν, αν δεν γινόμουν αυτή που έγινα, αλυσιδωτές υποθέσεις του πιθανού που έρχεται παραζαλισμένο να σκοντάψει στο απραγματοποίητο.
 
Κι ύστερα, η γλώσσα της Μάρως Δούκα, η στρωτή, η όμορφη πλούσια γλυκειά γλώσσα, περιγραφική, αγαπητική, παρατηρητική, με τις λεπτομέρειες στις περιγραφές (όπως εκείνο το μπαλάκι από τρίχες στο μετρό), με τα υποκοριστικά της, με τις πολλές αναφορές σε ήρωες άλλων βιβλίων από το πολύ πλούσιο αναγνωστικό ρεπερτόριό της.

Παρακολουθείς περιγραφές σημείων της Αθήνας που θες να περπατήσεις κι εσύ, που δίνουν τη γεωγραφία και την ιστορία της πόλης που υπάρχει και αυτής που έσβησε ο χρόνος. (Ξαναθυμάμαι εκείνες τις όμορφες περιγραφές για τα Χανιά στο "Αθώοι και φταίχτες", μια εξαιρετική περιδιάβαση στη γεωγραφία και την ιστορία της πόλης). Και να η λαϊκή της Τρίτης στο Παγκράτι Λαέρτου-Λάσκου-Τιμοθέου, και να οι βόλτες "απ' την Πειραιώς μέσα απ΄τα στενά του Ψυρρή στο Μοναστηράκι" και στην Πλάκα και το Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα, και να η παλιά και η νέα Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, και ο Άγιος Παντελεήμονας της Αχαρνών και πάλι πίσω στου Ψυρρή και στην παλιά γειτονιά της ηρωίδας μας, δεν υπάρχει πια το παλιό τυπογραφείο του Παγώνα, ούτε οι βιοτεχνίες και τα μαγαζιά, η φθορά παίρνει τη θέση της στη μνήμη της πόλης.

Ο πολιτικός λόγος, ευθύς ή υπαινικτικός, η θαρραλέα άποψη και η πικρή ειρωνεία για το τάχα μου και  το δήθεν,  παρόντα κι εδώ όπως σε όλα τα έργα της και σε όλη την παρουσία της. Κι αυτό το μυθιστόρημα, πιότερο από τα προηγούμενα, το είδα σαν τη συνέχεια, την εξέλιξη ή την κατάληξη της Αρχαίας σκουριάς. Μονολογεί η Αίθρα - Αφεντούλα:
 
[...] πώς θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις εσύ τους   Έλληνες που είχαν φιλίες με τους Γερμανούς εκείνα τα χρόνια; Οξυδερκείς ρεαλιστές που ήθελαν να σώσουν την Ελλάδα απ' τους Κόκκινους; Όχι υπεραπλουστεύσεις, Αφεντούλα, μ' είχες αποπάρει. Θεός δεν είσαι, κάνε όμως σαν Θεός κι εσύ τα στραβά μάτια, εντός εκτός και επί τα αυτά και τα ρέστα παγωτά. Έτσι ακριβώς μ' είχες ειρωνευτεί: Και τα ρέστα παγωτά! Αμέ τι θαρρείς; Ώσπου να ξημερώσει η μέρα της ελευθερίας, κι εσύ, αν ζούσες τότε, θα έκανες σα να μη βλέπεις, να μην ακούς, να μην καταλαβαίνεις. [...]
 
Όσο για τη θέση της γυναίκας, μια θλίψη κυριεύει την Αφεντούλα:
 
Τι κέρδισε, τι κατάφερε, σε τι βελτίωσε τη ζωή της η γυναίκα, πόσο ανυψώθηκε η ίδια; Καλή μάνα, καλή σύζυγος, εργαζομένη, απελευθερωμένη, άλλο όμως τι νομίζει η ίδια, άλλο τι νομίζουν οι άλλοι γι' αυτήν. [...] Όπως και η προγιαγιά μου, όπως και η γιαγιά μου, όπως και η μάνα μου; [...] τι καταφέραμε, φιλενάδα, έλεγε, πόσο είμαστε σε θέση να την υποστηρίξουμε τη χειραφέτησή μας χωρίς να κινδυνεύουμε να την ξεφτιλίσουμε;
 
Θα συμφωνήσω με τη συγγραφέα Ελένη Γιαννακάκη που έγραψε ότι η Πύλη Εισόδου είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για την πολιτική του πολιτισμού και που ταυτόχρονα αποτελεί "α) μια παρωδία του αληθοφανούς ψυχολογικού δράματος, β) μια καυστική κριτική της σύγχρονης κουλτούρας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και 3) μια μετα-αφήγηση της ίδιας της συγγραφικής διαδικασίας" (Εποχή, 15 Δεκεμβρίου 2019). 
 
Μονολογεί και ομολογεί η Αφεντούλα:
 
Χαζεύω έπειτα για λίγο κι εγώ  στο φέισμπουκ, περαστική και λαθραία, ρίχνω τις ματιές μου στο εξώφυλλο διαφόρων επωνύμων, βλέπω και τις δημόσιες αναρτήσεις τους. Κοίτα πώς πορεύονται, πώς ζουν όλοι τούτοι οι σπουδαίοι, με τι απασχολούνται, πόσο έρημοι είναι κι αυτοί, πόσο αξιολύπητοι, πόσο νάρκισσοι.
 
Η Πύλη εισόδου γίνεται πύλη (ανα)στοχασμού και αυτογνωσίας. Δεν παύει όμως να είναι κι ένα ευχάριστο, ήρεμα καθηλωτικό μυθιστόρημα για τις ζωές μας, για ό,τι καθορίζει το παρόν μας. Η συγγραφέας, με πρωτότυπο τρόπο μας ξεναγεί και στο εργαστήριό της, επινοώντας τον "χρήστη Λακάν Λακάν" (όχι τυχαία προφανώς) να ανοίγει και να κλείνει την Πύλη εισόδου και βάζοντάς τον να προβληματίζεται πώς θα είναι η ηρωίδα:

[...] Να τη φανταστεί αξιοζήλευτα δυστυχισμένη; Να είναι βαμπ, να είναι φαμ φατάλ, να είναι Κίρκη; Του δήθεν και του τάχα και του ίσως πρωθιέρεια; Ή να τη φανταστεί εμπριμέ τετράγωνη; Να ξέρει πώς να πιάνει το μαχαίρι στην κουζίνα. [...]

[...] Να τη φανταστεί αξιοθρήνητα ευτυχισμένη; Να είναι φιλική, να είναι ομιλητική, να είναι το υπόδειγμα; Του όπως και να 'χει, του έτσι κι αλλιώς, του οπωσδήποτε το χαρωπό δουλικό; [...]
 
Και τώρα, που η πανδημία κλείνει χρόνο κι όπου το κλείσιμο στους εαυτούς μας και στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μας κοντεύει κι αυτό να χρονίσει και η φυσική αποστασιοποίηση γίνεται συνώνυμο της κοινωνικής και που το Ίντερνετ γίνεται το χρήσιμο, αλλά και υποχρεωτικό, εργαλείο-παράθυρο στον κόσμο (στον υπόλοιπο, κλειστό κι αυτόν, κόσμο), το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα γίνεται πιο επίκαιρο παρά ποτέ. Ήταν λες ο προάγγελος μιας τέτοιας "κανονικότητας", υποχρεωτικής τώρα, που ελπίζουμε πως δεν ήρθε για να μείνει. Πόσο θ' άξιζε να περάσει τα σύνορα του δικού μας γεωγραφικού (και πολιτισμικού) μικρόκοσμου!
 
Κι ένα υστερόγραφο:
 
Επιτέλους, στην εκπνοή του δύσκολου τούτου χρόνου αποφάσισα να γράψω για το βιβλίο που έχω πάνω στο γραφείο μου από τον Οκτώβριο του 2019 όταν το διάβασα. Ήταν ένα στοίχημα αν θα "ενδώσω" στον πειρασμό ν' ανοίξω λογαριασμό στο Facebook (ή Φέισμπουκ, δεν συμφωνώ με τις ελληνικές αποδόσεις προσωποβιβλίο, βιβλίο προσώπων, φατσοβιβλίο κτλ.). Tελικά σκέφτηκα ότι δεν αξίζει αυτό το καπρίτσιο για ένα βιβλίο που μου άρεσε πολύ και που η ανάγνωσή του όχι μόνο δεν επηρεάστηκε από τις ας πούμε κάποιες δυσκολίες μου να κατανοήσω τις "φεϊσμπουκικές" λειτουργίες αλλά και έδειξε ότι είναι ένα εξαιρετικά ευχάριστο, ενδιαφέρον και πρωτότυπο ως προς τη γραφή ανάγνωσμα, ένα σύγχρονο μυθιστόρημα. Και όπως έγραψα παραπάνω, είναι πιο επίκαιρο παρά ποτέ. Όσο για το ίδιο το Facebook, ας αφήσω τις σκέψεις μου ίσως για κάποια άλλη φορά...

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Το δέντρο των Χριστουγέννων

 


 μικρό δεντράκι

σιωπηλό χριστουγεννιάτικο μικρό δεντράκι

είσαι τόσο μικρό

μοιάζεις περισσότερο με λουλούδι

ποιος σε βρήκε στο πράσινο δάσος

........................................................

Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο του E.E. Cummings (Νεφέλη 2011, σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού) έχει αναφερθεί ως το ωραιότερο ποίημα για τα Χριστούγεννα. Σίγουρα, πάντως, είναι ένα όμορφο τρυφερό κείμενο.
 

δες τις πούλιες

που όλο τον χρόνο κοιμούνται

σ' ένα σκοτεινό κουτί

..........................................

 Η εικονογράφηση του Paolo Ghezzi το κάνει ακόμη πιο όμορφο. Ένα όμορφο βιβλίο για παιδιά. 

Ο τίτλος του ποιήματος στο πρωτότυπο είναι little tree:

little tree
little silent Christmas tree
you are so little
you are more like a flower

who found you in the green forest
and were you very sorry to come away?
see          i will comfort you
because you smell so sweetly

i will kiss your cool bark
and hug you safe and tight
just as your mother would,
only don't be afraid

look          the spangles
that sleep all the year in a dark box
dreaming of being taken out and allowed to shine,
the balls the chains red and gold the fluffy threads,

put up your little arms
and i'll give them all to you to hold
every finger shall have its ring
and there won't be a single place dark or unhappy

then when you're quite dressed
you'll stand in the window for everyone to see
and how they'll stare!
oh but you'll be very proud

and my little sister and i will take hands
and looking up at our beautiful tree
we'll dance and sing
"Noel Noel"

 

The Christmas tree (Albert Chevallier Tayler)

 
Το φετινό δικό μας δεντράκι


Και το δεντράκι που μου 'στειλε ο εγγονός μου

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Χριστουγεννιάτικο τσάι της αλληλεγγύης

[…] Απόψε, παραμονή Χριστουγέννων, η μονοτονία της "υποδοχής" των ξένων έσπασε. "Γεννάει, μωρέ", φώναξε δυνατά η κυρά-Χαϊδεμένη ή Χάιδω ή Χαδούλα, όπως την έλεγε ο γιατρός. Κάτι τα μάτια της, κάτι που ήταν η μάνα της Μικέλας, κάτι οι δικές του ενοχές για πράγματα παλιά, της οικογένειάς του, κάτι τα χέρια της, αεικίνητα, σβέλτα κι ας ήταν γερασμένα. "Γεννάει η δόλια, δεν μ' ακούτε;" Η μελαψή όμορφη γυναίκα, κρυμμένη στη μαντίλα της, γύρω στα είκοσι, στη γωνιά της τάξης. [...] Και πάνω στη συνθετική κουβέρτα είχε ανοίξει η ξένη τα πόδια της και βογκούσε. Πλησίαζε δώδεκα όταν της πήραν το μικρό αγόρι από την κοιλιά. Η κυρά Χαδούλα, η Μικέλα του φαρμακοποιού κι ο αγροτικός γιατρός, με μεθοδικές ήρεμες κινήσεις, συντονισμένες στην εντέλεια, λες και βρίσκονταν στο πιο τακτοποιημένο χειρουργείο, ξεγέννησαν την ξένη, καθάρισαν τον μικρούλη από τα υγρά της ζωής και του θανάτου, ένα βήμα απόσταση όλα.

 

Το απόσπασμα είναι από το μικρό βιβλιαράκι με τίτλο "Χριστουγεννιάτικο τσάι της αλληλεγγύης (Te natalizio - di solidarietà = Te navideno solidario)" της Νίκης Τρουλλινού. Κυκλοφόρησε το 2018 εκτός εμπορίου και περιέχει το κείμενο στα ελληνικά, στα ιταλικά (μεταφρασμένο από τη Λήδα Παναγιώτου), στα ισπανικά (από τον Ευρυβιάδη Σοφό και επιμέλεια από Eusebi Ayensa Prat) και στα αραβικά (από τον Hassan Hesham).

 

Σηκώθηκε, παραμονή Χριστουγέννων, βαρύθυμος και μελαγχολικός. Δεν του άρεσαν ποτέ οι Άγιες Ημέρες. Ίσως κάποτε. Τότε που ήταν μικρός με την οικογένεια όλη εν ζωή ακόμη, να περιμένει πώς και πώς τη μέρα που τέλειωνε το σχολείο. Κι ύστερα η αδημονία για τα κάλαντα.  Πόσοι θα πάνε μαζί  και ποιοι, το τρίγωνο ποιος θα το κρατεί,  αφού ένα μόνο τρίγωνο είχαν στην παρέα, τι εισπράξεις θα κάνουνε, αν η μάνα θα θέλει να κρατήσει τίποτα δεκάρες για τον γαλατά, αν θα τους αφήσουνε να βγούνε μετά βόλτα στα μαγαζάκια της πόλης. Εκείνη την μπάλα την είχε βάλει στο μάτι από καιρό. [...]


 […]Ο γιατρός, Ρόδη τον λένε, έβαλε τον βραστήρα να φτιάξει τσάι από ένα πανέμορφο κουτί… «Christmas tea» γράφει πάνω στο μέταλλο, με στολίδια κόκκινα και φύλλα ελάτου, πράσινο τσάι με κομμάτια ξεραμένων φρούτων, μοσχομύρισε σπίτι και ιατρείο. Γεμίζει δυο φλιτζάνια, μια γ’ αυτόν και μια για τη λεχώνα, και προχωρεί στο διάδρομο. “Τσάι της αλληλεγγύης θα το λέμε τώρα πια” ψιθύρισε[…]».

Καλά Χριστούγεννα!

Και του χρόνου καλύτερα!

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Χειμερινό ηλιοστάσιο: μια παγανιστική δοξασία από τον Χρυσόστομο Τσαπραϊλη

 

Στο χειμερινό ηλιοστάσιο του 1913, πέντε παιδιά με ξεσκισμένα φουστανάκια χώθηκαν στους θάμνους από νωρίς, πριν νυχτώσει, και χλεύαζαν τον Ήλιο και του πέταγαν ποδαράκια από πουλιά και κόκαλα σπασμένα και άλλα, πιο μιαρά πράγματα που είχαν μαζέψει χορεύοντας γύρω από τα πηγάδια και τα καμένα σπαρτά. Κι ο Ήλιος τα είδε, και λίγο πριν ξεψυχήσει, τα κοίταξε με το βαθύ μίσος των καταδικασμένων. Τα παιδιά απέκτησαν κάτω απ' τη γλώσσα τους μία μικρή πληγή, από την οποία θα στράγγιζε κι από λίγο κάθε πρωί μιλιά τους, και τα πόδια τους θα ήταν κουτσά όσο τα έβλεπε η μέρα. Έπεσε ο Ήλιος όμως και τα παιδιά δεν κατάλαβαν τι τα καρτερούσε, γιατί τη νύχτα δεν τα έπιανε η κατάρα. Ούτε αντιλήφθηκαν τις ογκώδεις καμπούρες που ανάβλυσαν από το έδαφος λίγο παραπέρα κι άρχισαν να σέρνονται τραβώντας προς τον Βορρά. Η προσοχή τους ήταν ολάκερη στραμμένη στο δέντρο.

Κάθισαν να ακούσουν τα κοράκια να δοξάζουν τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου. Κι έτσι έκαναν τα πτηνά, παίνεψαν τις χάρες του νυχτερινού στερεώματος, που πάντα προσφέρει πολύτιμη προστασία στα δόλια έργα των ανθρώπων.

Κάθισαν να δουν τα κοράκια να προσκυνάνε τις πομπές των σερνάμενων μαζών που πέρναγαν από δίπλα. Και πράγματι τα πουλιά προσκύνησαν τους βαθύσκιωτους όγκους που η κίνησή τους ήταν χειρότερη από τους σπασμούς των κρεμασμένων, κι άφηναν ίχνος παγωμένο πάνω στο χώμα και σημάδι φλεγόμενο μέσα στις ψυχές.

Κάθισαν φοβισμένα και μάζεψαν κουράγιο για να αποκαλυφθούν και να συζητήσουν με τα κοράκια για την επόμενη χρονιά. Αυτά όμως δεν έβγαλαν από το ράμφος τους μιλιά για τα μελλούμενα γιατί είχαν δει πώς φέρθηκαν τα αγόρια στον Ήλιο.

Έτσι, δίχως να αφήσουν τα παιδιά να ρίξουν την πατροπαράδοτη ματιά στον επόμενο χρόνο, τα πουλιά πέταξαν μακριά, προς την κορυφή της οροσειράς, ενώ ένας κεραυνός έπεσε και έσκισε στα δυο το δέντρο.

Τα παιδιά γύρισαν στα σπίτια τους από τις πίσω στράτες και ξάπλωσα να κοιμηθούν με την ενοχή και την αγωνία να τρυπάει τα κεφάλια τους. Ούτε που τόλμησαν να πουν στους γονείς τους τίποτα - άφησαν για το πρωί την ομολογία. Όταν όμως ξύπνησαν με τον νεογέννητο Ήλιο πάνω απ' τα κεφάλια τους, η πληγή κάτω απ' τη γλώσσα δεν τα άφηνε να αρθρώσουν λέξη. Το βάδισμά τους ήταν σαν του κουτσού, και μόνο με μπαστούνι κατέβαιναν στο ρέμα. Έφυγαν απ' το χωριό και κρύφτηκαν σε αλεπουδότρυπες και ποτέ ξανά δεν χόρεψαν στο φως του Ήλιου. Σαν έρθει το σούρουπο, μπορεί να τα δει κανείς πλάι σε βάραθρα και πηγάδια και σπηλιές, να φοράνε τα σκισμένα φουστανάκια τους και να χορεύουν μανιασμένα υπό τον ήχο των ψιθύρων του Κάτω Κόσμου. Έτσι ευλογούν κάθε χρόνο τον ερχομό του χειμερινού ηλιοστασίου και το θάνατο του Ήλιου..

Απόψε θα έχουμε τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου κι ο Ήλιος βρέθηκε ήδη στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Η λαϊκή φαντασία έχει αφηγηθεί ιστορίες και ιστορίες για τη μέρα τούτη, τα παγανά ξεκινούν το ταξίδι τους για τη γη μέχρι των Φώτων κι εμείς αναζητούμε το παραμύθι για να μας βγάλει από τον φόβο του παρόντος.

Μια τέτοια ιστορία μας αφηγείται ο Χρυσόστομος Τσαπραϊλης στις Παγανιστικές δοξασίες της Θεσσαλικής επαρχίας (Αντίποδες, 2017). Θεσσαλός ο ίδιος, Λαρισαίος που ζει στην Καρδίτσα, έδωσε στο βιβλίο αυτό "τρομακτικές", "φοβιστικές", μακρινές ιστορίες σαν αυτές που αφηγούνται οι γέροι στα χωριά στα καφενεία ή τα βράδια γύρω απ' το μαγκάλι. Αξίζει πραγματικά το βιβλίο τούτο. Είμαι σίγουρη ότι και το νέο του, που φέτος κυκλοφόρησε πάλι από τους Αντίποδες, το Γυναίκες που επιστρέφουν θα είναι το ίδιο ενδιαφέρον.

Παρένθεση:

Ας μου επιτραπεί ένα ξεστράτημα του νου. Πέρσι τέτοια μέρα, ο Περικλής Κοροβέσης έγραφε στην Εφημερίδα των Συντακτών άρθρο με τίτλο "Παγανιστικά Χριστούγεννα ή επιστροφή στις ρίζες;". Άρχιζε έτσι:

Στη φυλακή, για να περάσουν οι ατέλειωτες ώρες, ακούγαμε και λέγαμε ιστορίες από τις ζωές μας. Είχαμε έναν παπά μαζί μας που δεν ξέραμε γιατί τον είχαν φέρει. Και ήρθε η σειρά του να μιλήσει για κάποιον κρατούμενο από τα παλιά. Μας άρεσαν αυτές οι ιστορίες.

Αθώος ή ένοχος, δεν έχει καμιά σημασία. Ο νόμος μετράει. Και πρέπει να δουλεύει, έστω και αν αδικεί. Ο νόμος λειτουργεί πάντα για τους άλλους που πρέπει να συμμορφωθούν. Δικός σας, είπε στους φρουρούς. Και το γλέντι άρχισε. Κνούτοι με σιδερένιες μπάλες και λεπίδες όργωναν το ισχνό κορμί.

[..] Το όνομά του, ρωτήσαμε. Και ο παπάς είπε: Ιησούς, Ιησούς Ναζωραίος.

Έκανε τότε, λέει, μια ανίερη σκέψη: Είναι αυτά τα Χριστούγεννα μια παγανιστική γιορτή της κατανάλωσης, κάτι σαν «Βlack Friday», που θα μπορούσαμε να το λέγαμε «Ηappy white days»; Μήπως δεν έχουν καμία σχέση με τον χριστιανισμό; 

 Κι αφού περιηγήθηκε στις ιστορίες, αληθινές και μύθους, για τα Χριστούγεννα, κατέληγε:

Μπερδεμένα πράγματα. Μήπως ο χριστιανισμός είναι κάτι πιο απλό; Ας ακούσουμε τον φανταστικό παπά της φυλακής: «Χριστέ μου, το παράδειγμά σου ακολούθησαν κι άλλοι. Ανέβηκαν τον δικό τους σταυρό σε σκοτεινά μπουντρούμια, με αλυσίδες σε χέρια και πόδια, με βγαλμένα τα νύχια και τα δόντια, κρεμασμένοι ανάποδα από το ταβάνι, μέχρι να ξεψυχήσουν. Όμως κανείς δεν τους θυμάται. Και ήταν δικοί σου μαθητές. Χριστέ μου, φοβάμαι πως σε λίγο θα έχουν ξεχάσει και σένα».

Επιστροφή:

Πριν από λίγο με πήρε τηλέφωνο ο εγγονός μου: Γιαγιά, μόλις είδα το άστρο της Βηθλεέμ! 

Η αλήθεια είναι πως απόψε ο Δίας με τον Κρόνο ήρθαν πολύ κοντά και λάμπουν λέει σαν ένα μεγάλο αστέρι, κάτι που γίνεται κάθε εξήντα χρόνια! Λέτε να είναι τ' αστέρι της Βηθλεέμ;

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Τα βιβλιοπωλεία άνοιξαν!

 

 

Τα βιβλιοπωλεία άνοιξαν, ευτυχώς. Και υπάρχουν πολλά και καλά νέα βιβλία. Και παλιότερα βέβαια που αξίζει ν' αναζητήσουμε.

Αλλά και οι βιβλιοθήκες; Κάποιες αποτολμούν να έχουν υπηρεσίες δανεισμού στη διάρκεια της καραντίνας, με προφυλάξεις βέβαια και για το προσωπικό τους και για τους χρήστες. Κάτι σαν το περίφημο "κλικ αγουέη", και μέχρι εκεί, και μόνο αν οι ίδιες το θελήσουν ή καλύτερα το αποτολμήσουν. (Όχι μόνο στη χώρα μας βέβαια, σ' όλο τον κόσμο οι ίδιοι προβληματισμοί, θα επανέλθω σε άλλη ανάρτηση).

Επιστρέφω όμως στα βιβλιοπωλεία, μια βόλτα με το "6" μπορεί να μας φέρει στο βιβλιοχαρτοπωλείο της μικρής γειτονιάς μας ή στο ψαγμένο βιβλιοπωλείο λίγο πιο πέρα, ας μην τα προσπεράσουμε. Μόνο μην ξεχάσουμε ν' αλλάξουμε κωδικό ...

Τι μου 'ρθε τώρα. Ο Οργανισμός Βιβλίου! Το νομοσχέδιο είχε ήδη περάσει από δημόσια διαβούλευση την Άνοιξη του 2019, αργά, πολύ αργά, να τα λέμε κι αυτά, μα είχε φτάσει, κι ύστερα η νέα Υπουργός Πολιτισμού είπε θα το αλλάξει, πρωτότυπο κι αυτό, ε καλά...

Καλά διαβάσματα. Εγώ, μόλις τελείωσα τον Γατόπαρδο και ψάχνω με ποιο απ' τις καινούριες αγορές θα ξεκινήσω....

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Της Πικρίας χώρας τα παραμύθκια εν έχουν τέλος: η συγκλονιστική γραφή της Κωνστάντιας Σωτηρίου


 

 - Ήταν, λαλεί, κάποτε θκυό αδέλφκια.

- Αδέλφκια που τα αλήθκεια αλήθκεια.

- Αδέλφκια μα εμαλλώσαν.

....................................................

Έτσι θα μπορούσε ν' αρχίσει το παραμύθι για έναν τόπο όπου ζούσαν δυο αδέρφια κι όπου πέθανε το ένα κι ύστερα το άλλο κι όπου ...

Εμάς στο χωριό τις χήρες τις είχανε αυστηρά, θυμάσαι, Σπασούλα, που στο χωριό τις χήρες της είχανε αυστηρά; Σαν πέθανε ο άντρας τους και η ζωή τους μαζί του έσβηνε, σαν πεθάνει ο άντρας τους να υπάρχουνε τελειώνανε. Έβαζαν το πένθος όλη τους τη ζωή. Που δεν ήταν ζωή. Κουβαλούσαν κομμάτι από θάνατο, έλεγε η γιαγιά μου. Κουβαλούμε κομμάτι από θάνατο σαν πεθάνει ο άντρας μας. Θυμάσαι, Σπασούλα, τη γιαγιά μου που κουβαλούσε κομμάτι τον θάνατο; Πέθανε ο παππούς όταν η γιαγιά ήτανε κοπέλα. Είκοσι  χρονών η γιαγιά, σκότωσαν τον άντρα της οι αγωνιστές, ότι είχε σχέσεις με τους Εγγλέζους. Τον σκότωσαν με πέτρες. Τον έστησαν κάτω από ένα δέντρο και ερχόταν ένας ένας στο χωριό να ρίξει μία πέτρα. Δεν θυμάμαι τώρα το δέντρο. Νομίζω ήτανε ελιά. Πέρασε όλο το χωριό, έριξε μία πέτρα, έριξε όλο το χωριό στον παππού μια πέτρα, ειδοποίησαν τη γιαγιά ότι ο άντρας της πέθανε, άρχισε να κουβαλά η γιαγιά μια ζωή κομμάτι τον θάνατο. Έπρεπε να βάλει τα μαύρα. Γύρισε στο σπίτι τους καθρέφτες και σαράντα μέρες δεν σκούπισε. Μπάνιο πενήντα μέρες δεν έκανε. Κατσαρόλα να ψήσει φαΐ δεν έβαλε. Τα μαλλιά της τα έκοψε να τα πάρει ο παππούς μαζί του στον Άδη. Σαν πέρασαν οι μέρες, έβαψε όλα τα ρούχα της μαύρα και άρχισε να φορά δύο μαντίλια. Γιατί φορούσε η γιαγιά, Σπασούλα, δύο μαντίλια; Γιατί φορούσε η γιαγιά δύο μαύρα μαντίλια; Επειδή σαν κουβαλάς κομμάτι τον θάνατο, ένα μαντίλι του πένθους δεν μπορεί να το σηκώσει. Γι' αυτό. 

Η Σπασούλα, πούναι τώρα στο φέρετρο και την μοιρολογάνε οι φιλενάδες της, είχε ράψει ένα ωραίο φόρεμα για τη νιόπαντρη που θα 'ρχότανε ο Γιωργάκης, ο άντρας της, ήτανε στα Άδανα  της Τουρκίας, στο στρατόπεδο, έτσι της είχαν πει, δεν κατάφερε να γυρίσει πίσω με τις ανταλλαγές, αλλά εκείνη τον περίμενε, γιαυτό είπε να ράψει εκείνο το φόρεμα το βυσσινί, με το διπλό ντεκολτέ, να μην είναι με τα γκρίζα και η Σπασούλα περίμενε το γιό της, της είχαν προλάβει κάτι πελάτισσες ότι οργανώνεται με τις νέες Εόκες «και να του πει να προσέχει να μην το φάει το κεφάλι του και τελικά αυτοί θα μας φέρουνε τους Τούρκους».

 Η Σπασούλα τους Τούρκους καθόλου δεν τους ήθελε. 

"Ήρθανε, πήραν τα σπίτια μας, μας σκότωσαν, μας έκαναν πρόσφυγες" έλεγε Και ούτε που τους κάναμε και εμείς κακά παραδεχότανε. "Αυτά που μας κάνανε αυτοί πολύ χειρότερα ήταν" έλεγε. Είχε και το θέμα με τον γιο της, που τους κατηγορούσαν ότι έφεραν τους Τούρκους με αυτά που κάνανε, αλλά δεν το παραδεχότανε. Αυτοί θα κάνανε ό,τι κάνανε, αιτίες πολλές είχανε, αφορμή ψάχνανε, έλεγε και τους Τούρκους καθόλου δεν ήθελε, να τους δει δεν μπόραγε. Μέχρι που πήγαμε σε εκείνη την εκδήλωση και την κηδεία. Ήτανε τότε που εμείς βρήκαμε τον Γιωργάκη μας και τον θάψαμε αλλά της Σπασούλας τον γιο της καθόλου δεν βρήκανε.

Και ποιοί είναι θαμμένοι στους  ομαδικούς τάφους; Σηκώθηκε μια Τουρκάλα και μίλησε. Κάτω, λέει, ήτανε θαμμένοι οι Τούρκοι που σκότωναν οι Έλληνες το εξήντα τρία. Κι από πάνω οι Έλληνες που σκότωναν οι Τούρκοι το εβδομήντα τέσσερα.

Πηγάδια βρίσκανε και ξέρες, μας είπε η Τουρκάλα, τόπους που είχαν τρύπες και κοιλώματα, που γέμιζαν παλιά νερό. Ρίχναμε εμείς τους δικούς τους στα πηγάδια μας, έριχναν μετά κι αυτοί τους δικούς μας στον ίδιο τόπο, φύρδην μίγδην τα κόκαλα, κάτω οι Τούρκοι, πάνω οι Έλληνες, ύστερα έρχονταν βροχές, τα πηγάδια γεμίζανε, τα κόκαλα ανακατεύονταν, γι' αυτό θέλανε τώρα τις επιτροπές να κάνουνε ταυτοποίηση, κανένας δεν ήξερε ποιος ήταν ποιος. Κάτσαμε κι εμείς να σκεφτόμαστε ένα πηγάδι γεμάτο κόκαλα ελληνικά και τούρκικα, ανάκατα μέσα στις ξέρες και τα πηγάδια, και στεναχωρηθήκαμε. Είδαμε και την Τουρκάλα που έκλαιγε, σφιχτήκαμε.

Είναι, νομίζω, το πιο συνταρακτικό βιβλίο που διάβασα τη χρονιά που φεύγει, το "Πικρία Χώρα" της Κωνστάντιας Σωτηρίου (Πατάκης, 2019). Η συγγραφέας μιλά με τόλμη για ένα θέμα δύσκολο, πονεμένο, για το Κυπριακό, τους αγνοούμενους και τους σκοτωμένους του, κι από τις δυο πλευρές, όπου η γυναίκα, η μάνα, το παιδί βιώνουν τον ίδιο πόνο της απώλειας σ' όποια μεριά κι αν βρίσκονται. Κι όπου, τελικά, καταλήγουν στον ίδιο λάκκο τα κόκαλά των σκοτωμένων τους και ανακατεύονται και "φίλοι, γινήκανε μαμά, φίλοι γινήκανε".

Η γραφή της είναι πολύ ιδιαίτερη, με συμβολισμούς, με γλώσσα ποιητική και όμορφη, με αφηγηματικό τρόπο παραμυθιού και με ιστορίες παράλληλες ή μήπως ίδιες με άλλο τρόπο καμωμένες. Η ιστορία του Καρλίτο και της Μαρίνας και η ιστορία της Σπασούλας και των φιλενάδων της, η ιστορία της Κύπρου με λόγια "κανονικά" και με λόγια στην κυπριακή διάλεκτο. Συγκλονιστικές αράδες ζωντανεύουν σκηνές σαν από αρχαία τραγωδία.

- Αφήκαν τες μόνες του να κλαίουν.

- Έτσι είν' δαμαί τα δικά μας παραμύθκια.

- Έτσι έν' τα παραμύθκια.

- Της γλυκείας χώρας!

- Της πικρίας χώρας.

- Εν έχουν καλόν τέλος.

- Εν έχουν τέλος.