Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Οι πόνοι της Παναγιάς, του Κώστα Βάρναλη


Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας (Μουσείο Μπενάκη)

Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα 'χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα 'χεις μάτια γαλανά, θα 'χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μαχητές, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.



Φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου (Μουσείο Μπενάκη


Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ' απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι...



Χαρακτικό σε πέτρα: Βάσω Κατράκη (Μουσείο Βάσως Κατράκη)



Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.

Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.




Käthe Kollwitz (Käthe-Kollwitz-Museum Berlin)

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο...-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ' τους λύκους να κρυφογεννήσω!




2 σχόλια:

  1. Αγαπημένο το (γνωστό) ποίημα του Βάρναλη.
    Ψάχνοντας τη βιβλιογραφία με τα σχετικά ποιήματα, ανάμεσα σ' αυτά βρήκα με πολλή συγκίνηση το ποίημα του Αχιλλέα Παράσχου (μόλις τώρα είδα τον ποιητή), που μου μάθαινε η αναλφάβητη γιαγιά μου.

    «Προ της Παναγίας"


    Στην έρημή σου έρχομαι και πάλιν εκκλησία,
    αγαπημένη Παναγιά, χλωμή μου Παναγία...



    Σήμερα όμως η συνεισφορά μου είναι πάνω στο θέμα:



    Στο δρόμο του θανάτου

    Ολόσκυφτ’ ανεβαίνοντας το δρόμο του θανάτου
    για μια στιγμή εσταμάτησεν Εκείνος,
    όχι από το βάρος του Σταυρού του. Γήινος θρήνος
    σαν δειλός διαβάτης έκρουσε τ’ αυτιά του
    γεμάτα ουράνιους ύμνους. Τι τον δένει
    με τη ζωή της γης τη μετρημένη;
    Σε αμέτρητη ζωή πηγαίνει τώρα.

    Για μια στιγμή εσταμάτησε κ’ έστριψε πέρα
    την όψι του ουρανόχυτη. Μια μαυροφόρα,
    σαν ίσκιος, σαν δικός του ίσκιος, η Μητέρα,
    θρηνολογούσε. Ολόγυρα χιλιάδες χίλιοι,
    θαρρώντας πως η Νέμεσι τους είχε στείλει,
    λυσσομανούσαν κι’ ούρλιαζαν, σαν σκύλοι
    στο διάβα ανεμοδρόμου καβαλάρη.

    Όλη η κακία της γης τον είχε συνεπάρει
    σαν χείμαρρος πλημμύρας. Τι τον δένει
    με την ζωή της γης; Γιατί ανεβαίνει
    στα μάτια του, θολώνοντας την ξάστερη ματιά του,
    δάκρυ κρυφό, σαν να ποθή στην ώρα του θανάτου,
    τη ζωή, που αφίνει, τη στερνή του ημέρα:
    Ούρλιαζεν ο κόσμος, έκλαιγε η Μητέρα.

    Ιωάννης Πολέμης

    ΑπάντησηΔιαγραφή