Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Η Απόκρεω ή Απόκρεως κατά Παπαδιαμάντη και ολίγα διά ξόανα και νεογλωσσίτας



Διαβάζοντας στην επιφυλλίδα του Γιάννη Χάρη στην Εφημερίδα των Συντακτών του περασμένου Σαββατοκύριακου για δηλώσεις του Σωτήρη Χατζάκη περί Παπαδιαμάντη και γλώσσας και επειδή δεν συμφωνώ με αφοριστικές δηλώσεις όπως "γλωσσικό γκέτο", "εσωτερικότητα μέσω της γλώσσας", "επαναφορά του πολυτονικού" κτλ., θα παραθέσω εδώ λίγα από μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του ίδιου του Παπαδιαμάντη με τίτλο "Γλώσσα και κοινωνία", την οποία είχε δημοσιεύσει σε συνέχειες στην κυριακάτικη εφημερίδα "Αλήθεια" τον Φεβρουάριο και Μάρτιο 1907. Στη μελέτη αυτή, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αναφέρεται στο γλωσσικό ζήτημα που ταλανίζει την Ελλάδα, δίνοντας χαρακτηριστικά παραδείγματα χρήσης παλαιών και νέων τύπων και σχολιάζοντας με γλαφυρό τρόπο την ανάγκη να προτιμάται "το πολύ ευφωνότερον και κομψότερον εις την γλώσσαν μας". Και επειδή το Τριώδιο φτάνει στο τέλος του, ας παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα:

...Πρὶν ἀκόμη εἰσέλθωμεν εἰς τὴν οὐσίαν τῆς παρούσης διατριβῆς, εἰσήλθομεν εἰς τὸ Τριῴδιον... Ὁποία, τῷ ὄντι, γόνιμος ἐποχή! Ἐφέτος, ὡς ἔμαθα, γίνεται ἀπόπειρα πρὸς ἐπανίδρυσιν τῶν ἀρχαίων Διονυσίων... Εὖγε! Τοὐλάχιστον αὐτὸ εἶναι Ἑλληνικόν, καὶ δὲν θὰ ξαναγίνῃ, ἐλπίζω, λόγος περὶ εἰσαγωγῆς τῆς Μι-καρὲμ τῶν Παρισιανῶν παρ᾿ ἡμῖν, ὅπως ἔγινε δὶς ἤδη. Φαντασθῆτε Μισοσαράκοστο μὲ ὄργια, μεταμφιέσεις καὶ τὴν κραιπάλην! Καὶ ὅμως ὅλα γίνονται. Τὸ κοινὸν ἔχει ἀνάγκην θεαμάτων, τοῦ χρειάζονται τρία, ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἰταλοὶ ἡγεμόνες τῆς ἐποχῆς τοῦ Μακιαβέλη. Ἡ νεολαία διψᾷ ἡδονάς. Περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ θέρους τοῦ ἔτους 1897, πρὶν ὑπογραφῇ ἀκόμη ἡ ἀνακωχή, ἢ πρὶν συναφθῇ ἡ συνθήκη εἰρήνης, ἡ νεολαία τῶν Ἀθηνῶν ἦτο πολὺ δυστυχής. Ἐπὶ δύο ἑβδομάδας εἶχον διακοπῆ τὰ θεάματα.


Πολλάκις ἤδη εἶχε παρατηρηθῆ ὅτι, εἰς ἐποχὰς ἐμφυλίων ἢ ἐξωτερικῶν πολέμων, στάσεων, σπαραγμῶν, λοιμοῦ, πυρὸς καὶ μαχαίρας, ἡ δίψα πρὸς τὰς ἡδονὰς μεγάλως αὐξάνει. Τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων, αὐτοὶ ᾄδετε. Ἄνθρωποι ἢ κοχλίαι, τὴν ἰδίαν συναίσθησιν εὐθύνης φέρουσι διὰ τὰς πράξεις των. Διάφοροι χρονικογράφοι ἐφημερίδων παρετήρησαν πρὸ χρόνων, ὅτι ἦσαν ἄξιοι οἴκτου οἱ Ἀθηναῖοι, ἐπειδὴ ἔχουν μεγάλην σοβαρότητα, ἀλλ᾿ ἔχουν ἀνάγκην καὶ δόσεώς τινος φαιδρότητος, τὴν ὁποίαν οἱ γράφοντες, μὲ τὰ ὡραῖα χρονογραφήματά των, ἐπροσπαθοῦσαν νὰ τοὺς ἐμφυσήσουν... Ἄλλοι πάλιν φρονοῦν ὅτι ὑπάρχει τοὐναντίον μεγάλη ἔλλειψις σοβαρότητος εἰς τὸν τόπον αὐτόν, ἀλλ᾿ οἱ χρονικογράφοι τῶν ἐφημερίδων ὠνόμαζον σοβαρότητα τὴν σκυθρωπότητα, καὶ ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐζητοῦσαν νὰ ἐμφυσήσουν εἰς τοὺς Ἀθηναίους, ἦτο ἐλαφρότης καὶ ὄχι φαιδρότης. Ἄλλως περιττὸς ὁ κόπος των, διότι καὶ ἡ ἐλαφρότης ὑπάρχει ἐν ἀφθονίᾳ εἰς τὸν τόπον αὐτόν. Ὅπου σοβαρότης, ἡ φαιδρότης ἐπέρχεται ἀφ᾿ ἑαυτῆς ὡς ἀναγκαία ἀντίδρασις, ὅπου δὲ ἐλαφρότης, ἡ σκυθρωπότης ἐπέρχεται ὡς ὀφειλομένη βαρεῖα τιμωρία.


Ἄλλος χρονικογράφος ἐπρότεινε γνώμην ὅτι ἔπρεπεν αἱ ἡμέραι τῆς Ἀπόκρεω νὰ ἑορτάζωνται πολὺ πανηγυρικῶς καὶ λίαν ἐπιβλητικῶς εἰς τὰς Ἀθήνας - διὰ νὰ ἑλκύωνται, ἔγραφεν, ἀπὸ τὰς ἐπαρχίας οἱ ἄνθρωποι, νὰ συρρέωσι φέροντες χρήματα εἰς τὰς Ἀθήνας!!! Ὡς νὰ εἶχεν ἀφήσει ἡ πρωτεύουσα ἀρκετὰ χρήματα εἰς τὸ βαλάντιον τῶν πτωχῶν ἐπαρχιωτῶν, τῶν εἱλώτων τούτων, καὶ ὡς νὰ μὴ ἦσαν ὑπόχρεοι διὰ μυρίας ἄλλας ἀφορμὰς νὰ ἐπισκέπτωνται οὗτοι συχνὰ τὰς Ἀθήνας! Ὅλ᾿ αὐτά, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα ἐγράφησαν, ἐτυπώθησαν, καὶ ἀνεγνώσθησαν, καὶ ὁ χάρτης δὲν ἐσχίσθη, καὶ τὰ γράμματα δὲν ἐρράγησαν, καὶ ἡ μελάνη δὲν ἀνεπήδησε μέχρι τοῦ προσώπου τοῦ γράψαντος. Πράγματι ἡ ἐποχὴ αὐτὴ τῶν «ἈπόκρεΩ» (sic) εἶναι τὸ φόρτε μερικῶν δημοσιογράφων.


Πρὸ τριακονταετίας εἰς τὸν Ἀθηναϊκὸν Τύπον, ἡ λέξις αὐτὴ ἐτονίζετο εἰς τὴν παραλήγουσαν, αἱ Ἀποκρέω. Εἶτα ὁ στιβαρὸς Κόντος, τοῦ ὁποίου τὸν ζυγὸν δυσκόλως ὑπέφερον οἱ γράφοντες, καί τινες μάλιστα ἐπροσπάθουν μάτην νὰ τὸν γελοιοποιήσουν - καὶ ὅμως, μὲ τὸν καιρὸν οἱ ἴδιοι ὑπέκυψαν - ὑπέδειξε τὸ ὀρθόν. Ἀλλ᾿ ὅμως ἐστάθη ἀδύνατον νὰ μάθωσι τὴν κλίσιν τῆς λέξεως, καὶ σήμερον ἀκόμη εἰς τὸν Τύπον ἐν γένει γράφεται ἡ Ἀπόκρεω, τὰς Ἀπόκρεω. Καὶ ὅμως, εὐκολώτατον θὰ ἦτο, πρὶν γράψῃ τις τὸ ὄνομα, ν᾿ ἀναλογίζεται πῶς θὰ εἶχεν ἂν δὲν ἦτο τῆς Ἀττικῆς κλίσεως, ἀλλ᾿ ἁπλῶς δευτερόκλιτον. Ἡ ἀπόκρεος, ἄρα ἡ ἀπόκρεως, τὰς ἀποκρέους, ἄρα τὰς ἀπόκρεως.


Ὑπομονὴ διὰ τὰς ἄλλας πτώσεις· ἀλλ᾿ ἡ γενικὴ πληθυντική; Ὡς φαίνεται, οἱ νεαροὶ δημοσιογράφοι μας δὲν ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν β´ τοῦ Ἑλληνικοῦ, καὶ δὲν ἔμαθαν ποτὲ ὅτι «ἡ γενικὴ πληθυντικὴ ὅλων τῶν πτωτικῶν λήγει εἰς ων, καὶ δι᾿ αὐτὸ λέγεται μέση». Ἐκτὸς μιᾶς ἐφημερίδος (τοῦ Νέου Ἄστεως) ὅλαι αἱ ἄλλαι γράφουσι τῶν Ἀπόκρεω. Διατί ὄχι; Κατὰ τοὺς ψυχαριστάς, ἡ γενικὴ πληθυντικὴ διφορεῖται· τῶν ἀνθρώπω καὶ τῶν ἀνθρώπωνε, τῶν γυναικῶ, καὶ τῶν γυναικῶνε. Ἢ πρέπει νὰ τὸ κλαδεύσῃ τις, ἢ νὰ τοῦ προσθέσῃ μίαν φούντα. Μόνον εἰς τὴν γνησίαν μορφὴν δὲν πρέπει νὰ τὸ γράψῃ, διότι ἀλλοίμονον εἰς ὅσους γράφουν τὴν καθαρέβουσα.


Ἀρκοῦν τόσα διὰ τὸ ὄνομα τῆς Ἀπόκρεω, ἀλλὰ καὶ πόσας δὲν ἔχομεν ἀποκριάτικες λέξεις; - Φαίνεται ὅτι ἡ Ἀπόκρεως πράγματι παρατείνεται καὶ εἰς ὅλας τὰς ἄλλας ἐποχὰς τοῦ ἔτους, διὰ τοῦτο ἔχομεν τόσα καὶ τόσα ἀποκριάτικα ὀνόματα καὶ πράγματα. Χθὲς ἐδιάβαζα εἰς μίαν ἐφημερίδα μίαν ὡραίαν πράγματι λέξιν «τῆς δολτσεφαρνιεντιζούσης Κυβερνήσεως». Ὤ, πλαστικότης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης! Ἰδοὺ πῶς ἀπὸ μίαν Ἰταλικὴν παροιμίαν πλάττεται αἴφνης μία χαριεστάτη μετοχή. Τί σημαίνει ἂν τὰ ἐννέα δέκατα τῶν ἀναγνωστῶν δὲν θὰ καταλάβωσιν τί θέλει νὰ πῇ τοῦτο; Μήπως εἶναι βέβαιον ἂν ὁ συντάκτης ὁ ἴδιος ξεύρει ἰταλικά; Τί πρὸς τοῦτο. Ὁ Τύπος, βλέπετε, ὁ Ἀθηναϊκός, εἶναι προωρισμένος διὰ τὰς Ἀθήνας καὶ τὸν Πειραιᾶ. Ὁ δημοσιογράφος, ὅταν πιάσῃ τὴν πένναν, ἐπ᾿ αὐτῶν τῶν δύο πόλεων βασίζεται, διότι ἀπὸ τὴν κυκλοφορίαν τὴν εἰς τὰς δύο πόλεις ζῇ κυρίως ὁ Τύπος. Καὶ εἰς τὰς πόλεις αὐτὰς οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀνεπτυγμένοι - καὶ πρέπει νὰ ξεύρουν τί θὰ πῇ ὄχι μόνον ρᾳστώνη ἑλληνιστί, ὄχι μόνον τουρκιστὶ ραχάτι, ἀλλὰ καὶ ἰταλιστὶ δόλτσε ἒ φὰρ νιέντε.


Διὰ τοῦτο βλέπεις νὰ εἰσάγωνται τοιαῦται λέξεις, ὁποία ἡ μπάντα τῆς μουσικῆς! λόγου χάριν. Ἂν εἰς τὴν γνησίαν δημώδη γλῶσσαν, ἡ λέξις σημαίνει τὴν πλευρὰν ἢ τὴν ἄλλως μεριά, ἀδιάφορον. Ἐκεῖνα εἶναι παλαιά, χωριάτικη γλῶσσα, démondée· ἐτελείωσε. Ἀρχαῖα καὶ διϊπολιώδη καὶ τεττίγων ἀνάμεστα. Ἐὰν τώρα ἡ bande γίνεται ἴσως ἀπὸ τὸ binden (δένω), ἐὰν ἔχῃ παραπλησίαν τὴν ἀρχὴν καὶ προέλευσιν, ὅπως ἡ λέξις σπεῖρα, ἐὰν ἡ ἰδία bande σημαίνῃ ἐν γένει συμμορίαν, καὶ ἂν ἔχῃ παράγωγον τὸ bandie, ἀδιάφορον καὶ πάλιν. Ἀλλ᾿ αἱ λέξεις χορός, θίασος, ὅμιλος, ὀρχήστρα, τίποτε δὲν σημαίνουν. Ἡ μπάντα, αὐτὴ εἶναι ἡ λέξις τῆς μόδας.


Εἶδα ὅτι καὶ ἐπίτροποι ἐκκλησίας, ἀναγγέλλοντες λιτανείαν, ἀνέφερον καὶ «μπάντα μουσικῆς». Ἀλλὰ πόσα δὲν διαπράττουν αὐτοὶ οἱ ἐπίτροποι! Ὅπου εἶναι πανήγυρις, ἀναγγέλλουν ὅτι θὰ καοῦν καὶ ροκέτες! Καὶ θῦμα ἔγινεν ἔξωθεν μιᾶς ἐκκλησίας, πρὸ ὀλίγων μηνῶν, μία πτωχὴ γυνή. Ἀλλ᾿ αἱ ροκέτες ὅμως δὲν ἔπαυσαν.


Πρό τινος χρόνου, οἱ ἐπίτροποι ναοῦ τινος, ἀπὸ μίαν τῶν κυριωτέρων ἐπαρχιακῶν πόλεων, ἔστειλαν τηλεγράφημα, ὅπου μετὰ σύντομον περιγραφὴν τῆς γενομένης τελετῆς ἐπί τινι ἐπετείῳ, ἐπρόσθετον τὰς λέξεις: «Μνημόσυνον μεγάλως ἐπέτυχε». Εἰκότως· διότι ἐφαντάζοντο τὸ σύνολον ὡς ἁπλοῦν θέαμα...


Σχετικά με την Απόκρεω ή Αποκρέω ή Αποκριά, στο Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Τριανταφυλλίδη) βρίσκουμε:

Aπόκρεω η [apókreo] Ο (άκλ.) : (λόγ.) η Aποκριά.
[λόγ. < μσν. Aπόκρεως `Aποκριά΄ μεταπλ. με βάση τη γεν. Aπόκρεω < ελνστ. ἀπόκρεος `με αποχή από κρέας΄ μεταπλ. κατά τα αρχ. ἡδύκρεως `με γλυκό κρέας (για ζώο)΄, ελνστ. πολύκρεως `με πολλά φαγητά από κρέας΄]

αντίστοιχες ερμηνείες δίνονται και στα άλλα λεξικά, ενώ και στο Μεσαιωνικό λεξικό του Εμμμανουήλ Κριαρά, βρίσκουμε την Αποκρέα ή Αποκριά:

Αποκριά η· Aποκρέα. 
1) H Kυριακή ή η εβδομάδα της κρεατινής αποκριάς: την Aποκρέα, την Tυρινήν και το μεγάλο Πάσχα (Σπαν. V 452). 2) H περίοδος της μιας ή των τριών εβδομάδων πριν από την Kαθαρά Δευτέρα: έμεινεν ως τες Aποκριές (Mαχ. 54227). [<θηλ. αποκρέα (ενν. Kυριακή ή εβδομάς) του επιθ. απόκρεος (πιθ. 6. αι., Lampe) ως ουσ. T. Aπόκρεως τον 8.-9. αι. (LBG, λ. α‑). O τ. τον 9. αι. (LBG, ό.π.) και σήμ. ιδιωμ. H λ. στον εν. και στον πληθ. και σήμ. (βλ. και Θαβώρης 1969: 58-9)]

Για να επιστρέψω όμως στο κείμενο του Παπαδιαμάντη, και πάλι στο πνεύμα της Απόκρεως ή Αποκριάς, θα παραθέσω ακόμη ένα μικρό απόσπασμα όπου αφηγείται μια ιστορία που έζησε ο ίδιος όταν ήταν μικρός και είναι χαρακτηριστική της γλωσσικής σύγχυσης που υπήρχε, αφού πρώτα είχε μιλήσει για το απέθανε, το απεβίωσε και το ... απέζησε:

...Ὅταν ἤμην παιδίον, μία γραῖα γειτόνισσα μοὶ ὑπηγόρευε μίαν τῶν ἡμερῶν, γράμμα πρὸς τὸν σύζυγον τῆς ἐγγονῆς της, ὅστις ἐταξίδευεν ὡς λοστρόμος μὲ τὰ καράβια.

- Γράψε, εἶπεν ἡ γριὰ Φραγκούλαινα, τὸ Ἀργυρὼ εἶναι γκαστρωμένη, τριῶν μηνῶν, (δηλ. ἡ σύζυγος τοῦ πρὸς ὃν ἡ ἐπιστολή).

Ἐγὼ ἔγραψα: «τὸ Ἀργυρὼ εἶναι γκαστρωμένη».

Ὅταν ὅμως ἀπῄτησε νὰ τῆς ξαναδιαβάσω, πρὶν τὸ κλείσω, ὅλον τὸ γράμμα, τότε ἔκαμε παρατήρησιν:

- Μὴ γράφῃς «γκαστρωμένη», εἶπε, δὲν τὸ γράφουν ἔτσι.

- Πῶς νὰ γράψω;

- Γράψε εἶναι παραβαρεμένη.

Ἐγὼ ἔσβησα τὸ «γκαστρωμένη», κ᾿ ἔγραψα: «τὸ Ἀργυρὼ εἶναι παραβαρεμένη...»

Τὸ μάθημα ὑπῆρξε λίαν διδακτικόν. Καίτοι ἀγράμματη, ἡ γραῖα μ᾿ ἐδίδαξεν ὅτι, εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, ἄλλως νοοῦμεν, ἄλλως ὁμιλοῦμεν, καὶ ἄλλως γράφομεν.

Ἴσως τὸ ἐνδόμυχον ἐλατήριον τῆς ἀρχαϊκῆς γραίας ἦτο μία λεπτοφυεστάτη ἀνάγκη εὐφημισμοῦ. Ἀλλ᾿ ἰδοὺ ὅτι ὁ εὐφημισμὸς ἐκεῖνος ἐπεκτείνεται καὶ εἰς ὅλην τὴν γλῶσσαν, καὶ καταντᾷ, ὅπως ὁ χωρικὸς συστέλλεται νὰ εἴπῃ «ἡ γυναίκα μου», καὶ λέγει «ἡ νοικοκυρά μου, ἡ φαμίλια μου» (τὸ ὁποῖον εἶναι ἐπαινετὸν ἄλλως), οὕτω καὶ οἱ γράφοντες νὰ μὴ θέλουν νὰ γράψουν λ.χ, ἀπέθανε, ἀλλὰ ἀπεβίωσε...


 ------------------------------

Το κείμενο αυτό του Παπαδιαμάντη υπάρχει στο τεύχος Ιούν.-Ιούλ. 2015 του περιοδικού "Τυφλόμυγα", ενώ μπορεί να βρεθεί και ηλεκτρονικά εδώ. Να σημειώσω επίσης ότι τα ξόανα και οι νεογλωσσίτες του τίτλου είναι από αναφορές του ιδίου στο κείμενο. Γι' αυτό και αξίζει να διαβαστεί ολόκληρο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου